«Η Ελλάδα είναι μία κατηγορία από μόνη της, καθώς συνδυάζει τις υψηλές και επίμονες δημοσιονομικές ανισορροπίες και την παρατεταμένη απώλεια ανταγωνιστικότητας», επισημαίνει η Κομισιόν στην τριμηνιαία έκθεσή της, που είδε το φως της δημοσιότητας τη Μ.Τετάρτη, συνιστώντας στην ελληνική κυβέρνηση την άμεση προώθηση των μεταρρυθμίσεων.
Συγκεκριμένα, στην έκθεση της η Κομισιόν σημειώνει ότι η επιδείνωση των σημαντικών οικονομικών ανισοτήτων και η διεύρυνση του χάσματος στην ανταγωνιστικότητα είναι μερικές από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης για τις 16 χώρες της ευρωζώνης.
ΗΚομισιόν αναφέρει ότι η οικονομική ανάκαμψη συντελείται υπό συνθήκες αυξημένου κινδύνου, κυρίως εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας.
«Δεδομένου ότι η απογοητευτική προοπτική της αγοράς εργασίας υπονομεύει τη ζήτηση και ότι πολλές από τις αναπτυξιακές δυνάμεις έχουν προσωρινό χαρακτήρα, η δυναμική της ΕΕ εξακολουθεί να είναι αμφίβολη» υπογραμμίζεται.
Η είσοδος του ευρώ έχει οδηγήσει σε μεγεθυνόμενες αποκλίσεις σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας μεταξύ κρατών-μελών όπως, για παράδειγμα, μεταξύ της Γερμανίας και της Ελλάδας ή της Ισπανίας. Το αποτέλεσμα είναι στις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες να παρατηρείται διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, την ώρα που άλλοι εταίροι τους παρουσιάζουν πλεονάσματα, λέει η Κομισιόν.
«Μπορεί η κρίση έχει επιφέρει άμβλυνση των διαφορών σε επίπεδο εμπορικού ισοζυγίου στην ευρωζώνη, αλλά όσον αφορά στις υπάρχουσες αποκλίσεις ανταγωνιστικότητας μεταξύ των κρατών μελών έχει σημειωθεί ελάχιστη διόρθρωση» συμπληρώνει.
Οι χώρες οι οποίες έχουν χάσει την ανταγωνιστικότητά τους πρέπει να δρομολογήσουν άμεσα μεταρρυθμίσεις προκειμένου να ανακτήσουν τα προηγούμενα επίπεδα, υποστηρίζει. Αυτό ισχύει κυρίως για την Ελλάδα, η οποία έχει αποσπάσει υπόσχεση για βοήθεια από τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ, σε περίπτωση επιδείνωσης των οικονομικών της.
Για την Ελλάδα, η Κομισιόν σημειώνει ότι «είναι ειδική περίπτωση, καθώς χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από μεγάλα και μόνιμα δημοσιονομικά ελλείμματα και παρατεταμένη απώλεια ανταγωνιστικότητας».
«Η κρίση κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων και μεγαλύτερου συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών της ευρωζώνης.Με τη συντονισμένη και φιλόδοξη ανταπόκριση, θα διευκολυνθούν οι διαδικασίες δημοσιονομικής προσαρμογής και θα βελτιωθούν σημαντικά οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της ευρωζώνης» εκτιμά.
Ερωτηθείς σχετικά με τα αυξημένα spreads των ελληνικών ομολόγων, ο εκπρόσωπος της Κομισιόν απάντησε ότι το «δίχτυ ασφαλείας» για την Ελλάδα θα καθησυχάσει τις αγορές.
«Οι (ελληνικές) προσπάθειες, η στήριξη και η αποφασιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ (…) θα συμβάλλουν σταδιακά στο να πεισθούν οι αγορές. Κανείς δεν περιμένει να γίνει αυτό σε μια μέρα» τόνισε.
Κομισιόν: «Η Ελλάδα βρίσκεται στο σωστό δρόμο»
Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ για το «δίχτυ ασφαλείας» της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να οδηγήσει σταδιακά σε μια εξομάλυνση της κατάστασης, δήλωσε σήμεραΤετάρτη ο εκπρόσωπος του Φινλανδού επιτρόπου Όλι Ρεν, αποφεύγοντας να σχολιάσει τα αποτελέσματα της πρόσφατης δημοπρασίας του 7ετούς ομολόγου.
Ειδικότερα, απαντώντας σε σχετική ερώτηση κατά την τακτική ενημέρωση των δημοσιογράφων, ο Αμαντέο Αλταφάζ είπε ότι η απόφαση της Συνόδου Κορυφής θα πρέπει να οδηγήσει σε μεγαλύτερη «προβλεψιμότητα» και να υπάρξουν διαβεβαιώσεις των δυνάμεων των αγορών.
Ο εκπρόσωπος του Όλι Ρεν, είπε επίσης ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο σωστό δρόμο, καθώς έχει καταβάλλει τις απαιτούμενες εσωτερικές προσπάθειες προκειμένου να πετύχει τους φιλόδοξους στόχους που έχει θέσει για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος το 2010.
Ο Α. Αλταφάζ ανέφερε ακόμη ότι η προσπάθεια συνεχίζεται και ότι, όπως προβλέπεται από τη σχετική διαδικασία, η επόμενη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας θα γίνει το Μάιο.
Η έμφαση θα δοθεί κυρίως σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο και ειδικότερα στις διαρθρωτικές πτυχές της όλης προσπάθειας και όχι μόνο στα ζητήματα που αφορούν τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Ο κ. Αλταφάζ τόνισε τέλος ότι οι αποφασιστικές προσπάθειες της Ελλάδας έχουν την υποστήριξη της ΕΕ, της ευρωζώνης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και επέμεινε στο γεγονός ότι δεν μπορεί να αναμένεται αλλαγή στις συνθήκες που διέπουν την έκδοση ομολόγων με ραγδαίο τρόπο, δηλαδή από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά ότι αυτό θα γίνει σταδιακά.