«Ως το 2010 η Ευρώπη θα είναι η πιο ανταγωνιστική, βασισμένη στη γνώση, οικονομία παγκοσμίως, με οικονομική ανάπτυξη και αύξηση των θέσεων εργασίας κατά 20 εκατομμύρια». Αυτό ανέφερε η «Ατζέντα» ή η «Στρατηγική της Λισαβόνας», όπως έγινε γνωστή η συμφωνία των ευρωπαίων αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της πορτογαλικής πρωτεύουσας τον Μάρτιο του 2000.
Μία δεκαετία αργότερα, η Ευρώπη βρίσκεται στην τελευταία θέση της παγκόσμιας κατάταξης όσον αφορά την ανάπτυξη. Τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) αναπτύχθηκε κατά 14%, η οικονομία της Βόρειας Αμερικής αυξήθηκε κατά 18%, της Λατινικής Αμερικής κατά 39%, της Αφρικής κατά 63%, της Μέσης Ανατολής κατά 60%, της Ρωσίας κατά 59%, της Νότιας Κορέας και της Σιγκαπούρης κατά 52%, της Ινδίας κατά 104% και της Κίνας κατά 171%.
Η οικονομική ανάπτυξη που επιδίωκαν οι ευρωπαίοι ηγέτες και την οποία μεταξύ άλλων ήθελαν να πετύχουν με περαιτέρω προστασία του περιβάλλοντος και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή- στόχοι καθ΄ όλα επιθυμητοί που όμως αποδείχθηκαν ότι δεν αποτελούν αναπτυξιακή στρατηγική- παραμένει και σήμερα το ζητούμενο για τη Γηραιά Ηπειρο.
Την ίδια δεκαετία η Ευρώπη έζησε με το δικό της ενιαίο νόμισμα, το οποίο σήμερα δοκιμάζεται. Το ευρώ ήταν ένα απαραίτητο βήμα για να παγιωθεί η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, αφού οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις των εθνικών νομισμάτων των κρατών-μελών υπονόμευαν την ύπαρξή της.
Η κυκλοφορία του ευρώ ήταν ένα βήμα σε μια σειρά βημάτων στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επρεπε όμως να ακολουθήσουν και άλλα βήματα προς την κατεύθυνση κυρίως της κοινής οικονομικής και κυρίως δημοσιονομικής πολιτικής, τα οποία δεν έγιναν.
Βεβαίως, για 10 χρόνια το ευρώ λειτούργησε πολύ καλά χωρίς δημοσιονομική ένωση. Οταν όμως ήλθε η κρίση, μετά την κατάρρευση της Lehman Βrothers και τη μετατροπή της πιστωτικής κρίσης σε κρίση δημόσιου χρέους, η δεκαετία κατά την οποία δεν υπήρξε περαιτέρω πρόοδος στην ολοκλήρωση της ΕΕ εμφανίστηκε ως η μεγάλη αδυναμία της ευρωζώνης και έδωσε πάτημα στις αγορές να κερδοσκοπήσουν τεστάροντας την αντοχή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Η αντίδραση των ευρωπαίων ηγετών φέρνει πιο κοντά τη δημοσιονομική ένωση, διότι ο ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης είναι ένα δημοσιονομικό εργαλείο. Ωστόσο η οδηγία των Βρυξελλών για τα κράτη με μεγάλα ελλείμματα αφορά πάγωμα μισθών και συντάξεων, διακοπή όλων των προσλήψεων, μείωση των επιδομάτων, περιορισμό των δημοσίων δαπανών σε όλους τους τομείς, πάγωμα των δημοσίων επενδύσεων, απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και των ασφαλιστικών εισφορών και στοχευμένη αύξηση των φόρων εισοδήματος. Τα μέτρα αυτά ασφαλώς περιορίζουν βραχυχρόνια το δημόσιο έλλειμμα, αλλά πνίγουν την οικονομία και οδηγούν σε κοινωνικές αδικίες. Η αποτελεσματικότητά τους είναι αμφισβητήσιμη, διότι ναι μεν τη χρονιά που λαμβάνονται έχουν αποτέλεσμα, αλλά δεν αντιμετωπίζουν το ζήτημα της ανάπτυξης από το οποίο θα εξαρτηθεί εν πολλοίς η μακροχρόνια επιτυχία τους. Διότι χωρίς ανάπτυξη δεν υπάρχουν φορολογικά έσοδα που θα γεμίσουν τα δημόσια ταμεία.
Ετσι λοιπόν σήμερα η Ευρώπη έχει να λύσει το ζήτημα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και ταυτόχρονα να τονώσει την ανάπτυξη για να μπορέσει να ακολουθήσει τον υπόλοιπο κόσμο που κινείται σε διαφορετική ταχύτητα, ιδιαίτερα οι αναπτυσσόμενες οικονομίες. Μια καθόλου εύκολη άσκηση για τους ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι θα πρέπει να δώσουν έμφαση στην ανάπτυξη παρά τις πιέσεις της Γερμανίας για δημοσιονομική πειθαρχία.