Η αναγγελία του ερχομού του Τίμοθι Γκάιτνερ στην Ευρώπη για τη συμμετοχή του μεθαύριο στο ECOFIN και η ταυτόχρονη παρέμβαση του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα μπλοκάρει ήδη εκ νέου το Βερολίνο, που τις τελευταίες δέκα μέρες είχε διαμορφώσει συστηματικά, για πρώτη φορά, κλίμα χρεοκοπίας και εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Οπως όλα δείχνουν, η νέα αμερικανική παρέμβαση έχει ήδη πετύχει το στόχο της που δεν ήταν άλλος από την αποφυγή ενός τέτοιου εκτροχιασμού, και μάλιστα πριν ακόμα ο Γκάιτνερ πατήσει καν το πόδι του στην Ευρώπη. Γι’ αυτό άλλωστε και η Ανγκελα Μέρκελ, σε χθεσινή της ραδιοφωνική συνέντευξη επιχείρησε προσωπικά πλέον να μαζέψει το φοβερό αλαλούμ που ανεύθυνα και επικίνδυνα για όλους δημιούργησε όλες αυτές τις μέρες το Βερολίνο…
Φυσικά, εσωτερικά δεν θα της είναι εύκολο: έχει μπροστά της μεθαύριο κι άλλες εκλογές να χάσει στο Βερολίνο, έχει την ψήφιση του προγράμματος στη Βουλή της που δεν θα είναι απλή υπόθεση, έχει και κάποιους δικούς της και, κυρίως, τους κυβερνητικούς εταίρους της αλλά και το γερμανικό Τύπο με το… μαχαίρι στο στόμα.
Όμως, όλα αυτά, είναι αποκλειστικά και μόνον δικό της έργο, προϊόν της σκληρής ηγεμονικής, εθνικιστικής πολιτικής που επί δύο χρόνια αμετάπειστα υπηρετεί, μέχρι που εμφανίζονται, για πολλοστή φορά, οι Αμερικανοί και κάνει με το ζόρι πίσω…
Επιπλέον, αυτή τη φορά, φαίνεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι το μόνο μη ευρωπαϊκό κράτος που έχει εργαστεί σε αυτή την κατεύθυνση, της ανάσχεσης των Γερμανών. Κι άλλες χώρες, εκτός Ε.Ε., που έχουν ενδιαφέρον να μην καταρρεύσει η Ελλάδα ειδικά αυτή τη στιγμή εργάστηκαν γι’ αυτό. Και πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένο ότι οι διεθνείς αυτές προσπάθειες πέτυχαν το στόχο τους: η Ελλάδα δεν θα κινδυνεύσει από τη μη καταβολή αυτής της δόσης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Αμερικανοί σταματούν τους Γερμανούς στην υπόθεση της ελληνικής κρίσης. Από τις παραμονές της δημιουργίας του «μηχανισμού» στις αρχές του 2010 μέχρι σήμερα, δεν υπήρξε κρίσιμη στιγμή κατά την οποία οι Αμερικανοί να μην παρέμβουν πυροσβεστικά όταν οι Γερμανοί, για τους δικούς τους λόγους και αξιοποιώντας βεβαίως πάντα τα όπλα που συστηματικά τους δίνει η ελληνική αναποτελεσματικότητα, έφταναν τα πράγματα στο απροχώρητο. Αυτό έγινε με το προηγούμενο ξαφνικό ταξίδι Γκάιτνερ, το ίδιο έγινε με τον Ομπάμα στη Ντοβίλ, το ίδιο με την επίσκεψη Μέρκελ στην Ουάσιγκτον κ.ο.κ.
Στο γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες παρεμβαίνουν με αυτό τον τρόπο πάντα στην κρίσιμη ώρα, αυτή η στήλη έχει πάρα πολλές φορές αναλυτικά επιχειρήσει να απαντήσει: η ουσία είναι ότι οι Αμερικανοί ούτε την Ευρώπη θέλουν να αφήσουν να γερμανοποιηθεί πλήρως, ούτε την Ελλάδα να δουν πτωχευμένη και αποσταθεροποιημένη, ειδικά σε μια στιγμή που τρίζουν συθέμελα η Μέση Ανατολή και η Βόρειος Αφρική, ούτε επίσης έχουν καμία διάθεση να υποστούν και οι ίδιοι τα ενδεχόμενα δεινά μιας πτώχευσης και των «μολύνσεων» που θα μπορούσε αυτή να μεταφέρει.
Με αυτή λοιπόν την ατζέντα, επί της ουσίας ήδη κλεισμένη, έρχεται ο Γκάιτνερ. Υπάρχει όμως ακόμα ένα σημαντικό για τους Αμερικανούς στοιχείο, το οποίο φάνηκε για πρώτη φορά τόσο καθαρά στις τελευταίες δηλώσεις Ομπάμα: βλέπουν, σε αντίθεση με τους Γερμανούς που κάνουν ότι δεν βλέπουν, ότι η Ελλάδα είναι μεν το σημαντικότερο πρόβλημα του ευρώ, αλλά δεν είναι το μόνο.
Όπως φαίνεται, οι Αμερικανοί εκτιμούν ότι σε περίπτωση που η γερμανική γραμμή περνούσε και η Ελλάδα χρεοκοπούσε και επέστρεφε στη δραχμή, αυτό όχι μόνον δεν θα βοηθούσε τη διεθνή κατάσταση, αλλά, αντιθέτως, τα δεδομένα, ιδίως για την Ιταλία, την Ισπανία θα μεταβάλλονταν άμεσα επί τα χείρω: η ασφυκτική πίεση που εμείς δεχόμαστε σήμερα θα μεταφερόταν ολόκληρη σε αυτές και η διεθνής τρικυμία κάθε άλλο παρά θα ηρεμούσε.
Ακόμα κι αν οι Γερμανοί καταφέρουν ενδεχόμενη ελληνική έξοδος να μη συνοδευθεί από σημαντικούς τριγμούς για το ευρώ και τις τράπεζες της ευρωζώνης- και μάλλον μπορούν να το πετύχουν– η ίδια η ευρωζώνη, προφανώς και δεν θα ηρεμήσει καθώς θα εξακολουθούσε να πολιορκείται ανελέητα σε νέους αδύναμους κρίκους.
Οι ουσιαστικές αιτίες που γεννούν τη γενικευμένη κρίση θα παραμείνουν και μάλιστα θα εκδηλωθούν πλέον σε χώρες πολύ μεγαλύτερου οικονομικού όγκου, που ήδη το πρόβλημα είναι μπροστά τους, χωρίς η Ελλάδα να έχει την παραμικρή σχέση με αυτό.
Ο δρόμος είναι συνεπώς ακόμα μακρύς. Το σημαντικό όμως, είναι ότι, με τη νέα αμερικανική παρέμβαση, η Ελλάδα κέρδισε πολύτιμο χρόνο: δεν θα βρεθεί, ακόμα τουλάχιστον, μόνη στο χάος και θα παραμείνει στα πράγματα, επιχειρώντας ταυτόχρονα σοβαρά να βελτιώσει όσο μπορεί τη θέση της, αλλά και παρακολουθώντας τις εξελίξεις μιας παγκόσμιας σύγκρουσης που ενώ διεξάγεται εν πολλοίς στο όνομά της, επί της ουσίας την υπερβαίνει, από κάθε άποψη, δραματικά.