Ηταν ένα κρύο απόγευμα του Νοεμβρίου του 1968 όταν οι Αρχές ανακάλυψαν το πτώμα της 13χρονης Τζέιν Ντιρουά σε ένα χωράφι πίσω από τις σιδηροδρομικές γραμμές του Μίντλταουν, στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ.
Ανακοίνωσαν ότι ένας άγνωστος άντρας βίασε τη μαθήτρια, τη στραγγάλισε και έσυρε το πτώμα της μέχρι το σημείο όπου το ανακάλυψαν. Ο δράστης ποτέ δεν βρέθηκε. Τον Αύγουστο του 2004 όμως, 36 ολόκληρα χρόνια μετά τη δολοφονία, μια ανακοίνωση του εισαγγελέα του Νιου Τζέρσεϊ κ. Τζον Κέι έμελλε να συγκλονίσει την αμερικανική κοινή γνώμη. «Μέσω της ανάλυσης DΝΑ ο δολοφόνος της Τζέιν Ντιρουά απέκτησε πρόσωπο. Και το πρόσωπο αυτό ανήκει στον Τζέρι Μπέλαμι». Επρόκειτο για έναν 52χρονο που είχε πρόσφατα συλληφθεί για ένα άλλο έγκλημα σεξουαλικής φύσεως στο Ατλάντικ Σίτι.
Το γενετικό υλικό του είχε υποβληθεί σε ανάλυση DΝΑ και εν τέλει προέκυψε ταυτοποίηση με το δείγμα που είχε βρεθεί πριν από 36 χρόνια στο εσώρουχο της 13χρονης. Ο Μπέλαμι οδηγήθηκε σε δίκη για βιασμό και ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Η Δικαιοσύνη θριάμβευσε! Ή μήπως όχι;
Δύο χρόνια μετά τη σύλληψη του Μπέλαμι, ο κ. Φρανκ Ρότζερς, υποδιευθυντής του τμήματος ερευνών της αστυνομίας του Κονέκτικατ, αναγκάσθηκε να παραδεχθεί δημοσίως ότι ακόμα και το DΝΑ… δεν λέει πάντα την αλήθεια. Αποκαλύφθηκε ότι η ανάλυση του δείγματος από το εσώρουχο του θύματος και του δείγματος του Μπέλαμι από την (παντελώς άσχετη) υπόθεση του Ατλάντικ Σίτι εξετάστηκανστο ίδιο εργαστήριο, από τον ίδιο επιστήμονα, μέσα στην ίδια ημέρα. Ενα «κόκκινο λαμπάκι» άναψε. Ο κίνδυνος «επιμόλυνσης» των δύο δειγμάτων ήταν αρκετά πιθανός. Οι επαναληπτικές εξετάσεις το επιβεβαίωσαν και ο Τζέρι Μπέλαμι απαλλάχθηκε. Το DΝΑ τεστ είχε χάσει και επισήμως το «αλάθητο».
Από μια απειροελάχιστη ποσότητα γενετικού υλικού, από μια κηλίδα αίμα, μια σταγόνα σάλιο, μία λεπτή τρίχα που τυχαίως έπεσε στον τόπο του εγκλήματος, οι επιστήμονες μπορούν πλέον να ταυτοποιούν τον δράστη και να λύνουν μυστήρια που ούτε οι κινηματογραφικοί ντετέκτιβ δεν θα μπορούσαν διαλευκάνουν. Και όμως, αν και όλοι διακηρύσσουμε την απόλυτη ακρίβεια του τεστ DΝΑ, πόσα πραγματικά γνωρίζουμε για την αξιοπιστία του; Μπορεί πάντα να «πιάσει τον κακό»; «Τα πάντα είναι θέμα στατιστικής. Στην ανάλυση DΝΑ καταγράφουμε 10-16 “γενετικούς δείκτες”,οι οποίοι στην πράξη είναι μικρές περιοχές του DΝΑ με αλληλουχίες νουκλεοτιδίων, οι οποίες εμφανίζονται με συγκεκριμένη συχνότητα στον πληθυσμό. Ετσι, αν ο πρώτος εμφανίζεται με συχνότητα 1 προς 133 και ο δεύτερος με συχνότητα 1 προς 183,ο συνδυασμός των δύο δεικτών εμφανίζεται με συχνότητα 1 προς 24.339. Αν συνδυάσουμε άλλον έναν δείκτη, ο οποίος εμφανίζεται με συχνότητα 1 προς 123, ο συνδυασμός των τριών έχει συχνότητα 1 προς 2.993.697.Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μόνο ένας στους τρία εκατομμύρια ανθρώπους θα μπορούσε να έχει αυτό το γενετικό υλικό. Μάλιστα, αν συνδυάσουμε,πέντε,έξι…δεκαπέντε δείκτες, καταλήγουμε σε ποσοστά πιθανότητας που αγγίζουν το 99,9%.Ποτέ όμωςδεν μπορούμε να μιλήσουμε με για “βεβαιότητα 100%”» εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Σ. Αλαχιώτης, καθηγητής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας.
Τα… μπλεξίματα
Σε ένα εργαστήριο ωστόσο όπου συγκεντρώνονται χιλιάδες δείγματα, τα πράγματα περιπλέκονται. Υπάρχει, άραγε, ο κίνδυνος το υπό μελέτη γενετικό υλικό να έχει μολυνθεί με… το DΝΑ κάποιου άλλου; «Ο κίνδυνος είναι πολύ συχνός! Για να αναλύσουμε ένα μικροσκοπικό δείγμα DΝΑ που προέρχεται από μια σταγόνα σάλιο ή από μία τρίχα χρησιμοποιούμε τη λεγόμενη “αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης”. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μέσω μιας βιολογικής διαδικασίας πολλαπλασιάζουμε εκατομμύρια φορές τα λιγοστά κύτταρα του δείγματός μας, ώστε να αποκτήσουμε επαρκές υλικό για να κάνουμε τη μελέτη.Αν,ωστόσο,το δείγμα επιμολυνθεί έστω με μία σταγόνα σάλιο ή ελάχιστα κύτταρα δέρματος του ερευνητή, τότε θα πολλαπλασιασθούν και αυτά… εκατομμύρια φορές!» αναφέρει η κυρία Λίνα Φλωρεντίν, μοριακή βιολόγος, πρόεδρος του Συνδέσμου Ιατρικών Γενετιστών Ελλάδος.
Στην πράξη, βέβαια, τα εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ. και των ιατροδικαστικών διευθύνσεων, τα οποία είναι τα κατά νόμο αρμόδια να διενεργούν τις αναλύσεις DΝΑ στις ποινικές υποθέσεις, λαμβάνουν μια σειρά από μέτρα για την αποφυγή της επιμόλυνσης. «Τα δείγματα των υπόπτων φυλάσσονται χωριστά, αναλύονται σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους και σε περίπτωση θετικής ταυτοποίησης γίνεται διπλή και τριπλή επανεξέταση» εξηγεί η βιοχημικός κυρία Ιουλία Σκίτσα, υπεύθυνη του εργαστηρίου ανάλυσης DΝΑ της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών. «Αλλωστε,αν έχει αναμειχθεί υλικό από δύο άτομα, τα αποτελέσματα φανερώνουν πάντα ότι πρόκειται για δύο γενετικά προφίλ και είναι πρακτικά αδύνατον να “παραπλανηθούν” οι ερευνητές» προσθέτει. Και όμως, μία από τις ελάχιστες συγκριτικές μελέτες που έχουν δοθεί ποτέ στη δημοσιότητα αποκάλυψε ότι το εργαστήριο της εισαγγελίας της Σάντα Κλάρα κατέγραψε στο διάστημα 2003-2007 δεκατέσσερις περιπτώσεις στις οποίες δείγματα επιμολύνθηκαν με DΝΑ των ερευνητών, τρεις περιπτώσεις που τα δείγματα μολύνθηκαν με άγνωστης ταυτότητας DΝΑ και έξι περιπτώσεις στις οποίες τα δείγματα DΝΑ δύο υποθέσεων αναμείχθηκαν. Συνολικά 23 λάθη μέσα σε τέσσερα χρόνια! Θα μπορούσαν ίσως να θεωρηθούν λίγα; «Καλύτερα χίλιοι ένοχοι έξω από τη φυλακή, παρά ένας αθώος μέσα» λέει μια από τις βασικές αρχές του Ποινικού Δικαίου.
Σε κάθε περίπτωση, όπως εξηγεί ο κ. Η. Αναγνωστόπουλος, καθηγητής Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, βασικό ζητούμενο είναι το τεστ DΝΑ να μη θεοποιείται, αλλά να συνεκτιμάται ως ένα από τα αποδεικτικά μέσα της δίκης, με τη σχετικότητα που αρμόζει σε κάθε διαγνωστική μέθοδο. «Ας μην ξεχνάμε ότι η ανάλυση DΝΑ αποδεικνύει απλώς την ταυτοποίηση του προσώπου, όχι την τέλεση του εγκλήματος! Αποδεικνύει ότι το άτομο βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος,όχι ότι ήταν και ο δράστης. Εναπόκειταιβέβαιακαι στις ικανότητες του συνηγόρου υπεράσπισης να θέσει τα δεδομένα στη σωστή τους διάσταση,ώστε να μην παραπλανηθούν οι δικαστές και οι ένορκοι» σχολιάζει. Παράλληλα, όπως τονίζει ο γενετιστής κ. Γ. Φιτσιάλος , «αν και σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία μόνο δημόσια εργαστήρια μπορούν να οριστούν ως πραγματογνώμονες για τις αναλύσεις DΝΑ, ο κατηγορούμενος μπορεί να προσφύγει σε ιδιωτικό εργαστήριο γενετικής και να το ορίσει ως “τεχνικό σύμβουλο”, ώστε να επιβεβαιωθούν δύο και τρεις φορές όλα τα αποτελέσματα».
Γενετικό «φακέλωμα»;
Το καλοκαίρι του 2009 η χώρα μας εισήλθε και επισήμως στον «παλμό του DΝΑ» με έναν νόμο που προέβλεψε τη δημιουργία της πρώτης «βάσης DΝΑ» στην ιστορία της χώρας. Οπως προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 200Α), αυτή θα τηρείται στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. και θα εποπτεύεται από Εισαγγελέα Εφετών. «Πρόκειται για ένα θετικό βήμα, το οποίο ως τώρα έμεινε στα λόγια! Οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι πολλά σοβαρά εγκλήματα πραγματοποιούνται κατά συρροή από τα ίδια πρόσωπα. Είναι άλλο να έχει διαπράξει κάποιος έναν βιασμό και άλλο να έχει διαπράξει…δέκα. Μέσω της βάσης DΝΑ, αυτούς τους δρά στες θα μπορούσαμε να τους εξουδετερώσουμε» λέει στο «Βήμα» ο κ. Φ. Κουτσάφτης, προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών. Η εν λόγω νομοθεσία ωστόσο έχει βαθύτερες προεκτάσεις. Οπως εξηγεί η κυρία Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «ενώ πριν από το 2009 επιτρεπόταν η ανάλυση γενετικού υλικού μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες σοβαρών εγκλημάτων, η ανάλυση διατάσσεται πλέον υποχρεωτικά για όλα τα κακουργήματα, αλλά και για όλα τα πλημμελήματα που τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών».
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι λαμβάνεται γενετικό υλικό ακόμη και για μια απλή κλοπή ή για το αδίκημα της… συκοφαντικής δυσφήμησης! Πέρα από την υπέρμετρη και δυσανάλογη επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα των πολιτών, η εν λόγω ρύθμιση έχει και πρακτικά προβλήματα. Αναλογιστείτε τη συμφόρηση που θα δημιουργηθεί στα εργαστήρια της Αστυνομίας αν λαμβάνεται υλικό για κάθε έγκλημα ελάσσονος σημασίας, τη στιγμή που ήδη στα εγκληματολογικά εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ. παραμένουν αδιερεύνητα και «στάσιμα» 3.500 δείγματα!
Παράλληλα, όπως τονίζει ο κ. Ι. Ναζίρης, διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου και ειδικός επιστήμων της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι σε περίπτωση θετικής ταυτοποίησης, τα γενετικά αποτυπώματα διατηρούνται ως τον θάνατο του προσώπου! «Προσέξτε ότι ο νόμος δεν προβλέπει διατήρηση του DΝΑ σε περίπτωση ενοχής, αλλά απλώς σε περίπτωση “θετικής ταυτοποίησης”. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι και ένας αθώος που είχε την ατυχία να βρεθεί στον τόπο του εγκλήματος,και γι΄ αυτό το DΝΑ του ανιχνεύθηκε εκεί, θα έχει πλέον δεσμευμένο το γενετικό του αποτύπωμα στην Αστυνομία για όλη του τη ζωή!Αυτό δεν συνάδει με τις αρχές ενός κράτους δικαίου» σχολιάζει ο κ. Ναζίρης.
Kαι ο κινηματογράφος θέλει το… DNA του
Οι τρομερές δυνατότητες της ανάλυσης DΝΑ δεν έμελλε να αφήσουν ανεπηρέαστη την έβδομη τέχνη.Ολο και περισσότερες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές έχουν ως βασικούς ήρωες (υπερ)ανθρώπους που κατορθώνουν να εξιχνιάζουν εγκλήματα μέσω του τεστ DΝΑ ή ακόμη και να παραπλανούν τις αναλύσεις μέσω των διεφθαρμένων μεθόδων τους.Τέτοια είναι η περίπτωση του ήρωα που ενσαρκώνει ο Μάικλ Ντάγκλαςστην ταινία «Πέραν πάσης υποψίας». Πρόκειται για έναν άκρως διεφθαρμένο εισαγγελέα ο οποίος πετυχαίνει τη μία καταδίκη μετά την άλλη «φυτεύοντας» γενετικό υλικό στον τόπο του εγκλήματος. Στη μικρή οθόνη, αντιστοίχως,εκατομμύρια τηλεθεατές της σειράς «CSΙ» παραμένουν καθηλωμένοι από τις ικανότητες των ερευνητών να «σαρώνουν» τον τόπο του εγκλήματος και να βρίσκουν τον ένοχο ακόμη και από μία σταγόνα ιδρώτα.
Στο ίδιο πνεύμα, η δημοφιλής σειρά «Βones» βασίζεται στις δραστηριότητες των ανθρωπολόγων του FΒΙ, οι οποίοι κατορθώνουν να λύνουν μυστήρια δολοφονιών που τελέσθηκαν πριν από πολλές δεκαετίες μέσω τεστ DΝΑ στα οστά των θυμάτων.