Συνομιλία Δημήτρη Μιχαήλ με ξάδελφό του, στις
28.11.2010, λίγο πριν από τις 5 το απόγευμα:
Τ.: «Ελα, Μήτσο».
Μιχαήλ: «Ελα, ρε Τ…, τι γίνεται;».
Τ.: «Να σε πάρω πιο μετά, γιατί κοιμάμαι, ρε συ;».
Μιχ.: «…».
Τ.: «Είμαι ψιλοχάλια γιατί βγήκα χθες».
Μιχ.: «Α, είσαι άρρωστος;».
Τ.: «Είμαι με ανακατωσούρες και τα λοιπά».
Μιχ.: «Βασικά πήρα για να σου πω κάτι, όμως, ακούς, με πήρε ο άλλος».
Τ.: «Ναι, ναι».
Μιχ.: «Και μου είπε αν ήθελες να τα πείτε αύριο για κάνα καφέ δώδεκα η ώρα».
Τ.: «Το μεσημέρι;».
Μιχ.: «Ναι».
Τ.: «Ναι, ναι».
Μιχ.: «Απλά με πήρε χθες, ρε παιδί μου, και εγώ δεν σε έβρισκα καθόλου».
Τ.: «Για άλλη μέρα δεν μπορεί; Γιατί αύριο μπορεί να είμαι…δεν ξέρω πού σκ… θα είμαι, για άλλη μέρα να το κανονίσουμε».
Μιχ.: «Κοίτα, μου είπε ότι δεν μπορεί, δηλαδή για τόσο σύντομα, γιατί μετά δεν θα είναι…».
Τ.: «Ναι, ναι».
Μιχ.: «Αυτό, αλλά μου είπε και το εξής, ότι αν δεν μπορείς δηλαδή, μην τρελαθείς κιόλας, εντάξει μου λέει, πες του μην τρελαθεί, ξέρω ‘γώ, δηλαδή αν δεν μπορεί καθόλου να τα κάνουμε… να αγχωθεί και κατάλαβες…».
Τ.: «Α, εντάξει, ας το αφήσουμε, οκέι, εντάξει…».
Μιχ.: «Οπότε, τι να του πω; Ναι ή όχι;».
Τ.: «Οχι, πες του ας το αφήσουμε».
Μιχ.: «Απλά τώρα μετά από καιρό, ρε παιδί μου…».
Τ.: «Ε, ναι, τα Χριστούγεννα, μετά τις γιορτές, τότε… Θα κατέβω κι εγώ την ερχόμενη εβδομάδα κάποια στιγμή κάτω στην Κρήτη εξάλλου».
Μιχ.: «Τι έχεις; Είσαι άρρωστος;».
Τ.: «Οχι μωρέ, βγήκα χθες και ήπια πολύ και είμαι γά… έ τα».
Μιχ.: «Τουλάχιστον πέρασες καλά;».
Τ.: «Οχι, εντάξει, γκόμενες είχε…».
Μιχ.: «Ωραία».
Τ.: «Αλλά τι καλά, “φάτε μάτια ψάρια”».
RΕUΤΕRS/ ΚΙΜΙΜΑSΑ ΜΑΥΑΜΑ ,ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ