O Μίλτον Φρίντμαν είχε κάνει λάθος για το ευρώ. Ο άνθρωπος ο οποίος μαζί με τον Κέινς επηρέασε περισσότερο την οικονομική σκέψη του 20ού αιώνα ήταν πεπεισμένος ότι δεν θα έβλεπε στη διάρκεια της ζωής του τη γέννηση αυτού του νομίσματος. «Δεν νομίζω ότι τα προσεχή χρόνια θα δημιουργηθεί κοινό νόμισμα στην Ευρώπη», δήλωνε την άνοιξη του 1996. «Ούτε το 1997, που είχε αρχικά ανακοινωθεί, ούτε το 1999 που λένε σήμερα, ούτε το 2002».
Ο Φρίντμαν πέθανε το 2006, σε ηλικία 96 ετών, εννέα χρόνια μετά την έναρξη της εφαρμογής ενός σχεδίου το οποίο θεωρούσε μη ρεαλιστικό. Και πολλοί πολιτικοί ηγέτες στην Ευρώπη χλεύασαν το λάθος του Νομπελίστα της οικονομίας, το οποίο απέδωσαν στο προχωρημένο της ηλικίας του, στην εθνικότητά του (αμερικανική) και στην ιδεολογία του (φιλελεύθερη και μονεταριστική, δηλαδή η απόλυτη φρίκη).
Σήμερα, η χλεύη αυτή έχει εξαφανιστεί. Μιας και την κρίση την οποία διέρχεται τώρα η νομισματική ένωση ο Φρίντμαν την είχε προβλέψει. Την ημέρα που η Ευρώπη θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια σοβαρή ύφεση- είχε εξηγήσει- θα έλθουν και πάλι στην επιφάνεια οι εθνικοί εγωισμοί και το κοινό νόμισμα θα εμποδίσει τις απαραίτητες προσαρμογές που θα πρέπει να γίνουν σε κάθε χώρα.
Το οικοδόμημα θα καταρρεύσει μιας και οι χώρες της ευρωζώνης δεν θα έχουν την πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική και γλωσσική ομοιογένεια που έχουν οι αμερικανικές Πολιτείες. Ολοι θα καταλάβουν, αλλά θα είναι πολύ αργά, ότι δεν μπορεί να υπάρξει νομισματική ένωση χωρίς πολιτική ένωση, ότι δεν μπορεί να υπάρξει ευρώ χωρίς ευρωπαϊκή κυβέρνηση.
Και όμως, μέχρι πριν από μερικούς μήνες το ευρώ έμοιαζε το καλύτερο νόμισμα του κόσμου· το πιο φρόνιμο, το καλύτερα προστατευμένο. Οι τράπεζες της ευρωζώνης δεν υπέφεραν από τα προβλήματα των αγγλοσαξωνικών και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έκανε καταπληκτική δουλειά! Χάρη στην ασπίδα του ευρώ, οι ευρωπαϊκές οικονομίες είχαν γλιτώσει από τις άγριες και καταστρεπτικές υποτιμήσεις που σκοτώνουν το εμπόριο.
Αμέτρητες ήταν οι χώρες που χτυπούσαν την πόρτα του ευρώ για να επωφεληθούν και εκείνες από αυτή την όαση ειρήνης. Να όμως που σήμερα η ασπίδα μετατράπηκε σε ρομφαία.
Αν η Ευρώπη διέρχεται σήμερα κρίση, αυτό οφείλεται στο ευρώ. Και δεν πρόκειται για κρίση, αλλά για κρίσεις: κρίση δημοσιονομική, όπως δείχνει το παράδειγμα της Ελλάδας. Κρίση ανταγωνιστικότητας, που απειλεί ευθέως μια χώρα σαν την Ισπανία- από το 1998 ως το 2008 οι μισθοί στη χώρα αυτή αυξήθηκαν κατά 50% σε σχέση με μόλις 25% στη Γερμανία.
Κρίση θεσμική, αφού η ανεξέλεγκτη αύξηση των ελλειμμάτων ενταφίασε οριστικά το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο υποτίθεται ότι θα έδινε την εγγύηση μια σώφρονος οικονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη.
Η Συμφωνία του Μάαστριχτ τα είχε προβλέψει όλα, εκτός από το πιο σημαντικό: ποιοι μηχανισμοί αλληλεγγύης πρέπει να ενεργοποιηθούν όταν μια χώρα της ευρωζώνης βρεθεί στο χείλος της χρεοκοπίας και απειλεί και τις υπόλοιπες.
Κάπως έτσι προέκυψε η νεφελώδης ιδέα του γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, το οποίο κανείς δεν έχει καταλάβει τι θα κάνει. Κάπως έτσι αποφασίστηκε και η εμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Πρόκειται για ένα διπλό εξευτελισμό για την Ευρώπη. Πρώτον, επειδή δεν μπόρεσε να λύσει μόνη της το πρόβλημα. Δεύτερον, επειδή ζήτησε τη βοήθεια του ΔΝΤ, στο οποίο τη μεγαλύτερη συνεισφορά έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η Αμερική καλείται έτσι να βοηθήσει ένα νόμισμα το οποίο υποτίθεται ότι θα ανταγωνιζόταν και κάποια στιγμή μάλιστα θα εκθρόνιζε το δολάριο. Πρόκειται, τέλος, για μια κρίση ταυτότητας. Αντί να φέρει πιο κοντά τις χώρες που το υιοθέτησαν, το ευρώ αυξάνει το χάσμα μεταξύ τους. Η υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Κριστίν Λαγκάρντ καταγγέλλει τον εγωισμό της γερμανικής οικονομικής πολιτικής, οι Γερμανοί χαρακτηρίζουν τους Ελληνες «απατεώνες και τεμπέληδες» και οι Ελληνες επικαλούνται το σκοτεινό παρελθόν της Γερμανίας για να εξηγήσουν την αδιαλλαξία του Βερολίνου.
Αυτό που κρατά σήμερα το ευρώ στη ζωή είναι η σύνθετη διαδικασία που θα χρειαζόταν για την κατάργησή του και την επιστροφή των εθνικών νομισμάτων. Το βέβαιο είναι ότι βρισκόμαστε μακριά από την «υπέροχη κοινή μας τύχη», στην οποία αναφερόταν κάποτε ο ΖανΚλοντ Τρισέ. Και το επίσης βέβαιο είναι ότι ο Μίλτον Φρίντμαν άξιζε το βραβείο Νομπέλ με το οποίο τιμήθηκε.