Οταν τον Νοέμβριο του 2008 παρακολουθούσα την ταινία «Βank Βang» τουΑργύρη Παπαδημητρόπουλου,ένα από τα πράγματα που θυμάμαι ότι σκεπτόμουν ήταν πως, εφόσον γυρίστηκε στην Ελλάδα μια τέτοια ταινία, ε, τότε η ελληνική κωμωδία έχει ακόμη ελπίδες.
Παρακολουθώντας πριν από μερικούς μήνες την «Κληρονόμο» τουΠαναγιώτη Φαφούτηκαι πριν από μερικές ημέρες τις «180 μοίρες» τουΝικόλα Δημητρόπουλου ένιωσα με τρόμο να επανέρχομαι στη σκληρή πραγματικότητα της προχειροφτιαγμένης, ανεπεξέργαστης και εν τέλει ανόητης κωμωδίας που από τα τέλη της δεκαετίας του ΄90 κυριαρχεί τόσο έντονα στο τοπίο του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου.
Οι «180 μοίρες» πραγματεύονται τη σταδιακή «μεταμόρφωση» μιας καταπιεσμένης μεγαλοαστής (Παναγιώτα Βλαντή) σε δυναμική γυναίκα που εκδικείται το πάμπλουτο κάθαρμα που έχει για σύζυγο (Βλαδίμηρος Κυριακίδης). Πλην της στοιχειώδους ιδέας (που υπάρχει) και της παρουσίας δύο ηθοποιών, τουΜιχάλη Μαρίνου και τουΓιώργου Γιαννόπουλου,που καταφέρνουν να εκτεθούν όσο το δυνατόν λιγότερο, η ταινία πάσχει σε όλα τα υπόλοιπα. Αν ο Κυριακίδης είχε στο μυαλό του την παρωδία μιας ελληνικής βερσιόν τουΡόμαν Αμπράμοβιτς, τότε αμφιβάλλω όχι μόνο για το αν ξέρει τι εστί Αμπράμοβιτς αλλά και για το τι εστί παρωδία. Η μετατροπή τής κατά τα άλλα συμπαθέστατης Βλαντή από πρόβατο σε λύκο είναι τόσο πειστική όσο πειστικός θα ήταν οΝτενζέλ Ουάσινγκτονστον ρόλο τουΜπιλ Κλίντον. Η δε σκηνή της με το πιστόλι θα πρέπει να διδάσκεται στις ακαδημίες κινηματογράφου ως παράδειγμα προς αποφυγήν.
Το αποκαρδιωτικό όμως στις «180 μοίρες» είναι ότι πάσχει παντού, ακόμη και στους τεχνικούς τομείς που περιμένεις να έχουν βελτιωθεί από την εποχή, φέρ΄ ειπείν, της δεκαετίας του ΄80. Παλαιότερα ο ήχος που δεν ακουγόταν ήταν παγιωμένο κακό του ελληνικού κινηματογράφου. Σήμερα όμως; Είναι δυνατόν με τα σύγχρονα μέσα να μην ακούς μια ταινία αν δεν είναι βωβή ή αν δεν είσαι κουφός; Είναι δυνατόν σήμερα ο φωτισμός μιας σύγχρονης παραγωγής να είναι χειρότερος από γερμανική τσόντα του ΄70; Μα καλά, στο μόνιτορ δεν τις έβλεπαν τις σκηνές; Εκτός βέβαια αν το έκαναν επίτηδες, οπότε πάω πάσο γιατί δεν αντιλήφθηκα τη σκηνοθετική άποψη του δημιουργού τού «Αlter ego». Ωστόσο δεν απογοητεύομαι. Υπάρχει πλέον μέτρο σύγκρισης, οπότε η διαφορά στην ποιότητα ακόμη και στις «εμπορικές ταινίες» γίνεται αμέσως αντιληπτή. Βλέπεις ποιος στοχεύει μεν στα πολλά εισιτήρια αλλά με όρεξη να φτιάξει κάτι που όντως να αξίζει και ποιος στοχεύει στο ίδιο πράγμα αλλά δουλεύοντας στο πόδι. Και πιστεύω ειλικρινά ότι η τσαπατσουλιά δεν μπορεί πια να αντέξει τον συναγωνισμό καλά δουλεμένων ταινιών όπως το «Βank Βang» ή η «Νήsos» του Χρήστου Δήμα,που επίσης παίχτηκε με τεράστια επιτυχία την εφετινή σεζόν.