Με αφορμή τηλεοπτικές συζητήσεις και δημοσιεύματα στον Τύπο σχετικά με το 1821, ο ομότιμος καθηγητής της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας και ακαδημαϊκός κ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, έστειλε ανακοίνωση, με τη σύμφωνη γνώμη της επί τούτο συσταθείσης Επιτροπής εξ Ακαδημαϊκών, η οποία γράφει:
«Ο πρόσφατος εορτασμός της 190ης επετείου της Παλιγγενεσίας, σε συνδυασμό με την προβολή διαφόρων απόψεων για την Επανάσταση του 1821, επιβάλλει την διατύπωση γνώμης, χάριν τόσο των παλαιοτέρων όσο και των νεωτέρων Ελλήνων. Προκειμένου να επιχειρηθεί η συνολική επιστημονική θεώρηση του αγώνα για την ανεξαρτησία, θα όφειλαν να υπογραμμιστούν όσοι παράγοντες συνετέλεσαν κυρίως, σε συνάρτηση και με τον γεωγραφικό χώρο, στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων: γλώσσα, μνήμες από το ιστορικό παρελθόν, ορθόδοξη πίστη.
Είναι απαράδεκτη η σύνδεση της έννοιας του έθνους με την έννοια του κράτους: η πρώτη ουδόλως προϋποθέτει, στην ελληνική περίπτωση, την ύπαρξη της δεύτερης. Ο ελληνισμός επιβίωσε επί χιλιετίες. Το ελληνικό έθνος στη νεώτερη διαδρομή του μορφοποιήθηκε κατά τις αρχές του 13ου αιώνα. Η ταύτιση της αφετηρίας του με τη δημιουργία της νεώτερης Ελλάδος ως κράτους, αντιφάσκει με την επιστημονική αλήθεια. Είναι επιβεβλημένο να τονιστεί επίσης ότι, πέρα από την αντιπαράθεση μουσουλμάνων και χριστιανών, ο διαχωρισμός Ελλήνων και Τούρκων εξέφρασε επί μακρούς αιώνες την καταλυτική κατεξοχήν αντίθεση μεταξύ δυνάστη και υποτελούς, γεγονός που εξηγεί και την διαχρονική δυναμική της.
Η βίωση από τους Ελληνες της ελευθερίας συνεπαγόταν, σύμφωνα με το κλασικό δόγμα του πολιτικού φιλελευθερισμού, δεκτό από την Γαλλική Επανάσταση και τους δημοκρατικά σκεπτόμενους πολίτες, όχι μόνο το δικαίωμα των υπόδουλων να την διεκδικούν, αλλά και την αντίστασή τους με κάθε τρόπο κατά του τυράννου που την στερεί. Ο αβασάνιστος επηρεασμός από ακραίες σύγχρονες τάσεις ισοπεδωτικής εξίσωσης μεταξύ ατόμων ή λαών, φορέων διαφορετικών αντιλήψεων και επιδράσεων, είναι επιστημονικά αβάσιμος. Τέλος πρέπει να εξαρθούν όλα τα μείζονα γεγονότα και οι ηγετικές μορφές της Επαναστάσεως και να τονιστεί ότι η δημιουργία ελληνικού ζητήματος και φιλελληνικού ρεύματος διεθνώς, οφείλονται στην αναπάντεχη επιβίωση επί τρία χρόνια του αγώνα για την ανεξαρτησία με μόνες τις δυνάμεις του.
Πρέπει να αποφευχθεί η υπερβολική ενασχόληση με εσωτερικές διαφορές και διενέξεις σε βάρος της αναφοράς στο καταλυτικό φαινόμενο της εθνικής απελευθερωτικής συνέγερσης.
Η παραφθορά ή η παράβλεψη εξ ίσου σημαντικών φαινομένων δεν προσφέρεται για την κατανόηση και την ερμηνεία της Ελληνικής Επαναστάσεως».