Καρέ από το παρελθόν

Ο ήσυχος Αμερικανός Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ, που όργωσε με τον φιλομαθή φακό του την Ελλάδα τού χθες, μας μιλάει για τη χώρα που ερωτεύτηκε από το πρώτο «κλικ».

Ο ήσυχος Αμερικανός Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ, που όργωσε με τον φιλομαθή φακό του την Ελλάδα τού χθες, μας μιλάει για τη χώρα που ερωτεύτηκε από το πρώτο «κλικ».

Απολαμβάνοντας ένα ποτήρι λευκό κρασί συντροφιά με τον αμερικανό φωτογράφο Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ, σε έναν ηλιόλουστο καφενέ στην Πλάκα, αναλογίζομαι ότι βρισκόμαστε ίσως στη μοναδική γειτονιά της Αθήνας που σε γυρίζει πίσω στον χρόνο. Οσο και αν η δική του ευγενική φυσιογνωμία ελάχιστα έχει αλλάξει από μια φωτογραφία του τραβηγμένη πίσω στα 1961 – με εξαίρεση τα λευκά του μαλλιά – δεν συνέβη το ίδιο και με τις συγκινητικές ματιές του στην Ελλάδα του ’50 και του ’60, 45 εκ των οποίων εκτίθενται αυτές τις ημέρες σε γκαλερί του Πόρου. Ο πάμπτωχος, ακατέργαστης ομορφιάς τόπος που εξερεύνησε σπιθαμή προς σπιθαμή με μια μικροσκοπική Rolleiflex ανά χείρας φαντάζει σήμερα στα μάτια του αγνώριστος, παραδομένος άνευ όρων στο τουριστικό κύμα και στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση. Τον αγαπά ακόμη βέβαια, γι’ αυτό και επέλεξε να ριζώσει εδώ, να κάνει οικογένεια. Αλλά προτιμά να τριγυρίζει στα σοκάκια της Πλάκας…

«Δεν είχα προετοιμαστεί ιδιαίτερα για το ταξίδι εδώ» περιγράφει για την πρώτη του γνωριμία με την Ελλάδα, 56 χρόνια πίσω. «Ηταν μια απόφαση της τελευταίας στιγμής – ο μεγαλύτερος αδελφός μου είχε έναν έλληνα φίλο τον οποίο θα επισκεπτόταν για λίγες ημέρες όταν θα έκανε τον γύρο της Ευρώπης και με παρότρυνε να τον ακολουθήσω. Η Ελλάδα θα ήταν απλώς μια ενδιάμεση στάση, σκοπεύαμε να περάσουμε δέκα ημέρες εδώ και στη συνέχεια να επιβιβαστούμε σε πλοίο για την Αίγυπτο, γι’ αυτό και δεν είχα ιδιαίτερες προσδοκίες. Ωστόσο, μας άρεσε τόσο πολύ που τελικά μείναμε όλο το καλοκαίρι του 1954». Εκτοτε πηγαινοέρχεται συνεχώς στη χώρα που έμελλε να γίνει δεύτερη πατρίδα του. «Είμαι σαν τον Αντονι Κουίν στον “Ζορμπά”», λέει χαμογελώντας στην ερώτηση αν είναι φιλέλληνας, «που σε μια σκηνή της ταινίας λέει: “Εχω γυναίκα, παιδιά, σπίτι… όλες τις καταστροφές!”. Εχω παντρευτεί Ελληνίδα, ο πατέρας μου μας σύστησε το 1963. Παντρευτήκαμε δύο χρόνια αργότερα στον Αγιο Γεώργιο, στην κορυφή του Λυκαβηττού. Τα παιδιά μου είναι έλληνες πολίτες, αμφότερα μιλούν καλύτερα ελληνικά από εμένα. Η κόρη μου είναι αρχαιολόγος και περνάει αρκετό χρόνο στην Ελλάδα. Ο γιος μου ζει στη Βοστώνη. Κατοικεί μάλιστα στο σπίτι ενός μεγάλου αμερικανού φιλέλληνα της Επανάστασης, του γιατρού Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάου».

Τον ρωτώ τι ήταν εκείνο που τον γοήτευσε εξαρχής στην Ελλάδα και κατά πόσον έχει αλλάξει. «Τότε, οι διαφορές ήταν πιο διακριτές. Κάθε νησί είχε τα δικά του τραγούδια, τις δικές του λαϊκές παραδόσεις και ιστορίες, τη δική του αρχιτεκτονική, τα δικά του υφάσματα και τις δικές του επιρροές. Σήμερα, αυτά έχουν τυποποιηθεί και έχουν απολέσει λίγη από τη γοητεία τους. Βλέπεις παντού διεθνείς αλυσίδες ξενοδοχείων και ταχείας εστίασης. Στα περισσότερα μέρη στα οποία βρεθήκαμε τη δεκαετία του 1950 ήμασταν οι μόνοι ή από τους ελάχιστους ξένους επισκέπτες και μας συμπεριφέρονταν σαν βασιλιάδες. Ελάχιστοι ντόπιοι μιλούσαν αγγλικά τότε και σου δινόταν η εντύπωση ότι βρισκόσουν κάπου στη Μέση Ανατολή».

Αν και φωτογράφιζε μανιωδώς από τα γεννοφάσκια του – ο δημοσιογράφος πατέρας του του είχε χαρίσει μια μηχανή στα έκτα του γενέθλια – ο φιλόπονος φοιτητής του Πρίνστον έπρεπε να προσαρμοστεί στο «εξωτικό» ελληνικό κλίμα. «Οταν αποπειράθηκα να βγάλω τις πρώτες μου φωτογραφίες εδώ παιδεύτηκα αρκετά με το θέμα του φωτός, διότι ήμουν συνηθισμένος σε διαφορετικές συνθήκες ηλιοφάνειας στη Νέα Υόρκη. Ειδικά το σκληρό κάθετο φως του μεσημεριού, που μαστιγώνει ανελέητα το τοπίο, είναι τόσο εκτυφλωτικό και ιδιαίτερο που σε δυσκολεύει αρκετά, ειδικά με το ασπρόμαυρο φιλμ. Συνήθως πρέπει να περιμένεις να αρχίσει να πέφτει ο ήλιος ή να ξεκινήσεις πολύ νωρίς το πρωί, όταν το φως είναι πιο γλυκό και απαλό και οι ακτίνες του ήλιου χαϊδεύουν το θέμα σου από το πλάι». Παρ’ όλο που προτιμούσε να απαθανατίζει τα ελληνοπρεπή κάδρα του σε χιλιόμετρα ασπρόμαυρου φιλμ, το 1957 ο Μακ Κέιμπ αποτύπωσε και το ποικιλόχρωμο νησιωτικό τοπίο για λογαριασμό του «National Geographic». «Με το ασπρόμαυρο συνθέτεις με γνώμονα τις φόρμες και το φως» υποστηρίζει, ενώ «με το έγχρωμο, αν δεν είσαι προσεκτικός, μπορεί να καταλήξεις με ένα θολό σύμφυρμα χωρίς προσωπικότητα». Οταν ωστόσο η κουβέντα φθάνει στο δίλημμα ψηφιακή φωτογραφία εναντίον φιλμ, είναι ρεαλιστής και όχι αφοριστικός: «Πλέον όλοι φωτογραφίζουν. Σε οποιαδήποτε εκδήλωση ή δρώμενο και αν βρεθείς, το 80% των παρευρισκομένων καταγράφει υψηλής ευκρίνειας εικόνες με ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές ή μαγνητοσκοπεί βίντεο με κινητά που έχουν κάμερα. Θεωρώ ότι πλέον για έναν φωτογράφο η πρόκληση είναι να προσφέρει στον θεατή κάτι πιο βαθύ και διορατικό από το προφανές». Ωστόσο, η νοσταλγία για το «αναλογικό» τέλος εποχής υπάρχει: «Οταν η Kodak ανακοίνωσε πέρυσι ότι διακόπτει την παραγωγή του έγχρωμου φιλμ Kodachrome, που ήταν ένα θαύμα για την εποχή του, ένιωσα ότι ο κόσμος της φωτογραφίας όντως έχασε κάτι. Χαρακτηριστικά, φυλλομετρούσα πρόσφατα τις φωτογραφίες που τραβούσα το 1957 για το «National Geographic». Οσες είχα τραβήξει με Kodachrome είχαν διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση, εν αντιθέσει με τις υπόλοιπες που είχαν ξεθωριάσει».

Αυτό που δεν έχει ξεθωριάσει είναι οι νοσταλγικές ανθρώπινες ιστορίες από τα συνεχή ταξίδια του Μακ Κέιμπ στην Ελλάδα. «Το 1955 έκανα το πρώτο μου ταξίδι στη Μύκονο» θυμάται. «Κάποιος με κάλεσε σε ένα μοναστήρι στην Ανω Μερά, σε μια βάπτιση και στο γλέντι που ακολούθησε. Υπήρχαν καμιά εικοσαριά ξένοι επισκέπτες όλοι κι όλοι στο νησί, ενώ στα βαφτίσια, εκτός από τους ντόπιους, ήμουν μόνον εγώ και μία Γαλλίδα που επισκεπτόταν συχνά τη Μύκονο. Αρχισα να τραβάω φωτογραφίες και ο ιερέας ερχόταν και ξαναερχόταν, προσφέροντάς μου κάθε φορά ένα ποτήρι γεμάτο κρασί και επιμένοντας να το πιω. Εκείνη την ημέρα οι περισσότερες πολυπρόσωπες φωτογραφίες που τράβηξα μου άρεσαν πολύ». Εξίσου γοητευτική βρήκε και την ηπειρωτική Ελλάδα: «Φωτογράφισα τη Λαμπρινή, τη Μαρία και την Ελένη σε ένα χωριό έξω από τα Γιάννενα. Τις συνάντησα ξανά τυχαία έπειτα από μισό αιώνα σε μια έκθεση στο Ριζάρειο Ιδρυμα, στο Μονοδένδρι του Νομού Ιωαννίνων. Η φωτογραφία των τριών κοριτσιών μπήκε στην αφίσα της έκθεσης και όταν την είδε τυχαία ο σύζυγος της μίας, αναγνώρισε τη γυναίκα του. Ετσι έγινε η επανασύνδεσή μας και τις φωτογράφισα και πάλι μαζί. Μάλιστα, με κάλεσαν να τις επισκεφτώ στη γιορτή της Παναγίας».

Ο Μακ Κέιμπ είναι υπέρμαχος του ρητού «μία φωτογραφία ίσον χίλιες λέξεις». Απολαμβάνει περισσότερο την πρόκληση να παρουσιάζει φωτογραφίες που μπορούν «να σταθούν ανεξάρτητες, με τη δική τους δυνατή, αυτοτελή ιστορία να αφηγηθούν». Τον ρωτάω πώς έτυχε και δεν έγινε ποτέ φωτογράφος «πλήρους» απασχόλησης (κατά καιρούς έχει εργαστεί σε διάφορους τομείς), γιατί δεν κυνήγησε μια επαγγελματική καριέρα στη γενέτειρά του, «τη χώρα των ευκαιριών». Απαντά ότι είναι πολύ διαφορετικό όταν θέτεις εσύ τις προτεραιότητες και επιλέγεις πότε, πώς και τι θέλεις να φωτογραφίσεις από το να έχεις κάποιον να σου το υποδεικνύει: «Θαυμάζω τους ανθρώπους που επιβιώνουν και σημειώνουν επιτυχία μόνο φωτογραφίζοντας. Δεν είναι πάντα εύκολο. Οταν θέλεις να παράγεις φωτογραφίες που θα αντέξουν στον χρόνο, πρέπει να έχεις τη δυνατότητα να ρυθμίζεις εσύ τον χρόνο σου».

Αρκετοί παραλληλίζουν τα ασπρόμαυρα καρέ του με τις φωτογραφίες του ιστορικού βιβλίου «Α Greek Portfolio» του Κωνσταντίνου Μάνου. Ο ίδιος ο Μακ Κέιμπ τρέφει απεριόριστο θαυμασμό για το έργο του έλληνα συναδέλφου του: «Φωτογράφισε την Ελλάδα σχεδόν την ίδια εποχή με εμένα. Και ο λόγος για τον οποίο τον θαυμάζω τόσο είναι ότι γνωρίζω πόσο δύσκολο ήταν τότε να τραβήξεις τις φωτογραφίες που τράβηξε, με τον τρόπο που τις τράβηξε. Οι συνθέσεις του ήταν υπέροχες, όπως και η διεισδυτική ματιά του στο ανθρώπινο στοιχείο». Από ξένους ομολόγους του ξεχωρίζει τον Γουίλι Ρόνις, στον οποίο αφιερώνει και το λεύκωμά του «Στον δρόμο για την Ελλάδα» (εκδ. Πατάκη, Ριζάρειο Ιδρυμα), καθώς και τον Ανσελ Ανταμς, «τον μεγάλο ιδιαίτερο φωτογράφο της αμερικανικής Δύσης που κουβαλούσε πάντα μια τεράστια φωτογραφική μηχανή με τρίποδο». Τον ρωτώ ποια είναι η πιο έντονη αμιγώς ελληνική ανάμνησή του: «Ενα βράδυ του Ιουλίου του 1955, όταν πλέαμε στις νότιες ακτές της Πελοποννήσου, μας τύλιξε μια δροσερή αύρα από τη στεριά. Ακόμη και από απόσταση μπορούσες να μυρίσεις το θυμάρι και τα πεύκα. Θυμάμαι ακόμη αυτή τη μυρωδιά». Κλείνοντας την ηλιόλουστη κουβέντα μας φτάνουμε μοιραία στο θέμα των ημερών. Θα ξεπεράσει η Ελλάδα τα εμπόδια; «Πριν από καμιά πενηνταριά χρόνια το σλόγκαν του ΕΟΤ ήταν “Ελλάδα, η χώρα του μύθου και της μαγείας”» θυμάται ο Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ. «Αυτή η φράση επανέρχεται συνεχώς στο μυαλό μου όταν διαβάζω για την οικονομική κατάσταση, όταν βρίσκομαι κοντά σε αρχαία μνημεία, όταν αντικρίζω την ανατολή του ήλιου στην Πάτμο. Νομίζω ότι η Ελλάδα τελικά θα τα καταφέρει. Εχει επιβιώσει από πολύ χειρότερα». Οι φωτογραφίες το αποδεικνύουν.

Οι φωτογραφίες του Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ θα εκτίθενται ως τις 12 Μαΐου στην Γκαλερί Citronne (www.citronne.com) στον Πόρο.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 498, σελ. 50-55, 02/05/2010.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.