Η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση παραμένει, από τις αρχές του 20ού αιώνα ως σήμερα, ένα πολυσυζητημένο και αμφιλεγόμενο ζήτημα και ταυτόχρονα ως ελκυστικό ιστοριογραφικό ζητούμενο. Η αντιπαράθεση μερικές φορές φθάνει σε μορφές παροξυσμού, όταν μάλιστα απλώνεται από τις μεταφυσικές αγωνίες για τη σωτηρία της ψυχής ως την πολύ γήινη συζήτηση για τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας ή τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Το ενδιαφέρον πάντως του ευρύτερου κοινού για τη συμμετοχή της Εκκλησίας στην Ελληνική Επανάσταση, πέρα από τις παραπάνω σύγχρονες συνδηλώσεις, δεν είναι ανεξήγητο. Προέρχεται, πιστεύω, από μερικά ερωτηματικά που γεννά η σύμμεικτη και πολυσυλλεκτική προέλευση των κοινωνικών δυνάμεων, και ανάμεσά τους της Εκκλησίας, που αγωνίστηκαν για την Εθνική Ανεξαρτησία.
Είναι μάλιστα περίεργο να διαπιστώνει κανείς ότι αυτό που ήταν ένα κατόρθωμα της Φιλικής Εταιρείας ως οργανώτριας πολιτικής δύναμης της Επανάστασης, η «εθνική ενότητα» δηλαδή, εκπέμπει, ακόμη και σήμερα, ένα πολύσημο και δυσνόητο μήνυμα που συχνότερα οδηγεί στη μύθευση και σπανιότερα στην κατανόηση της ιστορικής πολυπλοκότητας.
Σταυρός εναντίον ημισελήνου
Ας περιοριστούμε όμως στην κατάσταση των πραγμάτων και μόνον. Η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ασφαλώς αφόρισε τον Υψηλάντη και την Ελληνική Επανάσταση και, παρά τη μάλλον περιορισμένη διάδοση του αφορισμού κανείς δεν μπορεί να αποτιμήσει με ακρίβεια τις παρενέργειες αυτής της πράξης πάνω στο επαναστατικό φρόνημα των ραγιάδων. Ωστόσο, όλοι ξέρουμε σήμερα ότι ο αφορισμός δεν στάθηκε ικανός να αποτρέψει την επαναστατική κίνηση. Ετσι ενεργοποιήθηκε μια νέα διχοτομία: χριστιανοί-αποστάτες, μουσουλμάνοι-αμυνόμενοι, η οποία συνέχιζε ανεστραμμένη την προαιώνια και δομική διχοτομία της οθωμανικής αυτοκρατορίας: χριστιανοί-υποτελείς, μουσουλμάνοι-κυρίαρχοι. Αλλωστε σε αυτή την ανατροπή είχε θεμελιωθεί το διφυές ιδεολογικό οικοδόμημα της Ελληνικής Επανάστασης: νίκη του σταυρού κατά της ημισελήνου και δημιουργία εθνικής εστίας για την ελληνο-χριστιανική κοινότητα.
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της μείζονος αντιπαλότητας, όχι μόνον ξεχάστηκε η αποκήρυξη της Επανάστασης από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου, αλλά η πράξη αυτή θεωρήθηκε από την επαναστατική ηγεσία ως προϊόν βίας επί του σώματος της Εκκλησίας και μαζί με την απρόκλητη θανάτωση του Πατριάρχη και των άλλων Μητροπολιτών, καθώς και των επώνυμων ελληνο-χριστιανών της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποιήθηκε ως ένα πρόσθετο επιχείρημα, εντός και εκτός των συνόρων της Αυτοκρατορίας, υπέρ της νομιμότητας της εξέγερσης. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ακόμη ότι η νέα Ηγεσία της Επανάστασης (όχι μόνο η ηγεσία των πρώτων ημερών της εξέγερσης) δεν είχε κανένα λόγο να αποδεχθεί τον αφορισμό και την αποκήρυξη, ως προϊόντα της ελεύθερης βούλησης της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, γιατί κάτι τέτοιο αφενός θα αποτελούσε ένα μειονέκτημα στην πρόσληψη του Αγώνα από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα και αφετέρου θα οδηγούσε σε μια ανοιχτή ρήξη μεταξύ Ελληνικής Επανάστασης- Οικουμενικού Πατριαρχείου που ασφαλώς δεν αντιστοιχούσε ούτε στο συνολικό πνεύμα του Αγώνα ούτε και στις συγκεκριμένες συνθήκες της εποχής.
Αλλά η φυσική εξόντωση του Πατριάρχη και άλλων Μητροπολιτών στην Κωνσταντινούπολη και στις επαρχίες, που κατά την οθωμανική παράδοση θεωρήθηκαν θεσμικά υπεύθυνοι της αποστασίας (όπως επί αιώνες ελειτούργησαν ως θεσμικοί εγγυητές της υποταγής), δεν στάθηκε ικανή να ανατρέψει την πορεία του επαναστατικού κινήματος. Και αυτό ήταν βέβαια φυσικό, αφού το κίνημα της Εθνικής Ανεξαρτησίας είχε ξεκινήσει και αναπτυχθεί σε εξωθρησκευτική λογική και σε ολότελα εξω-εκκλησιαστικό περιβάλλον, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή σε αυτό κληρικών όλων των βαθμίδων. Ως εκ τούτου, κανενός είδους εκκλησιαστική καταδίκη δεν το αφορούσε άμεσα, δεν αφορούσε πάντως την ανώτερη οργανωτική δομή του. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι ούτε η μυστική Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, ούτε ο αρχηγός της εξέγερσης Αλέξανδρος Υψηλάντης συνεργάστηκαν με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως θεσμό, ούτε εζήτησαν τη συγκατάθεσή του πριν φθάσουν στην επαναστατική ρήξη του ΄21. Με το σκεπτικό αυτό, η αναζήτηση οργανικής σχέσης ανάμεσα στην Επανάσταση και στην Εκκλησία πραγματικά δεν έχει κανένα νόημα.
Ορθοδοξία και κρατική εξουσία
Τα πράγματα όμως για άλλη μία φορά είναι περισσότερο πολύπλοκα απ΄ όσο φαίνονται. Ιδού ένα ακόμη παράδειγμα. Στην Πελοπόννησο οι περισσότεροι Μητροπολίτες και Επίσκοποι είναι μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Στις μικρές επαρχιακές κοινωνίες της εποχής, το πράγμα μπορεί να μην ήταν ένα πασίγνωστο μυστικό, ασφαλώς όμως για τη μικρή ομάδα των μυημένων, η συμμετοχή του ανώτερου κλήρου έδινε την αίσθηση της ευρύτητας και της συμπαράταξης και περαιτέρω μιας ψυχολογικής ασφάλειας, πολύτιμης για τη συμμετοχή στο τελικό εγχείρημα.
Ωστόσο λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη του Αγώνα οι Μητροπολίτες, οι Επίσκοποι και οι κοινοτικοί άρχοντες του Μοριά, στο σύνολό τους σχεδόν μέλη της Φιλικής Εταιρείας, δέχτηκαν, εκτός εκείνων της Αχαΐας, να προσέλθουν στην έδρα του πασαλικίου και να χρησιμοποιηθούν ως εγγυητές της νομιμοφροσύνης των ραγιάδων. Φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν ως την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) και πολλοί έχασαν και τη ζωή τους. Το γεγονός πέρα από την τραγικότητα και την ανθρώπινη πλευρά του, δημιουργεί μερικά ερωτηματικά που αξίζει τον κόπο τουλάχιστον να καταγραφούν.
Αυτοί που δέχτηκαν να προσέλθουν στην Τριπολιτσά, όπως το αναφέραμε ήδη, είναι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και, παρόντος μάλιστα του αεικίνητου Παπαφλέσσα στην περιοχή, συμμετέχουν ή πληροφορούνται τα προκαταρκτικά της εξέγερσης. Τι πιστεύουν λοιπόν προσερχόμενοι στην Τριπολιτσά; Οτι η Επανάσταση μπορούσε να γίνει και χωρίς αυτούς και αυτό που προείχε ήταν ο εφησυχασμός της Τουρκικής Διοίκησης, ή ότι η Επανάσταση μπορούσε και να μη γίνει, οπότε αναρωτιέται κανείς για το πώς έβλεπαν οι ίδιοι τη μύησή τους σε μια απελευθερωτική οργάνωση και τη συμμετοχή τους την προετοιμασία του Αγώνα, η οποία είχε κιόλας ξεκινήσει. Στην Αχαΐα πάντως δόθηκε μια άλλη απάντηση. Ο Μητροπολίτης της Πάτρας Γερμανός και ο Επίσκοπος Κερνίτσης (: Καλαβρύτων) Προκόπιος, σε συμφωνία με τους κοινοτικούς άρχοντες, δεν προσήλθαν στην Τριπολιτσά, συνέχισαν τις προετοιμασίες του Αγώνα, και στις 25 Μαρτίου εκήρυξαν επίσημα την Επανάσταση στην Πάτρα.
Ας προχωρήσουμε όμως σε μια συνθετική (συμβιβαστική ίσως για κάποιους) ματιά στο επίμαχο ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και Επανάστασης. Στον βαθμό που η Ορθόδοξη Εκκλησία, στις συνθήκες της οθωμανικής κυριαρχίας, δίπλα από τις λατρευτικές της πρακτικές ασκεί και κοινοτικές λειτουργίες, εκπροσωπεί δηλαδή τον ορθόδοξο λαό απέναντι στην κρατική εξουσία, είναι φυσικό να εξελίσσεται σε εθναρχεύουσα δύναμη, με αποτέλεσμα να εμπλέκεται κατά καιρούς, στο σύνολό της ή περιφερειακά, σε πολιτικές (εξω-εκκλησιαστικές δράσεις) με αποκορύφωμα τα εθνικά κινήματα, κυρίως του 19ου και του 20ού αιώνα.
Ο κ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι ιστορικός.