Είναι ασφαλώς σημαντικό ότι ο Πρωθυπουργός πήρε ο ίδιος την αρμοδιότητα για τις μεγάλες επενδύσεις από την υπουργό Ανάπτυξης. Υπό μία προϋπόθεση: ότι θα γίνουν μεγάλες επενδύσεις… Διότι αν δεν γίνουν, ελάχιστο ενδιαφέρον έχει ποιος θα ασκεί την αρμοδιότητά τους.
Είναι ασφαλώς σημαντικό ότι η κυβέρνηση προωθεί την αλλαγή του Ασφαλιστικού. Υπό μία προϋπόθεση: ότι υπάρχουν διοικήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία, οι οποίες θα υλοποιήσουν τις νέες προβλέψεις. Και ως τώρα, δεν υπάρχουν. Συνεπώς τι να τα κάνω τα νέα μέτρα όταν δεν υπάρχει κανείς να τα εφαρμόσει;
Είναι ασφαλώς σημαντικό που γκρεμίστηκε ένα αυθαίρετο στον Αλιμο και πιάστηκαν καμιά εκατοστή φοροφυγάδες. Υπό μία προϋπόθεση: ό τι δεν θα μείνουμε εκεί. Οτι η κυβερνητική πολιτική δεν θα περιοριστεί σε μια σκηνοθεσία κυβερνητικής πολιτικής. Να υπενθυμίσω μια παλιά κινηματογραφική συμβουλή: όσο καλή κι αν είναι η σκηνοθεσία, αυτό που πουλάει είναι το σενάριο.
Προς το παρόν, το σενάριο περιορίζεται σε δύο ατάκες.
Ατάκα πρώτη: «Σώζουμε τη χώρα παίρνοντας σκληρά και αναγκαία μέτρα». Τα μέτρα είναι σίγουρα σκληρά. Κάποιοι αμφισβητούν ότι ήταν αναγκαία. Ουδείς γνωρίζει αν θα σώσουν τη χώρα, ούτε πώς θα μοιάζει η χώρα, αν και εφόσον σωθεί. Ας περιμένουμε…
Ατάκα δεύτερη: «Να πληρώσουν οι φταίχτες». Αυτή είναι η αγαπημένη μου ατάκα διότι συμπυκνώνει πολλά χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής: την αγανάκτηση, τον λαϊκισμό, την ευκολία, την απλούστευση, την ευθυνοφοβία…
Να πληρώσουν οι φταίχτες, λοιπόν! Να πληρώσουν… Αλλά τι ακριβώς συνέβη ώστε να βρούμε ποιος έφταιξε; Ερώτημα θεμελιώδες, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει απόδοση ευθυνών και στο οποίο καλύτερα να μας απαντήσει ένας ξένος διότι οι δικοί μας θα το ρίξουν πάλι στην κλοτσοπατινάδα.
Μάριο Μόντι. Δύο τετραετίες επίτροπος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρόεδρος του Πανεπιστημίου Μποκόνι, στο Μιλάνο. Είναι αυτός που ανέλαβε να υποβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μια «δέσμη ιδεών» για την οικονομική κρίση.
Τι λέει για την Ελλάδα;
Οτι «το πρόβλημα του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι σε μεγάλο μέρος η αντανάκλαση μιας οικονομίας που έχει έλλειμμα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας,άρα έλλειμμα ανάπτυξης.Αυτή η χώρα αντιστέκεται στην ενιαία αγορά και στον ανταγωνισμό. Δεν μπόρεσε να αντιπαλέψει τους συντεχνιασμούς και τις προσόδους από κεκτημένες θέσεις τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα».
Είναι, νομίζω, μια ψύχραιμη αποτύπωση της γενικής κατάστασης. Εχουμε, λοιπόν, και λέμε:
* Ποιοι ευθύνονται για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα;
* Ποιοι αντιστέκονται στους κανόνες της ενιαίας αγοράς και του ανταγωνισμού;
* Ποιοι διαμόρφωσαν, ποιοι ανέχτηκαν και ποιοι επωφελήθηκαν από τον συντεχνιασμό και τις προσόδους των «κεκτημένων» στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα;
Και για να μην προκύψει συνωστισμός, να ρωτήσω διαφορετικά: ποιος δεν φταίει για κάτι από αυτά; Δεν βλέπω πολλά χέρια στο ακροατήριο. Ευλόγως…
Φταίχτες, λοιπόν, υπάρχουν πολλοί. Μόνο που όλοι οι φταίχτες δεν είναι και το ίδιο υπεύθυνοι. Ο γιατρός που φοροδιαφεύγει φταίει, αλλά δεν είναι το ίδιο υπεύθυνος με τον πολιτικό που εξελέγη για να μην τον αφήνει να φοροδιαφεύγει.
Ο δημοσιογράφος που υποδύεται τον προστάτη των λαϊκών συμφερόντων είναι γελοίος, αλλά δεν είναι το ίδιο υπεύθυνος με τον πολιτικό που έχει εκλεγεί για να προστατεύει πραγματικά τα λαϊκά συμφέροντα.
Ο επιχειρηματίας που απομυζά κρατικούς πόρους είναι λαμόγιο, αλλά δεν είναι το ίδιο υπεύθυνος με τον πολιτικό που έχει αναλάβει να προστατεύει την πολιτεία από τα λαμόγια. Με άλλα λόγια, οι φταίχτες για την κατάσταση της κοινωνίας είναι ενδεχομένως πολυάριθμοι και μάλλον δεν κυκλοφορούν ανάμεσά μας πολλοί αθώοι του αίματος.
Aλλά αν πάμε στο «φταίω εγώ, φταις εσύ, φταίει και ο άλλος», τότε τελικά δεν θα φταίει κανείς. Και εκεί ακριβώς μας σπρώχνουν οι πονηροί: να κυνηγάμε τους φταίχτες για να γλιτώσουν οι υπεύθυνοι. Παρ΄ όλο που οι υπεύθυνοι για τη χρεοκοπία της χώρας και για την υπαγωγή της στον διεθνή οικονομικό έλεγχο είναι συγκεκριμένοι. Γνωστοί. Με διεύθυνση. Και ονοματεπώνυμο. Ποιος, λοιπόν, πρέπει να πληρώσει;