ΑΓΚΥΡΑ Oριακή αλλά σοβαρότατη κοινοβουλευτική ήττα υπέστη χθες ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η τουρκική Εθνοσυνέλευση απέρριψε πρόταση για μεταρρύθμιση του Συντάγματος διά της οποίας θα καθίστατο δυσκολότερο να τεθεί εκτός νόμου ένα πολιτικό κόμμα. Η πρόταση απερρίφθη με μόλις 327 ψήφους υπέρ, δηλαδή τρεις λιγότερες από τις 330 που απαιτούνταν για να τεθεί σε δημοψήφισμα, αλλά και 40 λιγότερες από τις 367 που απαιτούνταν για να καταστεί νόμος του κράτους.
Είναι προφανές ότι ορισμένοι βουλευτές του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) δεν πειθάρχησαν και καταψήφισαν την πρόταση προκαλώντας μεγάλο ρήγμα στο κυβερνητικό μέτωπο. Η απροσδόκητη εξέλιξη προκάλεσε πτώση στο Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης. Νωρίτερα ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Αλί Μπαμπατζάν είχε χαρακτηρίσει το μέτρο «το σημαντικότερο των 27 άρθρων που τέθηκαν προς έγκριση στην Εθνοσυνέλευση». Είχε μάλιστα τονίσει ότι «η υπερψήφισή του θα ενίσχυε τη διεθνή εμπιστοσύνη στην οικονομία της Τουρκίας».
Οπως δήλωσε ο πρόεδρος του Σώματος Μεχμέτ Αλί Σαχίν, η πρόταση θα αποσυρθεί τώρα από το πακέτο των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα τεθούν σε ψηφοφορία προς τελι κή έγκριση μέσα στην εβδομάδα. Το κόμμα του κ. Ερντογάν διαθέτει 335 έδρες στο κοινοβούλιο, εξαιρουμένου του προέδρου. Μάλιστα ο πρωθυπουργός είχε απαγορεύσει στους βουλευτές να εγκαταλείψουν χθες την Αγκυρα ελπίζοντας ότι θα διασφαλίσει την υπερψήφιση της πρότασης αλλά έπεσε έξω. «Οι συνταγματικές μεταρρυθμί- σεις θα συνεχιστούν. Θα πορευτούμε στο μονοπάτι που έχουμε χαράξει» δήλωσε ο κ. Ερντογάν.
Το απορριφθέν όγδοο άρθρο προέβλεπε ότι μια κοινοβουλευτική επιτροπή θα μπορούσε να σταματήσει την έναρξη δικαστικής διαδικασίας για την απαγόρευση πολιτικού κόμματος. Μια τέτοια διαδικασία παραλίγο να οδηγήσει στο κλείσιμο του κυβερνώντος κόμματος προ δύο ετών. Η αιτιολογία ήταν ότι προσπαθούσε να επιβάλει τον ισλαμικό νόμο (σαρία) στην Τουρκία.
Εντός των ημερών το τουρκικό κοινοβούλιο θα κληθεί να υπερψηφίσει άλλη μία κρίσιμη συνταγματική μεταρρύθμιση: την αλλαγή στον τρόπο επιλογής των ανωτάτων δικαστικών και εισαγγελέων.