Από τις εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου στο Εθνικό Ωδείο. Από το ΒΙΟS στο φεστιβάλ «48 Ηour Film». Από την πρόβα του Δημήτρη Λιγνάδη σε έναν μονόλογο της Ηρώς Μπέζου για την αγάπη. Από το Γκάζι στου Ψυρρή και από το Synch Festival στη Remap ΚΜ2.
Με οδηγούς του το Skype και το Google και με μια ψηφιακή κάμερα στο χέρι ο Νίκος Περάκης, σκηνοθέτης ετών 66, αλωνίζει τα νεανικά στέκια της Αθήνας και παντρεύοντας ντοκυμαντέρ με μυθοπλασία ιχνηλατεί μια πρωτεύουσα που οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν. Το «ΑrΤherapy» είναι ένα γράμμα αγάπης για την Αθήνα των νιάτων και των καλλιτεχνικών ανησυχιών, της δίψας για ζωή και δημιουργία. Η Ιλια τραγουδά για τους Stilleto Scag, ο Αλέξανδρος είναι street artist και ο Αντρέας τελειόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού. Παλεύουν μόνοι στον λάκκο με τα φίδια. Και δεν φοβούνται τίποτε και κανέναν. Γι΄ αυτό τους αγαπήσαμε.
– Η πρώτη ερώτηση που έρχεται στο μυαλό είναι η προφανής: Πώς εξηγείτε αυτό το πάθος σας με τους νέους- κάτι που βλέπουμε στις περισσότερες ταινίες σας;
«Δεν είναι δικό μου το πάθος. Εκμεταλλεύομαι το δικό τους πάθος για την τέχνη που επέλεξαν και στο τέλος ίσως κάτι από αυτό μένει και στην ταινία. Αλλά πέρα από τον θαυμασμό, πιστεύω ότι είναι η πιο ενδιαφέρουσα και απρόβλεπτη ηλικιακή ομάδα. Το ξέρουν και οι δημοσκόποι: ενθουσιάζεται, αμφισβητεί, εξεγείρεται, ξεσπά… μη συνεχίσω, καλύτερα, τέτοιες μέρες. Αλλά υπάρχει και μια δόση ιδιοτέλειας, γιατί εδώ και χρόνια προσπαθώ μάταια να επικοινωνήσω με τον γιο μου που μόλις έκλεισε τα δεκάξι. Η θετική πλευρά του προβλήματος είναι ότι δεν εκτιμά ιδιαίτερα το επάγγελμα του σκηνοθέτη και όσους επιλέγουν να ακολουθήσουν την οικογενειακή παράδοση. Μια σκοτούρα λιγότερη… και για εσάς τους κριτικούς».
– Πότε σας ήρθε η ιδέα για ένα μυθοπλαστικό ντοκυμαντέροδηγό των πολιτισμικών δρώμενων στην ελληνική πρωτεύουσα;
«Δεν ήταν μια ξαφνική αναλαμπή, αλλά αποτέλεσμα της φτώχειας που μας δέρνει και της έλλειψης παροχών που δυσκολεύουν την παραγωγή ταινιών στην Ελλάδα. Μόλις βγει το σενάριο στον δρόμο αρχίζουν τα προβλήματα και αν μπει στο μετρό για να πάει στο “Ελ. Βενιζέλος” το κόστος ανεβαίνει δυσανάλογα με το υπόλοιπο budget. Και αν ο ηθοποιός πρέπει να μπει στο αεροπλάνο, η φυσούνα θα πληρωθεί καλύτερα από τον πρωταγωνιστή. Αυτή η φτώχεια δυστυχώς φαίνεται στις ταινίες μας, ακόμη και στις λεγόμενες υπερπαραγωγές. Γι΄ αυτό σκέφτηκα να γυρίσω με τους νέους και στα δρώμενα της γειτονιάς μου. Η τύχη του ατζαμή ήταν ότι συνέπεσαν οι πτυχιακές εξετάσεις του Εθνικού Θεάτρου, το Synch Festival, η Remap ΚΜ2, το “48 Ηour Film”, δεν συνεχίζω… και τα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης. Οχι, δεν γυρίσαμε τα εγκαίνια, αλλά όλη η Αστυνομία είχε πάει εκεί και μπορέσαμε να γυρίσουμε ανενόχλητοι στην πλατεία Ηρώων».
– Τι είναι αυτό που θαυμάζετε στη σύγχρονη γενιά των είκοσι- τριάντα;
«Τον τρόπο με τον οποίο αντιστέκεται σε αυτό που λέμε εμπορευματοποίηση ή τυποποίηση της τέχνης. Ισως ανέβηκε το όριο ηλικίας που συμβιβάζονται οι καλλιτέχνες, αλλά όταν ξεκίνησα να δουλεύω τρίτος βοηθός σκηνογράφου το δόγμα ήταν το γουορχολικό “making money is art, and working is art and good business is the best art”. Κάποια στιγμή βέβαια θα τους ανακαλύψει και αυτούς μια γκαλερί ή μια δισκογραφική ή κανένα καθημερινό σίριαλ».
– Είναι εύκολο να είναι κανείς νέος σήμερα;
«Καθόλου εύκολο, με τον ανταγωνισμό που υπάρχει σε όλες τις εκφράσεις και δραστηριότητες. Αυτή τη στιγμή δεν θα ήθελα να είμαι νέος και σκηνοθέτης στην Ελλάδα. Παρά τις επιτυχίες μερικών νέων σκηνοθετών, νιώθω ένα εχθρικό κλίμα που ενισχύεται από το αδύναμο να αντεπεξέλθει κράτος και τη λεγόμενη κοινή γνώμη, η οποία έχει πιστέψει ότι όλες οι κακές ταινίες γίνονται αποκλειστικά με χρήματα των φορολογουμένων. Περιμένω πότε ένας τεχνοκράτης, από αυτούς που επεξεργάζονται τα στοιχεία για τη Εurostat, θα υπολογίσει τι κοστίζουν στον φορολογούμενο οι σπουδές και τα ιατρικά λάθη ενός γιατρού- χώρια οι προμήθειες και τα φακελάκια για να κάνει αυτά που έμαθε».
– Στη δική σας εποχή οι ευκαιρίες ήταν περισσότερες συγκριτικά με τη σημερινή;
«Οχι. Νομίζω ότι μόνο οι λογιστές είχαν και τότε και σήμερα περισσότερες ευκαιρίες από τους καλλιτέχνες. Η ψηφιακή τεχνολογία και η πληροφορική άλλαξαν δραματικά και την παραγωγή και την επικοινωνία. Δεν μπορώ να φανταστώ το “ΑrΤherapy” χωρίς τις ψηφιακές κάμερες, το Google και το Skype. Το ΄70 είχα μια φίλη performer η οποία δημιουργούσε γλυπτά μπαίνοντας μέσα σε μεγάλες πλαστικές σακούλες. Θεωρήσαμε τότε το εύρημά της μοναδικό και ιδιοφυές. Αν σήμερα μπεις στο Google, θα βρεις μερικές χιλιάδες bag artists».
Η ταινία «ΑrΤherapy» προβάλλεται στις αίθουσες ΟDΕΟΝ ΟΠΕΡΑ, ΔΑΝΑΟΣ, ΟDΕΟΝ ΚΟSΜΟΡΟLΙS ΜΑΡΟΥΣΙ, ΟDΕΟΝ SΤΑR CΙΤΥ ΣΥΓΓΡΟΥ της Αθήνας και ΟDΕΟΝ ΠΛΑΤΕΙΑ της Θεσσαλονίκης.
«Τα δικά μου νιάτα, μάλλον δεν θα τα άλλαζα»
– Υπάρχει κάτι σε αυτή τη γενιά που σας προκαλεί δυσαρέσκεια;
«Δυσαρέσκεια; Σκέφτομαι… Χάνουμε την ώρα μας».
– Θα προτιμούσατε να είστε νέος αυτής της εποχής ή τα δικά σας νιάτα δεν θα τα αλλάζατε με τίποτε;
«Δύσκολη ερώτηση, αλλά μάλλον δεν θα τα άλλαζα… Προτού κάνουμε την «επανάσταση» της 21ης Απριλίου και υπηρετήσω σερί 28 μήνες τη χούντα, είχα κάνει με acid (LSD) τη σεξουαλική μου επανάσταση στην Καλών Τεχνών του Μονάχου και μόλις απολύθηκα ξανάφυγα. Βρέθηκα μέσα στο φοιτητικό κίνημα. Μετά στο φεμινιστικό και στα γυναικεία κοινόβια. Ολονύκτιες προβολές, underground cinema, Jonas Μekas, Γουόρχολ και πολλά τέτοια».