Το μόνο που μπορεί να πει κάποιος είναι ότι τα έχουμε ξαναζήσει όλα αυτά. « Ποιος στο *** νομίζει πως είναι; Ποια είναι η ***υπερδύναμη εδώ; » φώναζε έξαλλος ο Μπιλ Κλίντον στους συνεργάτες του το 1996. «Αυτός» που αναφερόταν στην ερώτηση ήταν ο Βενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος τότε- όπως και σήμερα- ήταν ο πρωθυπουργός του Ισραήλ.
Ο Μπαράκ Ομπάμα, πιο ψύχραιμος χαρακτήρας από τον Κλίντον, μπορεί να μη χρησιμοποίησε τόσο σκληρή γλώσσα για τη συμπεριφορά της σημερινής κυβέρνησης Νετανιάχου που έχει εξοργίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ενα πράγμα μπορεί πάντως να προβλεφθεί ασφαλώς. Ο κ. Νετανιάχου θα γλιτώσει και από αυτό.
Περισσότερο από μία εβδομάδα μετά, η- κατά πρόσωπο- θρασύτητα της ανακοίνωσης ότι θα χτιστούν και άλλα σπίτια ισραηλινών εποίκων στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ εξακολουθεί να εντυπωσιάζει. Δεν ήταν μόνο άλλο ένα προληπτικό χτύπημα σε ένα από τα δυσκολότερα προς επίλυση ζητήματα προτού προχωρήσει η δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, στην οποία ακόμη και ο κ. Νετανιάχου δείχνει υποκριτική αφοσίωση. Η ανακοίνωση έγινε 24 ώρες μετά τις επίπονες διπλωματικές προσπάθειες της Ουάσιγκτον, που εξασφάλισαν συμφωνία για «εκ του σύνεγγυς συνομιλίες». Οι δύο πλευρές συμφώνησαν να μιλήσουν η μία με την άλλη, αν και όχι απευθείας. Η τύχη ακόμη και αυτών των επαφών είναι τώρα αμφίβολη.
Η ανακοίνωση ήλθε επίσης ακριβώς τη στιγμή που ο αμερικανός αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν- ένας πραγματικός φίλος του Ισραήλ, αν ποτέ υπήρχε ένας- βρισκόταν στη χώρα υποσχόμενος την «απόλυτη, ολοκληρωτική και αμακιγιάριστη» δέσμευση των ΗΠΑ στην ασφάλεια του Ισραήλ.
Ο κ. Νετανιάχου επιμένει ότι η ανακοίνωση τον αιφνιδίασε. Αλλά οι στενοί φίλοι δεν φέρονται σε μια προστάτιδα υπερδύναμη έτσι.
Ακόμη χειρότερα, ο κ. Νετανιάχου ύψωσε το δάχτυλο ακριβώς όταν υπήρχε μια ευκαιρία να κινηθούν οι τεκτονικές πλάκες της μεσανατολικής κρίσης. Το Ισραήλ και τα μετριοπαθή αραβικά κράτη είναι ενωμένα απέναντι στον φόβο ενός Ιράν με πυρηνικά όπλα να στέκει απειλητικά επάνω από την περιοχή. Η επίτευξη σοβαρής προόδου στο Παλαιστινιακό δεν θα μετακινούσε απλώς το σοβαρότερο και μεγαλύτερο εμπόδιο που τους χωρίζει. Θα εξασθένιζε και το ισχυρότερο κάλεσμα του Ιράν προς τον ισλαμικό πληθυσμό, αυτό που απευθύνει ως «πρωταθλητής» στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων απέναντι στους αμερικανούς και ισραηλινούς καταπιεστές.
Τώρα η ευκαιρία αυτή έχει χαθεί. Για τους Παλαιστινίους και τους άλλους Αραβες η κίνηση του Ισραήλ επιβεβαίωσε αυτό που υποπτεύονταν πάντα: ότι το εβραϊκό κράτος – τουλάχιστον με τη σημερινή του κυβέρνηση- δεν ενδιαφέρεται για συμβιβασμούς, ούτε καν συμβολικούς, αλλά ενδιαφέρεται για τη δημιουργία τετελεσμένων στο έδαφος. Ο κ. Νετανιάχου πάντως πιστεύει ότι μπορεί να αντιμετωπίσει ως μπλόφα την αντίδραση του προέδρου Ομπάμα και να ξεπεράσει την καταιγίδα.
Το σχέδιο κατασκευής 1.600 οικισμών, λέει, θα προχωρήσει, παρά τις αντιδράσεις της Ουάσιγκτον. Και έχει, βάσει όλων των δεδομένων, δίκιο. Ποιοι είναι οι λόγοι αυτής της εμπιστοσύνης; Ο πρώτος είναι ο υπολογισμός του ισραηλινού πρωθυπουργού ότι για την Ουάσιγκτον, παρά την οργή της για τη συμπεριφορά της κυβέρνησής του, η ανάγκη στρατηγικής συνεργασίας με τον στενότερο σύμμαχό της στη Μέση Ανατολή κατά της ιρανικής πυρηνικής απειλής θα επικρατήσει της ανησυχίας της για τους Παλαιστινίους, αν και τα δύο ζητήματα συνδέονται.
Ο δεύτερος είναι η πεποίθησή του ότι ο πρόεδρος δεν θα αγνοήσει ποτέ το πανίσχυρο φιλοϊσραηλινό λόμπι της Ουάσιγκτον.
Πέρα από κάθε αμφιβολία, ο πρόεδρος Ομπάμα είναι πιο συμπαθητικός στην πλειονότητα των Παλαιστινίων από κάθε άλλον πρόεδρο στην πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ. Στην ομιλία του στο Κάιρο, τον προηγούμενο Ιούνιο, μίλησε συγκινητικά για τους καθημερινούς εξευτελισμούς που αντιμετωπίζει ένας λαός που ζει υπό καθεστώς κατοχής: η κατάσταση για τον παλαιστινιακό λαό, είπε, είναι «απαράδεκτη». Προχώρησε ζητώντας ολοκληρωτικό «πάγωμα» των εβραϊκών οικισμών ως απόδειξη ότι οι Ισραηλινοί επιθυμούν σοβαρά την επίτευξη μιας ειρηνευτικής συμφωνίας.
Αλλά ο κ. Νετανιάχου είπε «όχι» και η κυβέρνηση του προέδρου Ομπάμα ουσιαστικά αναδιπλώθηκε. Εξαναγκάστηκε να αποδεχθεί περιορισμένο και μερικό «πάγωμα», από το οποίο εξαιρέθηκε η Ανατολική Ιερουσαλήμ. Οταν η Χίλαρι Κλίντον χαιρέτισε το μετριοπαθές αυτό βήμα, χαρακτηρίζοντάς το «χωρίς προηγούμενο», δυσαρέστησε τους Παλαιστινίους και τους Αραβες, που οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι όλα τα μεγάλα λόγια του Καΐρου δεν ήταν «τίποτε το εξαιρετικό» για την Ουάσιγκτον. Οταν η ώθηση έγινε σπρωξιά, ο αποκληθείς «ειλικρινής μεσολαβητής» υποστήριξε τους Ισραηλινούς.
Οι οικισμοί στην Ανατολική Ιερουσαλήμ θα προχωρήσουν, ό,τι κι αν σκέφτεται η Ουάσιγκτον. Οι εκ του σύνεγγυς συνομιλίες, ακόμη και αν προχωρήσουν, είναι από πριν καταδικασμένες. Και την ερχόμενη εβδομάδα το φιλοϊσραηλινό λόμπι (ΑΙΡΑC) πραγματοποιεί, εδώ στην Ουάσιγκτον, «τη μεγαλύτερη πολιτική διάσκεψη της Ιστορίας». Ο ισραηλινός πρωθυπουργός θα μιλήσει σε αυτήν, όπως και η κυρία Κλίντον.
Ο πρόεδρος Ομπάμα πάντως θα είναι όσο πιο μακριά γίνεται, σε μια προγραμματισμένη από καιρό περιοδεία στην Ινδονησία και στην Αυστραλία. Και πιθανότατα οι οσφυοκάμπτες, ακόμη και οι πιο κομψοί οσφυοκάμπτες, δεν αποτελούν ηθικοπλαστικό θέαμα.