Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αν σιωπούν οι διανοούμενοι σήμερα στη χώρα μας θα πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε ποιοι είναι οι διανοούμενοι στη χώρα μας, πράγμα κάθε άλλο παρά εύκολο. Διότι η έννοια του διανοουμένου είναι στα καθ΄ ημάς τόσο συγκεχυμένη που θα έπρεπε πρώτα να επιχειρήσουμε ορισμένες βασικές διακρίσεις.
Η βασικότερη διάκριση που θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς είναι εκείνη ανάμεσα στην ευρύτερη και στη στενότερη έννοια του όρου. Με την ευρύτερη έννοια διανοούμενος είναι- μιλάω πάντοτε για την Ελλάδα- εκείνος που θεωρείται διανοούμενος (είτε από τους άλλους είτε από τον εαυτό του). Με την έννοια αυτή οι διανοούμενοι είναι σήμερα τόσο πολλοί ώστε να αποτελούν μία από τις πολυπληθέστερες τάξεις στη χώρα μας. Με τη στενότερη- δηλαδή, με την ακριβέστερη- έννοια του όρου, διανοούμενοι, κατά τη γνώμη μου, είναι όσοι διαθέτουν τις εξής τρεις ιδιότητες (και τις τρεις):
α) Εχουν τις απαιτούμενες γνώσεις για τα φλέγοντα κοινωνικοπνευματικά ζητήματα της εποχής τους. β) Σκέφτονται με το μυαλό τους, όχι με το μυαλό των άλλων. γ) Διατυπώνουν δημοσίως τις σκέψεις τους για τα παραπάνω ζητήματα.
Σύμφωνα με την έννοια αυτή, οι διανοούμενοι στη χώρα μας είναι, αν δεν κάνω λάθος, τόσο λίγοι ώστε να μην μπορούν να γεμίσουν μια αίθουσα σεμιναρίου. Και τούτο γιατί οι περισσότεροι από τους διανοουμένους με την ευρεία έννοια δεν διαθέτουν τη δεύτερη- και σπουδαιότερη- από τις τρεις ιδιότητες που διακρίνουν τους διανοουμένους με την ακριβέστερη, δηλαδή με τη σωστή, έννοια του όρου (πολύ συχνά δεν διαθέτουν ούτε και την πρώτη). Είναι, πιστεύω, σπουδαιότερη η δεύτερη ιδιότητα, γιατί διανοούμαι σημαίνει στοχάζομαι, συλλογίζομαι σε βάθος, σκέφτομαι κριτικά.
Θα πρέπει να σταθούμε λίγο σε αυτή την έλλειψη. Ως συναρτώμενη με την περιφερειακή θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό και στο ευρύτερο δυτικό διανοητικό γίγνεσθαι, είναι, ως έναν βαθμό, κατανοήσιμη. Λέω ως έναν βαθμό, γιατί το γεγονός ότι η νεοελληνική διανόηση υπήρξε σχεδόν πάντοτε μεταπρατική των ιδεών που παράγονται στα διανοητικά κέντρα δεν δικαιολογεί τη σημερινή έκταση της απουσίας αυτενέργειας στη σκέψη της. Ελάχιστοι είναι οι σημερινοί έλληνες διανοούμενοι που συνδιαλέγονται δημιουργικά με τις ιδέες των διανοουμένων των κέντρων, δηλαδή που παράγουν δική τους σκέψη και που θα μπορούσαν ως εκ τούτου να χαρακτηριστούν διανοούμενοι με την ουσιαστική έννοια του όρου. Οι περισσότεροι- οι συντριπτικά περισσότεροι- αναπαράγουν άκριτα τις «κεντρικές» ιδέες, ακόμη και όταν οι ιδέες αυτές είναι φανερό ότι δεν μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα την ελληνική πραγματικότητα. Από την άποψη αυτή, η ελληνική διανόηση παραμένει αφόρητα επαρχιωτική!
Τα παραπάνω ήταν, πιστεύω, απαραίτητα αν θέλουμε να απαντήσουμε με κάποια ακρίβεια στο ερώτημα αν οι έλληνες διανοούμενοι σιωπούν ή όχι σήμερα, σε μιαν εποχή που ο λόγος της διανόησης είναι στον τόπο μας ιδιαίτερα αναγκαίος. Σε ό,τι αφορά τους διανοουμένους με την ουσιαστική έννοια του όρου, θα έλεγα ότι γενικά δεν σιωπούν, με τη διευκρίνιση όμως ότι, επειδή είναι πολύ λίγοι και επειδή ορισμένοι από αυτούς μιλούν λιγότερο απ΄ ό,τι θα έπρεπε ή δεν μιλούν καθόλου, η φωνή τους διακρίνεται πολύ δύσκολα. Και αυτό γιατί χάνεται κάτω από τη φωνή των διανοουμένων με τη μη ουσιαστική έννοια του όρου, οι περισσότεροι από τους οποίους όχι μόνο μιλούν, ενίοτε ακατάσχετα, αλλά και συχνά φωνασκούν.
Εχοντας λοιπόν απεικονίσει το τοπίο των διανοουμένων μας σήμερα με τους όρους που το περιέγραψα, θα μπορούσε κανείς, ως προς την παρουσία τους στην ελληνική πραγματικότητα, να επιχειρήσει να καταρτίσει μια τυπολογία τους. Ετσι θα έλεγα ότι οι έλληνες διανοούμενοι γενικά, δηλαδή με την ευρύτερη έννοια του όρου (στην οποία περιλαμβάνονται, βέβαια, και οι διανοούμενοι με τη στενότερη έννοιά του), θα μπορούσαν να διακριθούν σήμερα σε επτά κατηγορίες, στις εξής:
1. Σε εκείνους που μιλούν όσο θα έπρεπε.
2. Σε εκείνους που, δυστυχώς, μιλούν λίγο.
3. Σε εκείνους που, δυστυχώς, σιωπούν.
4. Σε εκείνους που,ευτυχώς,μιλούν λίγο.
5. Σε εκείνους που, ευτυχώς, σιωπούν.
6. Σε εκείνους που, δυστυχώς, μιλούν πολύ.
7. Σε εκείνους που, δυστυχώς, δεν σιωπούν.
Αθροίζοντας συγκριτικά τις ποσότητες ομιλίας και σιωπής των παραπάνω κατηγοριών το εξαγόμενο (μιλώντας πάντοτε γενικά) φέρνει αναπόφευκτα στον νου τον γνωστό δεκασύλλαβο στίχο του ιρλανδού ποιητή Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς (1865-199), τον οποίο μεταφράζω στον εθνικό μας δεκαπεντασύλλαβο:
Αυτοί που ξέρουν δεν μιλούν κι όσοι μιλούν δεν ξέρουν.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.