Τα πράγματα δείχνουν να ξεφεύγουν από κάθε πρόβλεψη.
Το χθεσινό περιστατικό στα Πατήσια είναι ενδεικτικό της απώλειας των φρένων.
Ούτε κανόνας, ούτε έλεγχος, ούτε η ελάχιστη κοινωνική ευθύνη από εκείνους που υποτίθεται θέλουν ένα κόσμο διαφορετικό και καλύτερο. Οι «επαναστάτες», οι όποιοι «επαναστάτες», υπό την επίδραση πολιτικού πυρετού και έξαψης αποφάσισαν να βάλουν βόμβα σε ένα υποτιθέμενο κέντρο του συστήματος, προκειμένου να μεταδώσουν το «φλογισμένο» μήνυμά τους στην κοινωνία.
Διάλεξαν ως συμβολικό στόχο ένα δευτεροκλασάτο κέντρο επιμόρφωσης στελεχών, το οποίο τυχαίνει να είναι εγκατεστημένο στην πιο πυκνοκατοικημένη και πιο υποβαθμισμένη αστική περιοχή της πρωτεύουσας.
Στα Κάτω Πατήσια λοιπόν τοποθέτησαν τον εκρηκτικό μηχανισμό. Σε χώρο σχεδόν γκετοποιημένο, σε τόπο όπου ζουν και κινούνται άπειροι άνθρωποι, κυρίως μετανάστες, αλλά και πάμπτωχοι αυτόχθονες, γενικώς φτωχοδιάβολοι, δυνάμει σύμμαχοι των «επαναστατών». Και βρήκαν το σωστό μέρος. Κοντά στις γραμμές του Ηλεκτρικού, στην πόρτα του κέντρου ή στον διπλανό κάδο απορριμμάτων, σε σημείο τέλος πάντων που προκαλεί τα μάτια και την περιέργεια πρώτα απ΄ όλα των φτωχών ανθρώπων, οι οποίοι συνήθως ψάχνουν στα σκουπίδια, αναποδογυρίζουν άδειες κούτες και σηκώνουν παρατημένους σάκκους μήπως και βρουν κάτι πολύτιμο ή απλώς φαγώσιμο. Κατά μια εκδοχή υπήρξε προειδοποιητικό τηλεφώνημα το πρωί, αλλά η διεύθυνση που δόθηκε δεν ήταν η σωστή ή δεν ακούστηκε σωστά από την τηλεφωνήτρια του τηλεοπτικού σταθμού και μεταδόθηκε λάθος στην Αστυνομία, με αποτέλεσμα να μην ελεγχθεί ο χώρος και να ξεμείνει ο εκρηκτικός μηχανισμός ακέραιος και ενεργός, έτοιμος να σκάσει ανά πάσα στιγμή. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο σάκος είχε μόλις αφεθεί και οι δράστες δεν πρόλαβαν να προειδοποιήσουν τις Αρχές.
Οπως και αν έχει τα δύο παιδάκια βρήκαν μια βόμβα παρατημένη στον δρόμο, στο πεζούλι, στην εξώπορτα ή στον κάδο του δήμου.
Ανυποψίαστα, την περιεργάστηκαν και αυτή έσκασε. Το ένα κομματιάστηκε, το άλλο κινδυνεύει να τυφλωθεί και η δόλια η μάνα τους που τα πήρε από την Καμπούλ για να τα σώσει από τους Ταλιμπάν, κλαίει και οδύρεται για το κακό που τη βρήκε στην Αθήνα του πολιτισμού και της ανθρωπιάς. Δεν ήξερε, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα γλίτωνε από τους φανατικούς ιεροδιάκονους του Ισλάμ και εδώ θα βρισκόταν αντιμέτωπη με «επαναστάτες» της συμφοράς, με πρόσωπα που υποτίθεται θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο και δεν είναι σε θέση να σκεφθούν τα αυτονόητα, ούτε να λάβουν τα απλούστερα των μέτρων ασφαλείας, ακριβώς για να μην την πληρώσουν κακόμοιροι άνθρωποι, στο όνομα των οποίων υποτίθεται ότι δρουν.