Σε μια ιστορία του Ε.Τ. Χόφμαν, ένας αξιοπρεπής δημοτικός σύμβουλος κάθεται με το νυχτικό στο δωμάτιό του περιστοιχισμένος από παλιά χειρόγραφα. Η πόρτα του έχει ένα μπρούντζινο ρόπτρο. Το μπρούντζινο ρόπτρο όμως παίρνει ενίοτε την απαίσια μορφή μιας πωλήτριας μήλων. Μερικές φορές το μπρούντζινο ρόπτρο του κλείνει το μάτι σαν την πωλήτρια μήλων και άλλοτε η πωλήτρια μήλων συμπεριφέρεται σαν ρόπτρο. Ο κύριός της, τώρα, ο αξιοσέβαστος δημοτικός σύμβουλος, άλλοτε κάθεται στην πολυθρόνα του, άλλοτε μπαίνει σε ένα μπολ με ποντς, αναμειγνύεται με τους οινοπνευματώδεις ατμούς και χάνεται στον αέρα. Μερικές φορές πάλι διαλύεται μέσα στο ποντς, αφήνεται να τον πιουν οι άλλοι άνθρωποι κι αρχίζει να ζει διάφορες αλλόκοτες περιπέτειες. Πρόκειται για μια φανταστική ιστορία, χαρακτηριστική του είδους εκείνου που ανέπτυξε ο Χόφμαν, ενός είδους που του χάρισε παγκόσμια φήμη. Κάθε φορά που αρχίζεις μια ιστορία του, ποτέ δεν ξέρεις πώς θα καταλήξει. Υπάρχει μια γάτα στο δωμάτιο. Η γάτα αυτή μπορεί να είναι γάτα, μπορεί όμως να είναι ένας άνθρωπος που έχει μεταμορφωθεί.
Τα αδιόρατα σύνορα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας απασχολούν έντονα τον Βασίλη Μαυρογεωργίου. Εκεί θέλει να υπάρχει, εκεί να κινείται, εκεί να αναζητεί την έμπνευσή του. Ο Μαυρογεωργίου εξάλλου αντιπαθεί τον ρεαλισμό φύσει και θέσει: «Ο ρεαλισμός, κυρίες και κύριοι, είναι ένα σύννεφο πεζότητας που σκεπάζει τον κόσμο…» λέει χαρακτηριστικά ο Γιώργος, κεντρικός ήρωας της «Τεράστιας έκρηξης».
Δεν είναι ότι ο Γιώργος αρνείται να προσαρμοστεί στην απαιτητική, συχνά ζοφερή, καθημερινότητά του. Προκειμένου να την αντιμετωπίσει καλύτερα όμως, επιστρατεύει όλες τις σκηνοθετικές ικανότητές του. Μετατρέπει π.χ. μια τυπική οικογενειακή σύγκρουση μεταξύ γιου και πατριού σε σκηνή αρχαίας τραγωδίας, με τον Ορέστη και τον Αίγισθο να εκτοξεύουν ο ένας στον άλλο ποικιλία ηλεκτρικών συσκευών. Ενα οικιακό ατύχημα παρουσιάζεται ως σκηνή από σπλάτερ ταινία, με τον τρυπημένο αγκώνα να στάζει αίματα σαν ποτιστήρι που ζωγραφίζει σχέδια στα πατώματα και στους τοίχους. Μέσα στο νοσοκομείο επιτυγχάνεται η κάθοδος στον Αδη και η συνάντηση με τον Θάνατο, ο οποίος υφίσταται μονάχα ως φωνή (μια ψυχρά σαγηνευτική γυναικεία φωνή, που δεν χορταίνεις να την ακούς) σε μια από τις πιο καλογραμμένες σκηνές του έργου. Ο ήρωας κερδίζει μια παρτίδα Τρομόπολης και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για τον πάνω κόσμο. Το αθυρόστομο Πρόβατο που φυλάει την έξοδο τού αποκαλύπτει τον σκοπό της ζωής του, να γνωρίσει τη «μία και μοναδική» γυναίκα που θα γίνει μούσα του. Ως άλλος Σέρλοκ Χολμς ο Γιώργος θα ακολουθήσει τα ίχνη της στα ελληνικά νησιά, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι ο πραγματικός έρωτας ήταν τόσα χρόνια μπροστά στα μάτια του.
Στο σύμπαν της «Εκρηξης» συνυπάρχουν οι πιο μπανάλ χαρακτήρες με τους πιο ξακουστούς ήρωες της μυθοπλασίας: η θεία με περίπτερο στη Μεσογείων και η Κλυταιμνήστρα, ο Ντάντι Κουλ που μοιράζει φυλλάδια πόρτα πόρτα και ο Λουκ Σκαϊγουόκερ από τον «Πόλεμο των Αστρων». Ακόμη και ο Μάστερ Γιόντα, ο τρομερός δάσκαλος Τζεντάι που σου μαθαίνει πώς να χειρίζεσαι το φωτόσπαθο και να σηκώνεις αντικείμενα με τη δύναμη της σκέψης, εμφανίζεται ως μινιατούρα. Ο ρομαντισμός της αγορίστικης παιδικότητας παίζει αναμφισβήτητα κυρίαρχο ρόλο σε αυτή την ιστορία ενηλικίωσης- ως αφετηρία, ως καταφύγιο, ως κοσμοθεωρία. Ο ήρωας που ονειρεύεται από μικρός να σώσει τον κόσμο με το φωτόσπαθό του ανακαλύπτει πως δεν μπορεί να σώσει καλά καλά τον ίδιο του τον εαυτό: οι εξοντωτικές δυνάμεις της πραγματικότητας είναι ισχυρότερες ακόμη και από τα μυστικά όπλα του Μάστερ Γιόντα. «Ο αόρατος άνθρωπος παθαίνει κατάθλιψη και κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Γιατί πολύ απλά δεν τον βλέπει» λέει η ωραιότερη φράση του έργου.
Εξαιρετικά γρήγοροι ρυθμοί, ανεξάντλητα σκηνοθετικά ευρήματα, φρεσκάδα ερμηνευτική ολοκληρώνουν το ύφος του εγχειρήματος. Συμπαθέστατος σίφουνας ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, δεν σταματάει λεπτό- λογικό για έναν ήρωα που δίνει αδιάκοπες μάχες στο μυαλό του με κακούς εξωγήινους. Χαριτωμένα χέλια που ξεγλιστρούν από ρόλο σε ρόλο η Κατερίνα Μαυρογεώργη και η Μαρία Φιλίνη.
Υπάρχουν πολλή τρυφερότητα, αθωότητα, φαντασία και χιούμορ στη νέα συγγραφική δουλειά του 31χρονου Βασίλη Μαυρογεωργίου. Σουρεαλιστικά πετάγματα που δίνουν ώθηση, δεν επαρκούν όμως για πλήρη απογείωση. Χρειάζεται περισσότερη τόλμη και ακρότητα στον σουρεαλισμό του. Ο Γιώργος είναι γοητευτικός, κάπου κουράζει όμως αυτή η αδιάκοπη παρέλαση συγγενών και φίλων που εισβάλλουν σαν μετεωρίτες στο οπτικό του πεδίο και μετά χάνονται. Θολώνουν τα νερά, θαμπώνουν τον στόχο. Χρειάζεται συμπύκνωση και όχι σκόρπισμα, χαρωπά πηδήματα από εδώ και από εκεί, σαν παιχνιδιάρα μέλισσα που θέλει να μαζέψει γύρη από όλα τα λουλούδια.
Κάθε αληθινό παραμύθι έχει μια διάσταση τρομακτική. Οπως οι ιστορίες του Χόφμαν ή του Λιούις Κάρολ. Αυτό απουσιάζει από το έργο: η σκοτεινή πλευρά της πραγματικότητας. Πιστεύω όμως ότι ο Μαυρογεωργίου θα την ανακαλύψει τελικά, με ή χωρίς φωτόσπαθο. Και τότε θα γίνει πραγματική έκρηξη…
Η πρώτη παράγραφος- με κάποιες ελαφρές μεταποιήσεις δικές μου- προέρχεται από το βιβλίο του Ιsaiah Βerlin «Οι ρίζες του Ρομαντισμού» (εκδόσεις Scripta).