Αν οι δημοσκοπήσεις έδειχναν το ΠαΣοΚ σε διαχειρίσιμη απόσταση από τη Νέα Δημοκρατία και ο Ανδρέας Λοβέρδος έλεγε αυτά που είπε («να στηρίξουμε τη ΝΔ αν βγει πρώτο κόμμα»), είναι πολύ πιθανό ότι ο Λοβέρδος θα είχε ήδη ανασκολοπισθεί από τους συντρόφους καταμεσίς στο Σύνταγμα. Αλλά στο ΠαΣοΚ, όπως θα έλεγε και ο Έλιοτ, δεν σηκώνουν πολλή πραγματικότητα -αν οι δημοσκόποι επιμένουν, τόσο το χειρότερο για τους δημοσκόπους.
Η κομματική λογική έχει τα δικά της γνωμικά: αν παινέψεις (έστω και έμμεσα) το σπίτι του αλλουνού, θα πέσει να σε πλακώσει το δικό σου. Η κομματική λογική είναι θαυμαστό πράγμα. Άλλοτε σου στενεύει αφόρητα τη φαντασία, όπως στην περίπτωση του Μιλτιάδη Παπαϊωάννου που εκμυστηρεύτηκε την αδυναμία του να δεχτεί «εκ των προτέρων ότι η ΝΔ θα έχει και τόσο μεγάλη διαφορά από το ΠαΣοΚ». Άλλοτε, πάλι, δρα σαν διεγερτικό και κάνει τον Αντώνη Σαμαρά να φαντασιώνεται την Αυτοδυναμία σαν ερωτοπλανταγμένο κοριτσόπουλο που τον περιμένει ανυπόμονα κάποια απριλιάτικη βραδιά.
Το άλλο αμάρτημα του Λοβέρδου είναι ότι είπε αυτό που είπε χωρίς να το έχει προηγουμένως κουβεντιάσει με τον προαλειφόμενο αρχηγό – ο οποίος έχει στα σκαριά «προοδευτική» πρόταση που αποκλείει εξ ορισμού οποιαδήποτε σύμπραξη με τη Νέα Δημοκρατία. Αν ο Βενιζέλος (που ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον τη μέσα μεριά του Eurogroup και έχει απολαύσει εξ επαφής την όψη και την κόψη του Σόιμπλε) το λέει αυτό σοβαρά, τότε προφανώς έχει υπόψη του μια παρακαμπτήριο της πραγματικότητας για την οποία αναμένουμε επειγόντως ενημέρωση.
Βέβαια, το κακοφορμισμένο εκείνο «λεφτά υπάρχουν» είναι ακόμη εδώ για να μας υπενθυμίζει ότι όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και στις ελληνικές προεκλογικές περιόδους τα πρώτα θύματα μπορεί να είναι η αλήθεια και η πραγματικότητα. Αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται ο κόμπος, γιατί οι πολιτικοί το ξέρουν τόσο καλά όσο και ο παραζαλισμένος κοσμάκης ότι αυτή η επικείμενη προεκλογική περίοδος μοιάζει τόσο με τις προηγούμενες όσο η τάλαινα Αθήνα του 2012 μοιάζει με το ευφορικό ολυμπιακό άστυ του 2004. Όποιος, είτε από χαμηλή πολιτική νοημοσύνη είτε από εκπρόθεσμο φανατισμό, δεν κατανοεί ότι η κομματική λογική των αλλοτινών ημερών ισοδυναμεί σήμερα με βάναυση προσβολή της νοημοσύνης των πολιτών είναι εξαιρετικά πιθανό ότι θα νιώσει εκπλήξεις που μόνο η φαντασία του μπορεί να περιορίσει.
Και επειδή – ανεξάρτητα από το πόσοι και ποιοι διανοούμενοι, ευπατρίδες και άλλες φυλές καλής θέλησης προπονούνται για να μας ρυμουλκήσουν από τη λάσπη – στη «βασική ενδεκάδα» θα συνεχίσουν εκ των πραγμάτων να εμφανίζονται πολλοί «φίλοι απ’ τα παλιά», ο παραζαλισμένος εκείνος κοσμάκης που λέγαμε θα έχει ένα ντέρτι λιγότερο αν οι κατά τεκμήριο πιθανότεροι διεκδικητές της εξουσίας, μετά τον έστω και καταναγκαστικό modus vivendi, αποφύγουν να επινοήσουν εκείνον τον ιδεολογικό casus belli που θα επιτρέψει στη ρητορική τους αντιπαράθεση να «χτυπήσει κόκκινο», σύμφωνα με την ετοιμοπαράδοτη και ξινισμένη ορολογία των ΜΜΕ. Γιατί τότε η υποκρισία θα είναι χείρων της πλάνης για την οποία τους εγκαλεί το αντιμνημονιακό μέτωπο, και η διάγνωση της γενικευμένης, δομικής «σχιζοφρένειας», που μόλις προχθές μάς ανακοινώθηκε από τους εντεταλμένους της «task force», θα επιβεβαιωθεί με τον πιο πανηγυρικό τρόπο.
Στο μεταξύ, ο Βαγγέλης ας μεριμνήσει να μας κάνει λιανά τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει η «προοδευτική εντός μνημονίου» πρότασή του, και ο Αντώνης ας προσπαθήσει να καταλάβει ότι κανένας δεν μπορεί να κάνει την παράταξή του «συνένοχη», απλούστατα επειδή είναι κάθε άλλο παρά αθώα.
Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής, είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης