Σε περίοδο τόσο βαθιάς κρίσης ακούγεται σχεδόν προκλητικό. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι πρώτα η μακρά παύση των εξοπλισμών και τώρα η δημοσιονομική κατάρρευση έχουν πλέον δημιουργήσει συνθήκες και αμυντικής κατάρρευσης της χώρας. Και τα αποτελέσματά της μπορεί να αποδειχθούν όχι απλώς ασυγκρίτως πιο επώδυνα για την Ελλάδα αλλά μοιραία για την ύπαρξή της καθώς η ισορροπία στρατιωτικής ισχύος Ελλάδας- Τουρκίας από το 2015 και μετά θα βρίσκεται μακράν στο χειρότερο σημείο της σύγχρονης ελληνοτουρκικής ιστορίας τόσο ποσοτικά όσο- το κυριότερο- και ποιοτικά. Μπορεί μόλις προχθές ο τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν να δήλωσε- προφανώς για λόγους εσωτερικής ισορροπίας ισχύος με τους τούρκους στρατηγούς- ότι οι εξοπλισμοί καταστρέφουν χώρες και θα έπρεπε να βρεθεί τρόπος να περιοριστούν, η χώρα του όμως πράττει ακριβώς το αντίθετο: αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη το μεγαλύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα στην ιστορία της Τουρκίας. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα έχει παγώσει πρακτικά κάθε εξοπλιστικό πρόγραμμά της. Το αποτέλεσμα είναι ένα πρωτοφανές χάσμα δυνάμεων. Ετσι πολύ σύντομα η Ελλάδα θα είναι πιο ευάλωτη έναντι της Τουρκίας περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή στον 20ό αιώνα, με εξαίρεση την περίοδο της κατάρρευσης της χούντας το καλοκαίρι του 1974. Αυτή τη φορά όμως δεν θα είναι «στιγμιαία» ευάλωτη λόγω πρόσκαιρης διαλύσεως αλλά δομικά λόγω ενός παγιωμένου συντριπτικού πλεονεκτήματος ισχύος της Αγκυρας.
Η θαλάσσια ισχύς
Με την ολοκλήρωση μετά το 2015 του μεγάλου αεροναυτικού εξοπλιστικού προγράμματός της που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη η Τουρκία θα αποκτήσει για πρώτη φορά το αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα στη θάλασσα, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για μια χώρα που δέχεται τόσο έντονη πίεση για κάποιες από τις βραχονησίδες και τις θαλάσσιες περιοχές της. Ακούγεται συχνά ότι η Τουρκία έχει «κι άλλα μέτωπα». Στην πραγματικότητα όμως δεν έχει κανένα μέτωπο που να απαιτεί μαχητικά αεροσκάφη πέμπτης γενιάς ή, πολύ περισσότερο, στόλο με την ισχύ και τις δυνατότητες που αυτή τη στιγμή χτίζει. Εκείνο που συμβαίνει το περιέγραψε πριν από μερικά χρόνια ο τέως αρχηγός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων Χιλμί Οζκιόκ, πατέρας του νέου ναυτικού δόγματος της Αγκυρας, και το επανέλαβε πρόσφατα ο εν ενεργεία διάδοχός του στρατηγός Μπασμπούγ μιλώντας σε αξιωματικούς του Ναυτικού στον ναύσταθμο Golcuk: «Στις αυτοκρατορίεςη ναυτική ισχύς είναι εξαιρετικά σημαντική. Το Ναυτικό έχει διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στην επικράτηση και στην υπεροχή της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ολλανδίας, της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Από κάθε άποψη, αν σήμερα η θαλάσσια ισχύς είναι μία φορά σημαντική, αύριο θα είναι πέντε. Στο Αιγαίο έχουμε ήδη προβλήματα και για την επίλυσή τους έχουμε ανάγκη από ισχυρό Πολεμικό Ναυτικό».
Η ανάλυση της δομής των ναυτικών δυνάμεων που χτίζει η γείτονα υποστηρίζει πλήρως τις απόψεις αυτές. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία δημιουργεί όχι έναν αλλά τρεις τουλάχιστον αυτόνομους στόλους, οι οποίοι θα είναι σύντομα σε θέση να ενεργούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, να προβαίνουν σε αποκλεισμούς θαλάσσιων περιοχών, νησιών και νησίδων και να αποκόβουν θαλάσσιους δρόμους την ίδια στιγμή σε διαφορετικά σημεία του Αιγαίου. Επιπλέον οι νέες τουρκικές θαλάσσιες δυνάμεις, με επίκεντρο τις νέες κορβέτες και τις φρεγάτες του τουρκικού στόλου, θα μπορούν, όταν ενεργούν, να προστατεύουν τις μονάδες τους πολύ αποτελεσματικά σε άμυνες ζώνης πολλών ναυτικών μιλίων. Προφανώς εκείνο που διδάχθηκαν οι Τούρκοι από τα Ιμια είναι όχι το να μην τα επαναλάβουν αλλά ότι πρέπει να είναι σε θέση να τα επαναλάβουν πολύ πιο αποτελεσματικά σε πολλαπλά ταυτόχρονα μέτωπα, κάτι που θα είναι πρακτικά αδύνατον να αντιμετωπίσει ο ελληνικός στόλος με την υπάρχουσα δομή δυνάμεών του. Η αεροπορική ισχύς
Την ίδια στιγμή η ήδη διαμορφούμενη συντριπτική ποσοτική τουρκική υπεροπλία στον αέρα και κυρίως η εισαγωγή μαχητικού πέμπτης γενιάς τύπου Στελθ θα καταστήσουν την έννοια της αεροπορικής παραβίασης παρελθόν. Οχι επειδή η τουρκική αεροπορία, οπλισμένη με αεροσκάφη πέμπτης γενιάς, θα σταματήσει τις παραβιάσεις αλλά επειδή οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις θα αδυνατούν τεχνικά να παρακολουθήσουν τα ίχνη των τουρκικών μαχητικών στο Αιγαίο, εκτός από τη στιγμή που οι πιλότοι τους θα το επιθυμούν.
Η Τουρκία είναι μία από τις χώρες που μετέχουν στο πρόγραμμα συμπαραγωγής του JSF, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και το Ισραήλ και η Μεγάλη Βρετανία, παρά το γεγονός ότι η δεύτερη είναι χώρα συμπαραγωγός του Εurofighter. Με παραγγελίες που υπερβαίνουν τα 4.000
κομμάτια, το JSF θα καταστεί τα επόμενα χρόνια το αεροσκάφος βάσης της αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας. Η εισαγωγή του στο Αιγαίο για λογαριασμό των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων θα δημιουργήσει πρωτοφανείς συνθήκες χάσματος ισχύος ανάμεσα στις δύο χώρες, την ίδια στιγμή που θα έχει ανατραπεί πλήρως κάθε έννοια ποσοτικής ισορροπίας δυνάμεων. Και αυτή ούτε καν λόγω του αεροσκάφους πέμπτης γενιάς αλλά απλώς και μόνο με τον αριθμό των αναβαθμισμένων F16 που θα διαθέτει σήμερα η Αγκυρα και τα οποία ας σημειωθεί ότι θα υποστηρίζονται από τουρκικό εργοστάσιο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιχειρησιακή τους ικανότητα.