Οταν, πριν από τρία χρόνια, ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, η κόρη του Ιωσηφίνα Μαρκαριάν τού είπε ότι ένας τούρκος σκηνοθέτης, μέγας θαυμαστής των βιβλίων του αλλά και των σεναρίων του στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ήθελε πάση θυσία να τον γνωρίσει. Ο Μάρκαρης συμφώνησε και η συνάντηση έγινε σε ένα από τα εστιατόρια της πόλης.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο Χουσεΐν Καραμπέι, ο οποίος βρισκόταν στο Φεστιβάλ για την παρουσίαση του ντοκυμαντέρ του «Μy Μarlon and Βrando», είπε στον Μάρκαρη ότι μένει στα Ταταύλα χρησιμοποιώντας την ελληνική απόδοση της περιοχής στην Κωνσταντινούπολη την οποία οι Τούρκοι ονομάζουν Κουρτουλούς. Ο συγγραφέας έδειξε ενδιαφέρον και ζήτησε από τον Χουσεΐν περισσότερες λεπτομέρειες για την περιοχή. Εκείνος του μίλησε για τον μαντρότοιχο της εκκλησίας του περιβολιού, του Αγίου Δημητρίου, και για την πολυκατοικία λίγο πιο πάνω δεξιά η οποία λέγεται Ναρίν.
Ο Μάρκαρης τα έχασε. «Στην Τουρκία όλες ανεξαιρέτως οι πολυκατοικίες έχουν ονομασία» μας λέει. Πολλές φορές μάλιστα το όνομα της πολυκατοικίας αναγράφεται στους ταχυδρομικούς φακέλους για τη διευκόλυνση της δουλειάς του τα χυδρόμου. Γιατί όμως το όνομα μιας πολυκατοικίας στην Κωνσταντινούπολη προκάλεσε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον στον Μάρκαρη; «Αμέσως ρώτησα τον Χουσεΐν σε ποιον όροφο μένει. “Στον πέμπτο” μου απάντησε. Ε, εγώ όσο ζούσα στην Πόλη κατοικούσα στον τέταρτο της ίδιας πολυκατοικίας».
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τη συγκίνηση που ένιωσαν, τόσο ο συγγραφέας για τις αναμνήσεις που ανασύρθηκαν αυτομάτως χάρη σε αυτή τη σύμπτωση όσο και ο σκηνοθέτης που έμαθε ότι ένα από τα είδωλά του διέμενε στο ίδιο οίκημα με εκείνον. Το βούρκωμα έδωσε τη θέση του στο γέλιο και το γέλιο έφερε στο προσκήνιο τις ερωτήσεις του Μάρκαρη σχετικά με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν πια η πολυκατοικία όπου είχε μεγαλώσει. «Η πρόσοψη παρέμενε ίδια, μου είπε ο Χουσεΐν, αλλά το πίσω μέρος είχε αλλάξει ριζικά».
Η συνάντηση ολοκληρώθηκε και ο Χουσεΐν Καραμπέι επέστρεψε στην Τουρκία. Εξι μήνες αργότερα ο Μάρκαρης δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον Καραμπέι: του πρότεινε μια κινηματογραφική συνεργασία. Εχοντας επεξεργαστεί καλά μέσα του το περιστατικό της συνάντησής τους, είχε σκεφθεί την ιδέα έξι ταινιών μικρού μήκους οι οποίες θα συνέθεταν μια μεγάλου μήκους ταινία για την Κωνσταντινούπολη, σκηνοθετημένες η καθεμιά από διαφορετικό σκηνοθέτη.
«Τη γενική εποπτεία των σεναρίων θα είχε ο Πέτρος Μάρκαρης και κανένας Τούρκος δεν θα σκηνοθετούσε» αναφέρει στο «Βήμα» ο Χουσεΐν Καραμπέι, ο οποίος αυτή τη φορά κράτησε για τον εαυτό του τον ρόλο του συντονιστή της παραγω γής αλλά και την καλλιτεχνική εποπτεία. Η ταινία επρόκειτο να τιτλοφορηθεί «Do not forget me, Ιstanbul» («Μη με ξεχάσεις, Κωνσταντινούπολη»). «Η Κωνσταντινούπολη είναι μια χαοτική,πολυσυλλεκτική πόληκαι αυτό θέλαμε:μια χαοτική,πολυσυλλεκτική ταινία» είπε ο Καραμπέι. «Ο Πέτρος Μάρκαρης θα ήταν η ψυχή της».
Η ιδέα άρεσε στον Μάρκαρη και έτσι άρχισε η περισυλλογή των σκηνοθετών. Πρόκειται για τον Παλαιστίνιο Χανί Αμπου Ασάντ, ο οποίος είχε κάνει το διακεκριμένο «Ρaradise now», τον μισό Παλαιστίνιο- μισό Δανό Ομάρ Σαργκάουι («Go with peace Jamil»), τον Σέρβο Στεφάν Αρσένιεβιτς («Love and other crimes»), τον Αμερικανοαρμένιο Ερικ Ναζαριάν, τη Βόσνια Αϊντα Μπέγκιτς και από ελληνικής πλευράς τον Στέργιο Νιζήρη, σκηνοθέτη της ταινίας «Είναι ο Θεός μάγειρας;», ο οποίος ήταν παρών στην πρώτη συνάντηση Μάρκαρη- Χουσεΐν. Ο Μάρκαρης βρέθηκε μαζί τους στις αρχές του περυσινού Ιουνίου και ύστερα από ένα workshop αρκετών ημερών δημιουργήθηκε το γενικότερο πλαίσιο της ταινίας, η οποία την περασμένη Παρασκευή έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κωνσταντινούπολης.
Το τελευταίο κομμάτι τού «Do not forget me, Ιstanbul», όμως, θα ήταν εντελώς ξεχωριστό από τα υπόλοιπα και θα απαιτούσε μια ακόμη πιο έμπρακτη συμμετοχή του Πέτρου Μάρκαρη. Ο επίλογος επρόκειτο να είναι η κινηματογράφηση της επιστροφής του συγγραφέα στην πόλη των παιδικών χρόνων του την οποία είχε αφήσει πριν από μισό αιώνα. Ιδέα του Καραμπέι ήταν το γύρισμα αυτού του επιλόγου να πραγματοποιηθεί σε σκηνοθεσία της κόρης του Μάρκαρη, της σκηνοθέτριας Ιωσηφίνας Μαρκαριάν. «Είχα ξαναπάει βεβαίως στην Πόλη όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε που φύγαμε, στο ίδιο το σπίτι όμωςποτέ» λέει ο συγγραφέας.
Στην ουσία βλέπουμε τον Μάρκαρη να διασχίζει την Πόλη, να μπαίνει στα Ταταύλα, να φθάνει στο σπίτι και να καταλήγει στην πίσω βεράντα του διαμερίσματος των παιδικών χρόνων του, η πόρτα της οποίας παρέμενε κλειστή όλα αυτά τα χρόνια. «Ο ίδιος ο πατέρας μου την είχε κλείσει.Ηταν μια ανοιχτή βεράντα στην οποία είχε βάλει μια τζαμαρίαφτιάχνοντας κάτι σαν ημιυπαίθριο.Του άρεσε πολύ να κάθεται εκεί.Η βεράντα υπάρχει ακόμη όπως την είχαμε αφήσει. Δεν την πείραξε κανείς».
Ο Μάρκαρης δεν κρύβει τη συγκίνησή του. «Ανέβηκα τα ίδια σκαλιά που ανέβαινα πάντα,μπήκα στο ίδιο διαμέρισμα που είχα αφήσει τότε.Το μόνο που είχε αλλάξει ήταν η πόρτα ασφαλείαςπου είχε μπει πια στη θέση της παλιάς και η εσωτερική διακόσμηση από τους νέους ιδιοκτήτες. Ολα τα άλλα ήταν ίδια». Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της επιστροφής στο σπίτι των παιδικών χρόνων του; «Η σύγκρουση της μνήμης με την πραγματικότητα.Με έκανε κουρέλι».
«Το σπίτι που ανέκαθεν δημιουργούσε στον πατέρα μου συναισθηματικότητα ήταν αυτό της Χάλκης, όπου γεννήθηκε» λέει η Ιωσηφίνα Μαρκαριάν. «Στην πορεία και κυρίως λόγω της τεράστιας αυτής σύμπτωσης δημιουργήθηκε ένα μεγαλύτερο δέσιμο του πατέρα μου με το σπίτι στα Ταταύλα». Αρχικώς ο μεν Καραμπέι ήθελε να κάνει ένα μεγάλου μήκους ντοκυμαντέρ με πυρήνα τον Μάρκαρη και το σπίτι, η δε Μαρκαριάν σκεπτόταν μια μικρού μήκους ταινία. «Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα της ταινίας “Do not forget me, Ιstanbul”.Ο Χουσεΐν ήθελε να εστιάσει στο πώς η Κωνσταντινούπολη συνδέει όλους τους ανθρώπους».
Η μεγαλύτερη δυσκολία που έπρεπε να αντιμετωπίσει η Μαρκαριάν ήταν «η ισορροπία ανάμεσα στην αποστασιοποίηση που απαιτούνταν για να μην εκλαϊκευθεί το θέμα και στη μη αποστασιοποίηση που επίσης χρειαζόταν για να μη χαθεί το συναίσθημα». Η συμφωνία που είχε κάνει από την αρχή ήταν να κινηματογραφήσει τον πατέρα της τη στιγμή που θα έμπαινε στο σπίτι για πρώτη φορά από το 1960. «Αυτή η στιγμή ήταν η πιο δύσκολη και για τους δυο μας. Για μένααυτή η εμπειρία ήταν ένα ταξίδι για να μάθω τον πατέρα μου καλύτερα.Ψάχνοντας τα παιδικά χρόνια ενός ανθρώπου αναγκαστικά ανακαλύπτεις πράγματα που ενδεχομένως να μην είχες ως τότε συνειδητοποιήσει.Οπως επίσης ανακαλύπτεις πράγματα που,ενώ θεωρούσες δεδομένα,δεν ήταν».
«Είμαι Χαλκινός και οι Χαλκινοί είναι μικροαστοί,σε αντίθεση με τους Πριγκιπιανούς που είναι μεγαλοαστοί.Αυτή η διαφορά μεταξύ μας είχε πολύ μεγάλη σημασία,γιατί την εποχή της εφηβείας μου κάθε Σάββατο απόγευμα πηγαίναμε στο ξενοδοχείο “Splendid” στην Πρίγκιπο για να πιούμε τζιν φις,όπως το λέγαμε τότε.Τελείωσα το λύκειο το 1957, άρα μιλάμε για την περίοδο 1954-1959. Στόχος μας βέβαια ήταν να δούμε τα κοριτσάκια.Αυτό μας έκαιγε.Τα κοριτσάκια όμως γνώριζαν ότι ήμασταν μικροαστοί και μας είχαν κυριολεκτικά φτυσμένους.Δεν μας πείραζε.Καθόμασταν σε μια γωνιά και κοιτάζαμε.Σήμερα το “Splendid” δεν έχει το μεγαλείο εκείνης της εποχής,αλλά το έχουν αναστηλώσει και παραμένει ένα επιβλητικό ξενοδοχείο».
«Οπως ανεβαίνεις από τη Μακρόσκαλα προς το “Splendid”, δύο σπίτια προτού φτάσεις στο ξενοδοχείο,υπάρχει αριστερά ένα ξύλινο ερείπιο.Σε αυτό το σπίτι είχε μείνει για μήνες ο Λέων Τρότσκιόταν πέρασε για ένα πεντάμηνο από την Πρίγκιπο.
Ακόμη και οι νεότεροι νησιώτες το γνωρίζουν».
«Το ιστορικό σινεμά όπου πηγαίναμε όλοι είναι το περίφημο ΕΜΕΚ στο Πέρα.Η κόρη μου μάλιστα το δείχνει στον επίλογο του “Do not forget me,Ιstanbul”. Η τραγωδία είναι ότι το ΕΜΕΚ βρίσκεται μέσα σε ένα συγκρότημα κτιρίων που λέγεται Circle d΄ Οrient,χτισμένο από έναν σπουδαίο γάλλο αρχιτέκτονα των αρχών του 20ού αιώνα ονόματιΑλεξάντρ Βαλορί. Δυστυχώς αυτό το καταπληκτικό κτίριο είναι ένα ερείπιο το οποίο γκρεμίζουν για να κάνουν εμπορικό κέντρο.Η αδελφή μου δεν περνά από εκεί πια γιατί θλίβεται. Ακόμη και τώρα που το έχουν εγκαταλείψει παραμένει ένα επιβλητικό κτίριο.Αυτή είναι η κατάρα χωρών όπως η Ελλάδα και η Τουρκία.Σε αυτές τις χώρες εκσυγχρονισμός σημαίνει να γκρεμίσεις το παλιό».
«Στο ίδιο συγκρότημα που θα γκρεμιστεί βρισκόταν το “Τοκατλιάν”, το περίφημο ξενοδοχείο των διπλωματών.Στο εστιατόριό του έτρωγε οΚεμάλ Ατατούρκ.Είχα έναν θείο,τον Γιάννη,ο οποίος δούλευε γκαρσόνι εκεί.Ο θείος Γιάννης είχε ύφος τουλάχιστον βαρόνου όταν μας έλεγε“χθες σερβίρισα τον πασά”- πασάς ήταν ο Ατατούρκ.Ο άνθρωπος ανέβαινε κοινωνικά επειδή σέρβιρε τον Κεμάλ!».
«Στο κτίριο του Circle d΄ Οrient υπήρχε και υπάρχει ακόμη ένα ζαχαροπλαστείο,το ΙΝCΙ.Το είχε ένας Ρωμιός που έφτιαχνε τα καλύτερα προφιτερόλ της Πόλης.Κάθε Σάββατο μετά το ΕΜΕΚ πηγαίναμε για να φάμε προφιτερόλ στο ΙΝCΙ.Ηταν ένα γεγονός.Αυτός που το έχει σήμερα μου είπε κλαίγοντας:“Την τέχνη που κάνω σήμερα την έμαθα από τον Ρωμιό στον οποίο δούλευα βοηθός.Αυτός μου την έμαθε.Τώρα που το κτίριο θα γκρεμιστεί θα φύγω κι εγώ,θα φύγει και η τέχνη.Τελείωσε!”.Τι να πω; Α,ρε γαμώτο! Α,ρε γαμώτο!».
«Ο,τι καλύτερο είχαμε στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80 το δίναμε στην Τουρκία και το αντίθετο»λέει ο Στέργιος Νιζήρης,ο σκηνοθέτης του ελληνικού επεισοδίου τού «Do not forget me,Ιstanbul».«Οταν πήγα στην Τουρκία τη δεκαετία του ΄90 έμαθα τους Γενί Τουρκού που έπαιζαν τραγούδια του Μάνου Λοΐζου μεταφρασμένα με πολύ σοβαρό τρόπο.Γινόταν δουλειά ακόμη και στα φωνήματαώστε η τουρκική φορά του λόγου να μοιάζει με την ελληνική εκφορά.Τους δίναμεΘεοδωράκη , μας έδινανΛιβανελί».
Ο σκηνοθέτης θεωρεί ότι η πολιτισμική κρίση ανάμεσα στις δύο χώρες ξεκίνησε«όταν “άνοιξαν οι πόρτες”,από το 1999 και μετά.Αυτό που άρχισε να ανταλλάσσεται ήταν το χειρίστης ποιότητας τραγούδι και το κουμάντο πια το έκαναν οι έμποροι.Οταν υπήρχε εχθρότητα και μηδαμινή επαφή,ο δρόμος άνοιγε πάντα από πολύ ενδιαφέροντες καλλιτέχνες».
Για τον ίδιο,όμως,ο οποίος απέκτησε επαφή με τον Χουσεΐν Καραμπέι σε φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους,ακόμη και σήμερα υπάρχει η δυνατότητα μιας σοβαρής συμπαραγωγής «στον αντίποδα του κλωτσοσκουφιού της τηλεόρασης.Το “Do not forget me,Ιstanbul” έχει πραγματικά ενδιαφέρον,είναι ένα έργο ουμανιστικό και ανθρώπινο.
Στην ίδια κατεύθυνση θα μπορούσε να γίνει κάτι περισσότερο μεταξύ μας».Ηδη,άλλωστε,ο Καραμπέι βοηθά τον Νιζήρη στη δημιουργία μιας μεγάλου μήκους ταινίας που θα έχει επίσης σχέση με την Κωνσταντινούπολη και στην οποία θα πρωταγωνιστεί Τούρκος.
«Δουλεύοντας με Ελληνες μου έκαναν εντύπωση η πειθαρχία και ο συγχρονισμός τους,κάτι που δεν βρίσκεις εύκολα στην Τουρκία» λέει ο Ταϊφούν Πιρσελίμογλου,σκηνοθέτης της διακεκριμένης ταινίας «Η περούκα» (2009), επίσης ελληνοτουρκικής συμπαραγωγής. «Βέβαιαδεν είμαι σίγουρος αν αυτό έχει να κάνει με τη χώρα ή με την εταιρεία.Θεωρώ ότι τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Ελληνες έχουμε κοινά ελαττώματα αλλά και αρετές.Αυτό που είναι ίσως λίγο πιο έντονο στην Τουρκία είναι ότι η μοίρα έχει να κάνει πολύ με το πώς θα “προχωρήσει” ένα πρότζεκτ και γι΄ αυτό δεν μπορούμε πάντα να έχουμε τον έλεγχο στις διαδικασίες».
Σε ό,τι αφορά το ελληνικό σκέλος της «Περούκας» η ταινία χρηματοδοτήθηκε από τονΝίκο Μουστάκα και την εταιρεία του Graal, η οποία είχε συνεργαστεί με τον Πιρσελίμογλου και στην πρώτη ταινία του «Riza».«Οι ελληνοτουρκικές συνεργασίες είναι πάντα πιθανές και δυνατέςακριβώς επειδή Ελληνες και Τούρκοι έχουμε αρκετά παρόμοια νοοτροπία και απόψεις»λέει ο σκηνοθέτης.
«Εξάλλου είναι μια συνεργασία όπου μετράει πολύ και ο ανθρώπινος παράγοντας,η επικοινωνία ανάμεσα στους δύο λαούς.Ελπίζω και στην επόμενη ταινία μου να εργαστώ με έλληνες καλλιτέχνες και συνεργείο.Ισως είναι ακόμη πιο εύκολολόγω και του “συναισθηματισμού” που εκπέμπουμε και οι δύο λαοίκαθώς κινούμαστε πολύ με το συναίσθημα».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ