ΓΙΟΥΡΙ ΜΠΑΣΜΕΤ Ολα για την «ερωμένη» του

Κάποτε ζήτησαν από τον Γιούρι Μπασμέτ να πει ένα ανέκδοτο για τη βιόλα: «Α, υπάρχουν τόσο πολλά» απάντησε εκείνος. «Είναι πραγματικά δύσκολο να επιλέξω». Τελικά αποφάσισε: «Μια φορά, στο τέλος κάποιας συναυλίας» είπε «ρώτησαν έναν μουσικό να επιλέξει ποιον θα σκότωνε πρώτο:τον μαέστρο ή έναν βιολιστή. Εκείνος απάντησε ότι πρώτα θα σκότωνε τον μαέστρο και μετά τον βιολιστή. Γιατί; τον ρώτησαν. Μα, απάντησε εκείνος, πρώτα έρχεται η δουλειά και μετά η διασκέδαση».

Κάποτε ζήτησαν από τον Γιούρι Μπασμέτ να πει ένα ανέκδοτο για τη βιόλα: «Α, υπάρχουν τόσο πολλά» απάντησε εκείνος. «Είναι πραγματικά δύσκολο να επιλέξω». Τελικά αποφάσισε: «Μια φορά, στο τέλος κάποιας συναυλίας» είπε «ρώτησαν έναν μουσικό να επιλέξει ποιον θα σκότωνε πρώτο:τον μαέστρο ή έναν βιολιστή. Εκείνος απάντησε ότι πρώτα θα σκότωνε τον μαέστρο και μετά τον βιολιστή. Γιατί; τον ρώτησαν. Μα, απάντησε εκείνος, πρώτα έρχεται η δουλειά και μετά η διασκέδαση». Επιτυχημένο ή όχι, το παραπάνω ανέκδοτο δεν ήταν παρά μια προσπάθεια του ρώσου σουπερστάρ της βιόλας να εκφράσει με χιούμορ την τρυφερότητά του για το αγαπημένο του έγχορδο. Για τον 57χρονο Μπασμέτ, η βιόλα κρύβει κάποιο μυστήριο και σε αυτό ακριβώς το στοιχείο οφείλει την ιδιαιτερότητά της. «Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως είναι κάτι ανάμεσα στο βιολί και στο βιολοντσέλο. Από τη μια πλευρά είναι σωστό, από την άλληόμως όχι, αν σκεφθεί κανείς πως η βιόλα είναι παλαιότερη και από τα δύο αυτά όργανα» λέει.

Ο Μπασμέτ θα εμφανιστεί στο Μέγαρο με τη διπλή ιδιότητα του σολίστα και του αρχιμουσικού, διευθύνοντας τους Σολίστ της Μόσχας: την ορχήστρα δωματίου που ίδρυσε αρχικά το 1986, και όταν το πρώτο εκείνο συγκρότημα διαλύθηκε, την επανίδρυσε το 1992 με νέους ταλαντούχους σπουδαστές του Ωδείου της Μόσχας. Κάποτε τον ρώτησαν πώς καταφέρνει και μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην ερμηνεία και στη διεύθυνση: «Δεν τον μοιράζω εγώ, η ζωή τον μοιράζει» απάντησε. «Μη μου ζητάτε να το εξηγήσω, δεν μπορώ:δεν είναι θέμα πειθαρχίας αλλά αναρχίας».

Στην ίδια εκείνη συνέντευξη έλεγε πως οι δύο ιδιότητες αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά ταυτόχρονα παραδεχόταν πως όταν κάποιος έχει κάνει μια πραγματικά μεγάλη καριέρα ως σολίστ, είναι καλύτερο να μη διευθύνει. Ως παράδειγμα έφερνε τον θρυλικό Μστισλάβ Ροστροπόβιτς. «Αισθανόταν βαθιά τη μουσική όταν διηύθυνε, ωστόσο όλοι τον είχαν ταυτίσει με το βιολοντσέλο. Κακά τα ψέματα, δεν μπορείς να κοπείς στα δύο και να είναι το ίδιο δυνατά και τα δύο κομμάτια σου. Πολύ δύσκολα κάποιος μπορεί να τα καταφέρει».

Ο πολυβραβευμένος Μπασμέτ έχει να επιδείξει πλούσια φιλανθρωπική αλλά και εκπαιδευτική δραστηριότητα, μεταξύ άλλων και στον χώρο της τηλεόρασης. Ποιος είναι ο σκοπός της μουσικής; τον ρώτησαν κάποτε. «Αν μπορούσα να σας απαντήσω» είχε πει εκείνος «τότε η μουσική δεν θα ήταν αυτό που είναι. Το καλό, δηλαδή, και το κακό, η ζωή και ο θάνατος, το άσπρο και το μαύρο, η αγάπη και το μίσος. Ολα αυτά είναι μουσική. Και δεν έχει καμιά σημασία η εθνικότητα του συνθέτη. Η μουσική του Μότσαρτ δεν είναι αυστριακή. Είναι απλώς καλή».

Πρωτιές, από το Τόκιο ως την Αθήνα
Στα πρώτα βήματα της καριέρας του ο Μπασμέτ ένιωθε ότι ακολουθεί πορεία μοναχική. Ωστόσο οι «πρωτιές» που έχει στο ενεργητικό του τον κάνουν να καμαρώνει: ήταν ο πρώτος που έδωσε ρεσιτάλ βιόλας στη μεγάλη αίθουσα του Ωδείου της Μόσχας, στο Παρίσι, στη Σκάλα του Μιλάνου, στο Αμστερνταμ, στο Τόκιο, στο Ελσίνκι, στην Κοπεγχάγη και σε πολλά άλλα μέρη. Ιδιαίτερη είναι εξάλλου η σχέση του με την Αθήνα, αφού τον Μάρτιο του 1991 με τους ήχους της βιόλας του εγκαινίασε την Αίθουσα Φίλων της Μουσικής του Μεγάρου (νυν Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης) όπου εν προκειμένω επιστρέφει.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.