Αυστηρά μέτρα για μελλοντικές «παραβάσεις» στην Ευρωζώνη θα προτείνει η Γερμανία στην ομάδα εργασίας υπό τον πρόεδρο της ΕΕ Χερμάν βαν Ρομπάιαύριο Παρασκευή, ενώ το Βερολίνο βρίσκεται στο επίκεντρο κριτικής για τη μονομερή «κήρυξη πολέμου» στην κερδοσκοπία.
Στη συνάντηση της Παρασκευής ενδέχεται να συζητηθούν αλλαγές στο ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας, όπως ανέφερε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Το Βερολίνο προσέρχεται στην ευρωπαϊκή συνάντηση όμως υπό το φως της αντίδρασης των Ευρωπαίων εταίρων στην απόφασή της να απαγορεύσει για έναν χρόνο τις συναλλαγές «αέρα» σε κρατικά ομόλογα και CDS: Αρκετοί υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, με πρώτη τη Γαλλίδα Κριστίν Λαγκάρντ, είχαν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους για τη μονομέρεια της απόφασης.
Η Γερμανία προτίθεται να κρατήσει σκληρή γραμμή στη συνάντηση και να ζητήσει έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών από ανεξάρτητους ελεγκτές και πρόβλεψη για αναστολή του δικαιώματος ψήφου για τους «παραβάτες» στα Συμβούλια, ειδικά για κράτη μέλη που αγνοούν τις συστάσεις για τη μείωση των ελλειμμάτων αλλά και για εκείνα που δίνουν παραπλανητικά στοιχεία.
Επιπλέον, αναφέρει το Reuters, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών θα πιέσει για τη θέσπιση διαδικασίας οργανωμένης χρεοκοπίας για κράτη που δεν μπορούν να δανειστούν. Στις γερμανικές προτάσεις περιλαμβάνεται και στέρηση -ακόμη και σε μόνιμη βάση- κοινοτικών κονδυλίων από τους παραβάτες του Συμφώνου Σταθερότητας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ θα εισηγηθεί την εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στον έλεγχο των οικονομικών στοιχείων των κρατών μελών και θα παραθέσει μια σειρά από θεσμικές αλλαγές για την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ζώνη του ευρώ.
«Μπορεί να χρειαστούμε νέο Σύμφωνο Σταθερότητας» ανέφερε ο Β. Σόιμπλε, αναγνωρίζοντας ότι τα περισσότερα κράτη μέλη θα είχαν δισταγμούς για κάτι τέτοιο.
Στο μέλλον, υποστηρίζει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, δεν μπορεί η εποπτεία και ο συντονισμός των οικονομικών και φορολογικών πολιτικών «να γίνει οικονομική διπλωματία, αλλά πρέπει να φτάνουν πιο βαθιά και να καθορίζουν ενεργά το σχεδιασμό της πολιτικής».