Οταν ταξιδεύω προσπαθώ πάντα να πηγαίνω σε μουσεία –έχω δε ιδιαίτερη αδυναμία στις περιοδικές εκθέσεις. Μάλλον με διακατέχει το αμιγώς νεοελληνικό σύνδρομο «τις μόνιμες εκθέσεις όλο και κάποια άλλη φορά θα τις δω, δε βαριέσαι».
Πρόσφατα βρέθηκα στη μακρινή Κοπεγχάγη. Η άνοιξη είχε αρχίσει δειλά δειλά να εμφανίζεται –ναι, έχουν κι εκεί άνοιξη, μπορεί χωρίς νεραντζιές, αλλά με λίμνες και με πάρκα και με άλλα τέτοια εξωτικά. Διέσχισα με τα πόδια την πόλη και κατέληξα στην Εθνική Πινακοθήκη της Δανίας. Εκεί όπου, για ακόμα λίγες ημέρες, φιλοξενείται η έκθεση The Brazil Series του Bob Dylan.
Ο Ντίλαν ζωγραφίζει από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. 69 ετών σήμερα, πρόσφατα ζωγράφισε 40 πίνακες κατά παραγγελία της Εθνικής Πινακοθήκης. Η πινακοθήκη είχε, λέει, εντυπωσιαστεί από την έκθεση The Drawn Blank Series που είχε παρουσιαστεί το 2007 στο Chemnitz της Γερμανίας και έτσι γεννήθηκε η ιδέα.
Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι ο Ντίλαν διάλεξε ως θέμα του τη Βραζιλία: τις φαβέλες, τις πληθωρικές πόρνες, τους αστυνόμους, τη ζούγκλα, τις παραλίες. Ζωγράφισε σκηνές ηδονής και παρακμής για να τις εκθέσει σε μία από τις πλέον διαφορετικές πόλεις στον κόσμο. Στην Κοπεγχάγη. Η αντίθεση αυτή, από μόνη της, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Και διασκεδαστική.
Οι Δανοί επιμελήθηκαν τη βραζιλιάνικη έκθεση του Αμερικανού καλλιτέχνη με σκανδιναβικό επαγγελματισμό. Εξαιρετικά επιτοίχια κείμενα στα δανέζικα και στα αγγλικά, η ζωή του, η μουσική πορεία του, οι ανησυχίες του ως προς τις εικαστικές τέχνες, μερικά λόγια του («Αν μπορούσα να εκφράσω τα ίδια πράγματα με ένα τραγούδι, θα είχα γράψει το τραγούδι»). Αντίθετα με αυτό που περίμενα, η έκθεση δεν είχε καθόλου μουσική.
Σε μια γωνιά, πίσω από κάποια πάνελ, δύο οθόνες έπαιζαν παράλληλα. Στη μία προβάλλονταν τα έργα της έκθεσης, ενώ στην άλλη τέσσερις άνθρωποι τα σχολίαζαν: ο Κάσπερ Μόνραντ, επιμελητής τη έκθεσης, μία νεαρή μουσουλμάνα δασκάλα, μία συνταξιούχος νοσοκόμα, και ένας οκτάχρονος μαθητής. Εξαιρετικό.
Οι κριτικοί, Δανοί και ξένοι, δεν εντυπωσιάστηκαν από τα έργα του Ντίλαν. Τα χαρακτήρισαν ερασιτεχνικά, κακότεχνα: «Όταν μιλάμε για μουσική, ο Ντίλαν είναι ένας από τους μεγάλους Πικάσο του 20ου αιώνα. Δεν ισχύει το ίδιο και για τη ζωγραφική του», έγραψε ένας κριτικός στην ημερήσια εφημερίδα Berlingske.
Αν και εν μέρει συμφωνώ, τα έργα δεν είναι αριστουργήματα, φεύγοντας αγόρασα τον οδηγό της έκθεσης και δύο αφίσες. «Ο οδηγός μιας έκθεσης είναι αυτό που μένει τελικά», μου είχε πει πριν λίγους μήνες μία γυναίκα που εκτιμώ πολύ. Και αποφάσισα ότι θα συμφωνήσω. Ίσως οι παραλληλισμοί με τον Καραβάτζιο να είναι λίγο τραβηγμένοι, αλλά ο οδηγός είναι πλήρης και πολύ καλογραμμένος.
Αφού έφυγα από την πινακοθήκη, συνάντησα ένα Δανό φίλο μου. Είχε δει κι εκείνος την έκθεση, και του φάνηκε κακή. «Αυτό που με προβλημάτισε», μου είπε, «είναι ότι αν ο ζωγράφος δεν ήταν ο Dylan, αυτά τα έργα δε θα έμπαιναν ποτέ στην Εθνική Πινακοθήκη της Δανίας. Για την ακρίβεια πιστεύω ότι η θέση τους δεν είναι εκεί. Η θέση τους είναι σε κάποιο χώρο με μουσικό χαρακτήρα». Δεν ξέρω αν συμφωνώ. Ίσως έχει δίκιο.
Σήμερα, εδώ στην Αθήνα, σκέφτομαι ότι χαίρομαι που πήγα στην έκθεση. Χαίρομαι που αγόρασα τον κατάλογο. Και χαίρομαι που αγόρασα αυτές τις δύο αφίσες. Μου αρέσουν πολύ. Δεν ήμουν ποτέ φανατική θαυμάστρια της μουσικής του Μπομπ Ντίλαν. Τολμώ, λοιπόν, να παραδεχτώ ότι τουλάχιστον αυτοί οι δύο πίνακες μου αρέσουν περισσότερο από πολλά τραγούδια του.