«Είναι κάποιες κοπέλες εδώ που θέλουν να δουν τον υπεύθυνο πληρωµάτων. Θέλουν, λένε, να υποβάλουν αίτηση εργασίας. Οχι, σου λέω, κοπέλες είναι, στα πληρώµατα θέλουν να πάνε… ∆εν είναι δόκιµοι σου λέω, κοπέλες είναι!». Ο θυρωρός της ναυτιλιακής εταιρείας κατέβασε το ακουστικό και πήρε ένα συγκαταβατικό ύφος: «Λυπάµαι, κορίτσια. Μου είπαν ότι δεν δεχόµαστε αιτήσεις από κοπέλες». Οι τρεις νεαρές γυναίκες, δόκιµοι πλοίαρχοι όλες τους, ντυµένες µε τα καλά τους και µε τις «περγαµηνές» ανά χείρας έµειναν εµβρόντητες στο ισόγειο της ναυτιλιακής εταιρείας. Τους επόµενους µήνες τα όνειρα που τις συντρόφευαν όταν διάβαζαν συστηµατικά για να δώσουν Πανελλήνιες και να περάσουν τα µαθήµατα στην Ακαδηµία Εµπορικού Ναυτικού έµελλε να ξεθωριάσουν και να αντικατασταθούν από τη (σκληρή) πραγµατικότητα: 31 χρόνια µετά την αποφοίτηση της πρώτης γυναίκας πλοιάρχου, για πολλούς ναυτικούς οι λέξεις «γυναίκα» και «πλοίαρχος» παραµένουν… αµοιβαίως αποκλειόµενες.
Προσωπικές ιστορίες στα καράβια ήταν άγνωστες στο ευρύ κοινό και για δεκαετίες µεταδίδονταν ως µυστικές εξοµολογήσεις ανάµεσα σε γυναίκες που προσπαθούσαν να σταδιοδροµήσουν σε ένα ανδροκρατούµενο επάγγελµα. Πριν από τέσσερα χρόνια ωστόσο η κυρία Μαρία Λαµπρίδου, πρώην ανθυποπλοίαρχος και νυν δασκάλα, η οποία εγκατέλειψε τη θάλασσα εξαιτίας της ανεργίας και των προκαταλήψεων που πλήττουν τις γυναίκες ναυτικούς, αποφάσισε να δώσει διαδικτυακή φωνή στις ελληνίδες καπετάνισσες. ∆ηµιούργησε ένα blog µε το όνοµα «Kapetanisses» και σύντοµα οι σελίδες του γέµισαν µε κωµικοτραγικές ιστορίες γυναικών κάθε ηλικίας. «Ηταν σαν να προσπαθούσα να ανακτήσω την επαφή µε το παρελθόν µου. Εισήλθα στη σχολή το ‘78, την πρώτη χρονιά που η ελληνική πολιτεία επέτρεψε σε γυναίκες να φοιτήσουν σε δηµόσια σχολή πλοιάρχων. Εν τέλει αναγκάστηκα ν’ αλλάξω επάγγελµα, όµως ποτέ δεν µου έφυγε το µαράζι της θάλασσας. ∆υστυχώς, µέσα από το blog ανακάλυψα ότι υπάρχουν δεκάδες κορίτσια που αντιµετωπίζουν σήµερα τα ίδια προβλήµατα που αντιµετωπίζαµε εµείς τη δεκαετία του ‘80» τονίζει η κυρία Λαµπρίδου µιλώντας προς «Το Βήµα της Κυριακής».
«Το επάγγελµα του ναυτικού είναι σκληρό για όλους, πολλώ δε µάλλον για τις γυναίκες. Σαν να υπάρχει µια διαρκής καχυποψία ότι η γυναίκα δεν θα τα καταφέρει να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις της δουλειάς. Για αυτό και πρόκειται για το κατ’ εξοχήν επάγγελµα υποεκπροσώπησης των γυναικών διεθνώς» αναφέρει ο κ. Γιάννης Χαλάς, γενικός γραµµατέας της Πανελλήνιας Ναυτικής Οµοσπονδίας.
∆εν είναι λίγες οι γυναίκες που µπάρκαραν ως δόκιµες πλοίαρχοι για να ανακαλύψουν στην πορεία ότι τα καθήκοντά τους αντιστοιχούσαν στον… βοηθό καµαρώτου. «Στο πρώτο µου µπάρκο θυµάµαι να πλένω, να καθαρίζω, να σερβίρω. Θυµάµαι σαν χθες την ατάκα: “Τι δόκιµος; Εγώ καµαρoτάκι ζήτησα!”. Βέβαια στην πορεία τα πράγµατα βελτιώθηκαν και γύρισα όλο τον κόσµο µε τα φορτηγά. Εζησα φοβερές εµπειρίες. Αν και µου αρέσει η τωρινή µου δουλειά, δεν περνά µέρα που να µη νοσταλγώ τη θάλασσα» λέει η 42χρονη υποπλοίαρχος κυρία Νάσια Ανδροµανέτσικου, η οποία εν τέλει εγκατέλειψε τη ναυτιλία για την Ισπανική Φιλολογία.
Οπως εξηγεί η ανθυποπλοίαρχος σε δεξαµενόπλοιο κυρία Χρύσα Τσαλίχη , η αµφισβήτηση των γυναικών έχει να κάνει ακόµα και µε τη σωµατική τους διάπλαση ή µε την επίδραση που θα έχει η πιθανή σεξουαλική έλξη στους άνδρες. «Πολλοί φοβούνται ότι µια γυναικεία παρουσία θα “διαφοροποιήσει” τις κοινωνικές συµπεριφορές και τις συνήθειες του πληρώµατος. Και έτσι οι γυναίκες καταλήγουν να µην είναι καλοδεχούµενες. Αλλοι υποστηρίζουν ότι το ναυτικό επάγγελµα απαιτεί µυς. Ξεχνούν όµως ότι αυτό που πραγµατικά χρειάζεται είναι θάρρος, αποφασιστικότητα και δύναµη ψυχής» τονίζει. Οι ανισότητες που συναντά καθηµερινά µετατράπηκαν σε αντικείµενο ενδελεχούς έρευνας – της πρώτης ανάλογης έρευνας στην Ελλάδα – που διενεργεί η 26χρονη ανθυποπλοίαρχος στο Πανεπιστήµιο Αιγαίου µε θέµα την ανάλυση των παραγόντων που επηρεάζουν την πρόσβαση της γυναίκας στο ναυτικό επάγγελµα.
Ο σηµαντικότερος παράγοντας είναι το δίχως άλλο η δηµιουργία οικογένειας. «Υπηρετούσα σε φορτηγό και το µπάρκο µου διαρκούσε ως δώδεκα µήνες, ενώ είχα δύο δίδυµα µωρά που τα κρατούσε στην Ελλάδα η γιαγιά. Τότε δεν υπήρχαν τα κινητά, µπορεί να κάναµε και έναν µήνα να µιλήσουµε µε το σπίτι µας αν περνούσαµε τον Ειρηνικό. Ευτυχώς τότε τοποθετούσαν µαζί τους συζύγους, έτσι τουλάχιστον ήµουν µαζί µε τον άνδρα µου. Σήµερα, οι ασφαλιστικές εταιρείες απαγορεύουν σε πρώτου βαθµού συγγενείς να σαλπάρουν µαζί, άρα τα πράγµατα είναι ακόµα πιο δύσκολα» υπογραµµίζει η ανθυποπλοίαρχος κυρία Ελένη Τσινιάρη. «Θυµάµαι άφησα τα δίδυµα δυόµισι ετών και τα ξαναβρήκα τριάµισι. Μου έλειπαν τροµερά. Οµως ήταν δύσκολα χρόνια, έπρεπε να κάνουµε υποµονή για να µαζέψουµε χρήµατα για το µέλλον µας» διηγείται. Τελικά εγκατέλειψε το ναυτικό όταν έµεινε έγκυος στο τρίτο της παιδί. Οι δίδυµοι γιοι της είναι και οι δύο υποπλοίαρχοι και η ίδια τονίζει ότι προσπάθησε να τους αποτρέψει. «Τους εξήγησα πόσο σκληρό είναι να στερείσαι την οικογένειά σου, τους µίλησα για όλα αυτά που δεν θα ζήσουν επειδή θα αρµενίζουν κάπου στον Ατλαντικό. Τελικά, υπερίσχυσε η αγάπη τους για τη θάλασσα. Μάλλον ρέει στο αίµα τους» καταλήγει.
Η ανθυποπλοίαρχος κυρία Νίκη ∆ελή έπεσε ήδη από το δεύτερο εκπαιδευτικό της ταξίδι σε… ναυάγιο, καθώς ήταν δόκιµος πλοίαρχος στο «Αβαντίς ΙΙΙ», ένα µικρό φορτηγό, που προσέκρουσε στη νήσο ∆ορούσα στον Αργοσαρωνικό, µε αποτέλεσµα να χάσει τη ζωή του ο 35χρονος µάγειρας του πλοίου. «Η ψυχολογία µου, όπως φαντάζεστε, ήταν σε άσχηµη κατάσταση µετά το ναυάγιο. Ωστόσο δεν τα παράτησα. Ετσι είναι η θάλασσα.
Ενας ναυτικός θα βιώσει και τα θετικά και τα αρνητικά φαινόµενα πολύ έντονα, µε τρόπους που ένας “στεριανός” δεν φαντάζεται» τονίζει µιλώντας στο «Βήµα της Κυριακής».
«Εχω γυρίσει όλον τον κόσµο δουλεύοντας σε γκαζάδικο και η εµπειρία µε γοητεύει. Ωστόσο η µοναξιά της θάλασσας επί µήνες, χωρίς να πιάνουν ούτε καν τα κινητά, µόνη µου ανάµεσα σε 30 άνδρες, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Συχνά νιώθω όλα τα βλέµµατα καρφωµένα επάνω µου.
Πρέπει να κρατώ καθηµερινά ισορροπίες για να κερδίσω τον σεβασµό. Να εργαστώ µε τους ναύτες σαν ναύτης, µε τους αξιωµατικούς σαν αξιωµατικός, µε τους άνδρες σαν άνδρας. Και ταυτόχρονα να παραµείνω γυναίκα. Αν δεν το αγαπάς αυτό το επάγγελµα, δεν µπορείς να συνεχίσεις. Οσοι άλλωστε φαντάζονται κοµψές πλοιαρχίνες µε κολλαριστές λευκές στολές θα εκπλαγούν µπροστά στη λερωµένη µε γράσα φόρµα εργασίας που φοράω» καταλήγει γελώντας η κυρία ∆ελή.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ