Για όσους θυμούνται και δεν βαριούνται. Μολονότι η αντίδραση της βαρεμάρας δεν είναι άγνωστη στην Ιλιάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανίας (με ομόρριζο μάλιστα ρήμα: ανίαζον στο πρωτότυπο, Ψ 721 κ.ε.) απαντά στα «Αθλα επί Πατρόκλω» της εικοστής τρίτης ραψωδίας, όπου οι φίλαθλοι κατά τα άλλα Αχαιοί βαριούνται, όταν η πάλη (παλαισμοσύνη στο πρωτότυπο), με ανταγωνιστές τον Αίαντα και τον Οδυσσέα, τραβάει σε μάκρος δίχως αποτέλεσμα, στο σχήμα «ένα σου κι ένα μου». Αυτά στα υπόψη για το μονότονο θέμα της ημέρας, που επιμένει στις απολαβές, για τις οποίες έγινε λόγος την Κυριακή του Πάσχα. Τώρα που το σκέφτομαι: οι δύο συνεχόμενες γιορτές (της Ανάστασης και του Θωμά) δείχνουν πέρασμα από την πίστη στη δυσπιστία, ως όρο απαραίτητο για πιθανή επιστροφή από τη δυσπιστία στην πίστη. Κύκλος μεθοδικός, που εύχομαι να μην αποδειχτεί φαύλος στην καραμπινάτη κρίση που μας δέρνει.
Βρισκόμαστε πάντως με το καλό στην τέταρτη απολαβή, από τα κέρδη που προέκυψαν με τις αναγνώσεις ολόκληρης της Ιλιάδας στο Εθνικό Θέατρο για ένα εξάμηνο. Οι προηγούμενες τρεις, που ονομάστηκαν και αρχές, αφορούσαν σε δυσεύρετες αρετές της αφηγηματικής τέχνης, κατατεθειμένες στο θεμελιακό αυτό έπος με τρόπο παραδειγματικό, που μακάρι να τις προσέξουν και όσοι ασκούν στις μέρες μας την τέχνη της αφήγησης, εν μέρει (ή και εν όλω) ανυποψίαστοι. Θυμίζω τις επιγραφές τους: αρχή της αμοιβαίας ακρόασης· αρχή της αμοιβαίας διαθεσιμότητας· αρχή του ανταγωνισμού ανάμεσα στο διαθέσιμο αποθεματικό και στο ενδιάθετο δυναμικό.
Τέταρτη η σημερινή αρχή έχει να κάνει με την αφηγηματική διασταύρωση κυριολεξίας και μεταφοράς, όταν και όπου μάλιστα η μεταφορά παίρνει τη μορφή της παρομοίωσης, δομικό στοιχείο της αρχαϊκής επικής αφήγησης, ιδιαίτερα της ομηρικής, κατεξοχήν της ιλιαδικής. Περί αυτής ο λόγος, με μια προειδοποίηση: απορρίπτεται εξαρχής η σχολικής μάλλον καταγωγής αντίληψη ότι η παρομοίωση ανήκει στα κοσμητικά στοιχεία της αφηγηματικής ποίησης· πως διακοσμεί δηλαδή την κυριολεξία, για να μη γίνεται, στη μακρά και αδιάπτωτη συνέχειά της, βαρετή. Στους αντίποδες αυτής της αβασάνιστης, παραδοσιακής ερμηνείας προτείνεται εδώ ο λειτουργικός ορισμός και προορισμός της παρομοίωσης, προκειμένου να διακριθούν τα δύο συμπληρωματικά επίπεδα της επικής ποίησης: το πραγματικό από το φαντασιακό· το αντικειμενικό από το υποκειμενικό· εντέλει η αίσθηση από την παραίσθηση. Σ΄ αυτόν τον στόχο σκοπεύει η σημερινή δοκιμή, που χρωστά πολλά στις είκοσι τέσσερις αναγνώσεις του Εθνικού. Προηγούνται ωστόσο κάποια, λίγο πολύ, περιγραφικά στοιχεία, ανάμεσα στα οποία εξέχουν: το ρεπερτόριο, η συχνότητα και η μορφολογία της ομηρικής παρομοίωσης. Προτάσσεται το ρεπερτόριο, που είναι πράγματι εντυπωσιακό.
Σε εγγύτερη προσέγγιση ελέγχεται, ως προς τα συστατικά του στοιχεία και τις διαστάσεις του, κοσμολογικό, μακροσκοπικό και μικροσκοπικό: καλύπτει τόσο τον κόσμο των θεών όσο και προ παντός τον κόσμο των θνητών, ενώ συγχρόνως κινείται από τη γη προς τον ουρανό, καταλήγοντας και στον υποχθόνιο χώρο. Τα μετέωρα φιλοξενούνται τόσο με τα σταθερά τους σήματα (αιθέρας, ουρανός, ήλιος, σελήνη, άστρα, νύχτα- μέρα), όσο και με τα περιοδικά (νεροποντή, χιόνι, ανεμοθύελλα, αστραπή, βροντή, κτλ.). Τα επίγεια μοιράζονται σε στεριά και θάλασσα και επιμερίζονται σε βουνά, κοιλάδες, λειμώνες, ποτάμια, όχθες· στον πόντο, στις ακτές, στις τρικυμίες, στα ναυάγια. Με ζώα, πτηνά, έντομα, ερπετά, ψάρια κάθε λογής συστήνεται ο συνολικός πολυζωικός κόσμος, ενώ ο φυτικός με δάση, δέντρα, θάμνους και λουλούδια.
Σημαντικό εξάλλου μερίδιο έχουν όλα σχεδόν τα επιτηδεύματα του ανθρώπου: γεωργία, υλοτομή, κυνήγι, χειροτεχνία, οπλοτεχνία, μεταλλουργία, μετρητική, μαγειρική· αλλά και το τραγούδι, η μουσική, ο χορός, ακόμη η ίδια η αφήγηση. Προσθετέα στον κοσμολογικό αυτόν κατάλογο είναι: το χώμα, το νερό, η φωτιά, το φως και το σκοτάδι, αλλά και ο Αδης. Στο κέντρο, τέλος, του απέραντου αυτού παραβολικού κόσμου εντοπίζονται, ως ανεξίτηλα σήματα της ανθρώπινης μοίρας, τόσο η ειρηνική-ομιλητική ζωή όσο και προπαντός ο βίαιος θάνατος.
Συνολικά το ακροαματικό αυτό εικαστικό σύστημα παραμένει ανθρωποκεντρικό, στον βαθμό που πραγματικό και συντακτικό υποκείμενο του δεικτικού μέρους της παρομοίωσης είναι κατά κανόνα ο άνθρωπος, είτε ως επώνυμο πρόσωπο είτε ως προσηγορικό. Αυτή ωστόσο η ανθρωποκέντρωση του δεικτικού μέρους μετασχηματίζεται στο αναφορικό μέρος της παρομοίωσης σε αποκέντρωση, καθώς τα ηρωικά υποκείμενα τώρα φασματοποιούνται σε πολλαπλά είδωλα: σε λιοντάρια, για να φανεί η επιθετική τους γενναιότητα· σε θεόρατα κύματα, για να δηλωθεί η απειλητική τους ορμή· σε ανοιξιάτικα λουλούδια, για να αισθητοποιηθεί το πλήθος τους· σε γαϊδάρους, για να ακουστεί το ανυποχώρητο πείσμα τους· σε δρυς, για να εικονιστεί η αμυντική τους αντίσταση. Συνεχίζεται.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ