Από τις επιτυχίες των Yazoo έχουν περάσει αρκετά χρόνια, η βελούδινη φωνή της Αλισον Μουαγέ όμως παραμένει αναλλοίωτη – αν όχι καλύτερη. Λίγες ημέρες πρoτού εμφανιστεί στο Μέγαρο Μουσικής, ανοίγει τα χαρτιά της αλλά και την καρδιά της και μιλάει για την εξέλιξή της ως τραγουδίστριας και ως ανθρώπου.
Η Αλισον Μουαγέ δεν υπήρξε ποτέ μια τυπική σταρ των 80s και ας τη γνωρίσαμε με τους Yazoo, ως τη φωνή σε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετίας. Οταν το ποπ ντουέτο διαλύθηκε, η κυρία Μουαγέ συνέχισε ως σόλο όνομα, έγινε διάσημη, ωστόσο απέρριψε γρήγορα το ενδεχόμενο να εξαργυρώσει εύκολα και ανώδυνα το σουξέ της και ακολούθησε άλλα μονοπάτια, δύσκολα και αντισυμβατικά, παλεύοντας με τις δισκογραφικές εταιρείες για να μπορέσει να κάνει αυτό που η ίδια επιθυμούσε. Το πείσμα της το κληρονόμησε προφανώς από τον γάλλο πατέρα της, μαζί με την αδυναμία στα τραγούδια που μιλάνε για την τρελή αγάπη (amourfou, τη λένε στο Παρίσι). Στα γονίδια της αγγλίδας μητέρας της οφείλει ίσως την αυτοσυγκράτηση που τη βοηθά να μη φτάνει στην υπερβολή στις ερμηνείες της. Κοντεύοντας να συμπληρώσει μία δεκαετία πλήρους και δημιουργικού ελέγχου της δουλειάς της και με 30 χρόνια καριέρας στις αποσκευές της, η Αλισον Μουαγέ φέρνει στην Ελλάδα την αισθαντική βραχνάδα της και την άνεσή της να κινείται στα διάφορα μουσικά είδη.
Μεγαλώσατε ανάμεσα σε δύο κουλτούρες, σε μια οικογένεια με πατέρα Γάλλο και μητέρα Αγγλίδα. Με ποιον τρόπο σας επηρέασε αυτό;
«Ενιωθα πάντα λίγο σαν εξωγήινη. Η οικογένειά μου από την πλευρά του πατέρα μου, το κυρίαρχο σκέλος της οικογένειας δηλαδή, ήταν χωρικοί και δούλευαν σκληρά. Δεν είχα φορέματα ή κούκλες όταν ήμουν μικρή και δεν καταλάβαινα την κοριτσίστικη νοοτροπία. Στην Αγγλία φαινόμασταν διαφορετικοί, αλλά και όταν πηγαίναμε στη Γαλλία ήμασταν σαν ξένοι, μας θεωρούσαν Αγγλους».
Πότε συνειδητοποιήσατε ότι το μέλλον σας θα ήταν η ενασχόληση με τη μουσική;
«Αγαπούσα τη μουσική από παιδί, ήμουν όμως πάντοτε από εκείνους που περισσότερο συμμετείχαν, παρά κατανάλωναν. Αν ήμουν καλύτερη μαθήτρια και είχα ουσιαστικά τη δυνατότητα επιλογής, θα διάλεγα να ασχοληθώ με την τέχνη. Στη μουσική ένιωθα ικανή, μου έβγαινε φυσικά και με οδήγησε εκείνη προς τα δικά της μονοπάτια».
Αυτό που αποκαλούμε ταλέντο μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στη ζωή μας, με την έννοια ότι μας «επιλέγει» και δεν το επιλέγουμε;
«Ναι, το πιστεύω αυτό και έχουν υπάρξει πολλές φορές που θέλησα να δραπετεύσω από τη μουσική, αλλά ποτέ δεν συνέβη».
Δοκιμάσατε ποτέ να ασχοληθείτε με κάτι άλλο;
«Οχι, διότι δεν σταμάτησα ποτέ να τραγουδάω. Η επιθυμία μου και η ικανότητά μου σε αυτό δεν έπαψαν ποτέ να υφίστανται, οπότε δεν σταμάτησα καθόλου να δουλεύω. Υπάρχει ένα κομμάτι μου που φοβάται μήπως καταλήξω σαν τη μητέρα μου, για την οποία πάντα ήταν αργά. Εβλεπα ότι η μητέρα μου είχε ταλέντο σε πολλά πράγματα και αναρωτιόμουν γιατί δεν το κυνηγούσε. Ακόμη και στα 30 της, μια γυναίκα νέα, έλεγε ότι είναι αργά για εκείνη. Ηταν γυναίκα του καθήκοντος, έπρεπε να ασχοληθεί με το σπίτι, με τα παιδιά της και ανέβαλε συνεχώς αυτό που ήθελε να κάνει. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες σε αυτό το θέμα. Και εγώ αισθάνομαι πως όταν δεν δουλεύω πρέπει να αφιερώνω τον ελεύθερο χρόνο μου στην οικογένεια, να μαγειρεύω, να καθαρίζω. Οι άνδρες δεν έχουν αυτή την ευθύνη, μπορούν να είναι στο σπίτι, κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο, κάνοντας τα δικά τους».
Δεν έχει αλλάξει πλέον αυτό;
«Σήμερα οι γυναίκες μεγαλώνουν διαφορετικά. Βλέπω τη μεγάλη κόρη μου, που είναι 21 ετών, και θεωρεί αναφαίρετο δικαίωμά της να δώσει προτεραιότητα στην καριέρα της. Υπάρχουν όμως και βιολογικές διαφορές. Αν θέλουμε παιδιά, πρέπει να κινηθούμε νωρίτερα από τους άνδρες, να πάρουμε τις αποφάσεις μας πιο νωρίς. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει ασφαλές συμπέρασμα. Εγώ μεγάλωσα σε περιβάλλον πατριαρχικό, στο οποίο όμως ο πατέρας μου συμμετείχε στις δουλειές του σπιτιού, επειδή μεγάλωσε σε σπίτι μόνο με αγόρια και οι δουλειές έπρεπε να μοιραστούν, έτσι το ίδιο κάναμε και εμείς. Πολλοί το έβλεπαν ως καταπίεση, ενώ ουσιαστικά μου έδωσε τη δύναμη να μη φοβάμαι να παλέψω με οποιονδήποτε. Πάντα είχα την αίσθηση ότι είμαι υπεύθυνη για τον εαυτό μου, δηλαδή μια εμπειρία διαφορετική από εκείνη που βιώνουν οι γυναίκες που έχουν συνηθίσει να είναι υπό την προστασία κάποιου».
Η ανατροφή σας πώς σας επηρέασε σε σχέση με τη μουσική;
«Σίγουρα με βοήθησε στο να μην είμαι ντροπαλή. Πάντως γενικά είχα αδυναμία συγκέντρωσης, νομίζω ότι αν ήμουν σήμερα παιδί θα είχα διαγνωστεί με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, το μυαλό μου ταξίδευε. Το ότι μεγάλωσα σε μια οικογένεια ζωντανή και εκδηλωτική με βοήθησε να μην έχω ενδοιασμούς στο να εκφράζω με θέρμη τα συναισθήματά μου, κάτι ασυνήθιστο για τα αγγλικά δεδομένα. Από την άλλη, λόγω επαφής με το γαλλικό chanson (σ.σ.: είδος τραγουδιού με έντονα λυρικά στοιχεία), δεν φοβόμουν το συναίσθημα, ούτε το σκοτάδι στο τραγούδι».
Κατά τη διάρκεια της καριέρας σας βρεθήκατε σε πολλούς μουσικούς δρόμους, από την ποπ ως την τζαζ. Ακολουθήσατε ποτέ κάποιο σχέδιο;
«Οχι, ποτέ. Ως έφηβη έπαιζα σε πανκ μπάντες, ήταν μια διέξοδος και δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα πληρωνόμουν κάποτε για να τραγουδάω. Τα επαγγελματικά κατορθώματά μου πάντα υπερείχαν των φιλοδοξιών μου, ήθελα να κάνω ντέμο και κατέληγα με δίσκο, ήθελα να ακουστεί ένα τραγούδι μου στο ραδιόφωνο και γινόταν τεράστια επιτυχία. Παρασυρόμουν από αυτό που συνέβαινε, δεν ήταν αποτέλεσμα μιας έξυπνης στρατηγικής».
Ευλογία ή κατάρα;
«Λίγο και από τα δύο. Είμαι 48 ετών και μου φαίνεται απίστευτο ότι βιοπορίζομαι ακόμη από το τραγούδι. Είχα χρήματα, αναγνώριση και επιτυχία στο ξεκίνημά μου και είχα τη δυνατότητα να κάνω τα πράγματα που πραγματικά ήθελα. Από την άλλη, η ποπ μουσική δεν με ενδιέφερε πολύ και έγινα διάσημη μέσω αυτού του είδους, οπότε ήταν δύσκολο να ξεφύγω από αυτή την εικόνα, δεν είχα συνείδηση του γεγονότος ότι μπορεί να με χαρακτηρίσει.Τώρα έχω συγχωρέσει τον εαυτό μου, αλλά για καιρό ένιωθα θυμό».
Πότε αποκτήσατε τον έλεγχο της καριέρας σας;
«Νομίζω ότι είμαι μια εκλεκτική καλλιτέχνις που ψάχνει αδιάκοπα, με αυτή την έννοια πάντα είχα τον έλεγχο. Συνειδητοποίησα νωρίς στην καριέρα μου ότι δεν είχα κίνητρο τα χρήματα ή τη δόξα. Και όταν φτάνεις στο σημείο να αποδέχεσαι τον εαυτό σου και να χρειάζεσαι λιγότερο την επιβεβαίωση από τους άλλους, συνήθως μετά τα 30, καταλαβαίνεις ότι ίσως να μην κάνεις λάθος, μπορεί το μοντέλο που ακολουθείς να μην είναι κοινώς αποδεκτό, αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι. Πάντα είχα την ευθύνη των πράξεών μου, γιατί δεν μπορώ να χρεώσω τα λάθη μου στους άλλους. Οι λάθος αποφάσεις μου σχετίζονταν με το γεγονός ότι δεν νοιαζόμουν αρκετά, ωστόσο ό,τι έκανα αντιπροσωπεύει τον εαυτό μου σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Δεν θα ήθελα να είμαι μια 20χρονη για πάντα».
Αν ήσασταν όμως τώρα, στην εποχή του Internet, μια 20χρονη, πώς πιστεύετε ότι θα εξελισσόταν η καριέρα σας;
«Δεν γνωρίζω. Πρέπει να έχεις ταλέντο αλλά και τύχη, και εγώ έχω σταθεί πολύ τυχερή. Παρατηρώ σήμερα στους νέους καλλιτέχνες φιλοδοξία και μια επιθυμία να φτάσουν στο τέλος του ταξιδιού. Εμένα πάντα με ενδιέφερε η διαδρομή περισσότερο, οπότε δεν ξέρω αν θα είχα την αντοχή να πιέσω τόσο τα πράγματα».
Πρόσφατα, στα BritAwards αναδείχθηκαν ως κυρίαρχες θηλυκές φιγούρες η Λίλι Αλεν και η Lady Gaga. Τις θεωρείτε δύο διαφορετικές καλλιτέχνιδες ή δύο όψεις του ίδιου νομίσματος;
«Τείνω προς το δεύτερο. Πιστεύω ότι και οι δύο έχουν ταλέντο, κυρίως όμως διαθέτουν την εικόνα που είναι ικανή να στηρίξει αυτό που κάνουν. Ο λόγος για τον οποίο αρνούμαι να με αποκαλούν 80sact σχετίζεται με το γεγονός ότι, παρ’ όλο που εκείνη τη δεκαετία έβγαλα πολλά χρήματα, αυτό δεν ήταν η ουσία για μένα. Παρ’ όλα αυτά, τότε δεν είχαμε κανέναν να μας λέει τι να φορέσουμε και πώς να κουνηθούμε. Οταν πρωτοεμφανίστηκα στην τηλεόραση, ζούσα ακόμη από χαρτζιλίκι που μου έδιναν οι γονείς μου. Είχα να αντιπροσωπεύσω μόνο τον εαυτό μου. Ο,τι και αν κατάφερνα θα ήταν καθαρά με τις δικές μου δυνάμεις».
Από τις νεαρές τραγουδίστριες ποιες σας αρέσουν;
«Δεν χωράει αμφιβολία ότι η Εϊμι Γουάινχαουζ είναι μεγάλο ταλέντο, μου αρέσει η Σεντ Βίνσεντ, μου αρέσει και η Πι Τζέι Χάρβεϊ, αν και δεν είναι ιδιαίτερα νέα. Στην ηλικία μου έχεις την αίσθηση ότι τα έχεις ξανακούσει όλα και είναι λίγο κουραστικό αυτό. Νομίζω ότι η R ’n’ B είναι το κυρίαρχο είδος σήμερα, όλοι έχουν την ίδια φωνή, οι στίχοι επαναλαμβάνονται και υπάρχουν πολλά φωνητικά ακροβατικά, χωρίς πολλή ψυχή. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου ως μουσικό είδος, ωστόσο αναρωτιέμαι συχνά μήπως φταίει η ηλικία μου για αυτό».
Τα παιδιά σας τι μουσική ακούνε;
«Ο γιος μου έχει μινιμαλιστικό γούστο, στη μεγάλη μου κόρη, η οποία είναι γλωσσολόγος, αρέσει η eurotrash και η μικρή μου κόρη ακούει από Elbow μέχρι Μπιγιονσέ. Είναι περίεργο, γιατί για τη δική μου γενιά η μουσική ήταν το παράσημό μας, τώρα σχεδόν επιβάλλεται να έχεις εύρος στα γούστα σου».
Το δικό σας μουσικό παράσημο ποιο ήταν;
«Ημουν η μικρότερη στην οικογένεια, δεν είχα δικαίωμα στη χρήση του πικάπ και ήμουν εκτεθειμένη σε ό,τι άκουγαν οι υπόλοιποι. Ο πατέρας μου άκουγε Ζακ Μπρελ, η μητέρα μου κλασική μουσική, η αδελφή μου ήταν κορίτσι της σόουλ και ο αδελφός μου γούσταρε την progressive rock. Οταν άρχισα να ακούω συνειδητά μουσική, μου άρεσαν οι Buzzcocks και ο Ελβις Κοστέλο, new wave δηλαδή».
Συνεργαστήκατε ποτέ με ανθρώπους τους οποίους θαυμάζατε μικρή;
«Οχι, διότι ανέπτυξα μια συμπεριφορά ερημίτη από νωρίς, η φήμη με σόκαρε, δεν μου άρεσε η προσοχή που μου έδειχναν, άρχισα να τραυλίζω και έγινα μοναχική».
Ψάχνοντας πάντως κανείς στο Διαδίκτυο δεν βρίσκει πολλές συνεντεύξεις σας. Ηταν και αυτό μια συνειδητή επιλογή που σχετίζεται με την τάση σας για μοναχικότητα;
«Περίπου. Για πολλά χρόνια ένιωθα ότι συχνά οι άνθρωποι έβγαζαν λάθος συμπεράσματα για μένα, ως γυναίκα που δεν ταίριαζε εμφανισιακά με το κυρίαρχο πρότυπο ομορφιάς. Ενδιαφέρονταν για πράγματα ανούσια και γρήγορα βαρέθηκα να με ρωτάνε για τα κιλά μου. Η μουσική βιομηχανία, ως ανδροκρατούμενος χώρος, έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τα έντυπα που ασχολούνται με αυτή τη βιομηχανία τα ακολουθούν. Εχεις την εντύπωση ότι οι περισσότεροι θέλουν να πάρουν συνέντευξη από τους άνδρες τους οποίους θαυμάζουν και από τις γυναίκες που θέλουν να πηδήξουν».
Το έχετε ξεπεράσει αυτό;
«Δεν χρειάστηκε, δεν με περιόρισε αυτό, απλώς με έκανε να νιώθω παρίας. Πάντως, δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα μουσικά σχήματα που άντεξαν στον χρόνο απαρτίζονται από άνδρες. Η μουσική είναι ένας τομέας στον οποίο οι άνδρες έχουν το περιθώριο να εκφράσουν με άνεση την αγάπη τους για κάποιον άλλον άνδρα και ως βιομηχανία διοικείται από άνδρες. Δεν έχει αλλάξει αυτό».
Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας φεμινίστρια;
«Ναι. Δεν θα έλεγα ότι θέλω να δω κάποιον να ζει με βάση το δικό μου πρότυπο, απλώς στενοχωριέμαι όταν βλέπω γυναίκες να παίζουν το παιχνίδι των ανδρών, να νομίζουν ότι είναι χειραφετημένες μέσω της επιθετικής σεξουαλικότητάς τους. Παίζουν έναν ρόλο και δεν το καταλαβαίνουν. Είμαι φεμινίστρια, ναι, πιστεύω στο δικαίωμα στην έκτρωση, όμως θυμώνω με τις γυναίκες που είναι ανεύθυνες και τη χρησιμοποιούν ως μέθοδο αντισύλληψης, τη βρίσκω προσβλητική αυτή τη συμπεριφορά. Είμαι λοιπόν μια φεμινίστρια που δεν αγνοεί την γυναικεία υπευθυνότητα. Δεν θαυμάζω επίσης τις γυναίκες που υιοθετούν ανδρικές συμπεριφορές για να θεωρηθούν επιτυχημένες».
Εχετε πει ότι κάθε άνθρωπος είναι ένα νησί.
«Ναι, κανείς δεν μας γνωρίζει πραγματικά, ως ανθρώπους εννοώ. Δείχνουμε τις πλευρές που θέλουμε να δείξουμε, παίζουμε ρόλους, αγαπάμε ή δεν αγαπάμε, όχι επειδή δεν το θέλουμε αλλά επειδή γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι και ποτέ δεν δίνουμε ολόκληρο τον εαυτό μας σε κανέναν».
Εσείς δεν φτάσατε ποτέ κοντά σε αυτό;
«Eχω προσπαθήσει. Νεότερη δεν ένιωθα ποτέ πλήρως αποδεκτή και υπήρχαν πλευρές μου που θεωρούσα υποχρέωσή μου να κρύβω. Νομίζω ότι όλοι ως παιδιά περιμέναμε να έρθει κάποιος να μας σώσει, να μας δείξει τον δρόμο και να μας δώσει τις απαντήσεις. Η αλήθεια είναι ότι, ανεξαρτήτως του περιβάλλοντος από το οποίο προερχόμαστε, όλοι τα κάνουμε θάλασσα και απλώς τα βγάζουμε πέρα. Στις δικές μου σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους θέλω να τους κάνω να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους και να τους δίνω πράγματα, χωρίς καμία απαίτηση να μου επιστραφεί κάτι. Είμαστε όλοι ευάλωτα πλάσματα και πρέπει να προσέχουμε ο ένας τον άλλον, χωρίς να θεωρούμε τίποτε δεδομένο».
Εχετε επηρεαστεί σε αυτά τα πιστεύω σας από τη θρησκεία;
«Ως έναν βαθμό. Ο πατέρας μου ως Γάλλος ήταν καθολικός, η μητέρα μου έγινε καθολική για να παντρευτούν, λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων του πατέρα μου όμως, ο οποίος ήταν κομμουνιστής, η θρησκεία ήταν απούσα από το σπίτι μας. Η μητέρα μου ωστόσο ήταν απεγνωσμένη για πίστη, χωρίς να την έχει επιτύχει ουσιαστικά. Εγώ ως παιδί είχα μια πολύ αγνή και αθώα σχέση με τον Θεό… Και μετά, ανακαλύπτεις τη θρησκεία και εκείνη κλέβει τον Θεό σου. Δεν είμαι άθεη, αλλά δεν πιστεύω ότι ο Θεός παρεμβαίνει ή ότι μίλησε στον άνθρωπο. Ο Θεός είναι η καλοσύνη, είναι η αγάπη, κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη όταν νοιαζόμαστε για τους άλλους».
Ας γυρίσουμε στη μουσική. Κάνατε μεγάλη επιτυχία στο λονδρέζικο Γουέστ Εντ, παίζοντας στο μιούζικαλ «Σικάγο».
«Το μιούζικαλ δεν ήταν μέρος της μουσικής μου κουλτούρας. Οταν τραγούδησα Ντάστι Σπρίνγκφιλντ, βγήκε για κάποιον λόγο το συμπέρασμα ότι υπήρξε είδωλό μου, ενώ δεν μεγάλωσα σε σπίτι όπου ακουγόταν η φωνή της. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τη θαυμάζω, απλώς δεν υπήρξε μεγάλη επιρροή μου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μιούζικαλ. Δέχτηκα τον ρόλο στο “Σικάγο” επειδή είχα ηχογραφήσει έναν δίσκο τον οποίο η δισκογραφική δεν ήθελε να κυκλοφορήσει και είχα ανάγκη να δουλέψω. Οταν μου πρότειναν τον ρόλο, αρχικά βρήκα την πρόταση απωθητική, όμως αυτό ακριβώς ήταν η πρόκληση, το να κάνω κάτι που δεν μου άρεσε και δεν είχα δοκιμάσει ξανά. Τελικά πέρασα υπέροχα, επειδή έπρεπε να δουλεύω καθημερινά και να είμαι συνεπής ως μέλος μιας ομάδας, χωρίς να είμαι η σταρ».
Σας βοήθησε δηλαδή να ανακτήσετε την εμπιστοσύνη στον εαυτό σας ως επαγγελματίας;
«Νομίζω πως ναι. Με ανάγκασε επίσης να ξεπεράσω το τρακ μου. Ημουν συνηθισμένη να τραγουδάω μπροστά σε θαυμαστές μου. Στο θέατρο δεν γνώριζα αν το κοινό ήξερε καν το όνομα μου και αυτό μου έμαθε μια άλλου είδους πειθαρχία. Ως τραγουδιστής ηχογραφείς, περιοδεύεις ή ξεκουράζεσαι. Στο θέατρο πρέπει κάθε ημέρα να εφαρμόζεις νέα μαθήματα στην ίδια δουλειά, να αναρωτιέσαι “τι μπορώ να κάνω διαφορετικά σήμερα, που δεν έκανα χθες;”, πάντα στο πλαίσιο αυτού που έχεις την υποχρέωση να κάνεις».
Τι σας ενθουσιάζει και τι σας απωθεί στον ρόλο του καλλιτέχνη;
«Σας είπα νωρίτερα πόσο απολαμβάνω το ταξίδι. Οταν όμως είναι κυκλικό και επιστρέφω στο ίδιο σημείο, βαριέμαι. Με ανταμείβουν οι ζωντανές εμφανίσεις. Οταν πρωτοξεκίνησα να τραγουδάω ζωντανά αυτό ήταν το πάθος μου. Οταν έγινα επιτυχημένη, το βάρος της ευθύνης μού προκαλούσε άγχος, είχα τρομερό στρες προτού ανέβω στη σκηνή και ζούσα με τον φόβο ότι θα χάσω τη φωνή μου. Τώρα το βρίσκω ξανά ενδιαφέρον, απολαμβάνω την επαφή με τον κόσμο, το απρόβλεπτο της υπόθεσης».
Τα τραγούδια που έχετε ερμηνεύσει τελευταία, αυτά του Ζακ Μπρελ για παράδειγμα, είναι τραγούδια που πρέπει κάποιος να έχει ζήσει για να αντιληφθεί την ουσία τους. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να θυσιάσει την αθωότητά του;
«Οχι, διότι δεν έχει απομείνει αθωότητα για να θυσιαστεί. Στα κλασικά τραγούδια οι στίχοι μπορεί να είναι όμορφοι και έξυπνοι, ενίοτε μπανάλ, βρίσκεις όμως την αλήθεια στην απλότητά τους. Ως 48χρονη γυναίκα θέλω να λέω τραγούδια που αντικατοπτρίζουν τα χρόνια που έχω ζήσει, πρέπει να υπάρχει αλήθεια στον στίχο. Οταν είσαι νέος και τραγουδάς, θέλεις να παίζεις θέατρο. Οι νεότεροι δεν καταλαβαίνουν ότι μεγαλώνοντας υπάρχει μια ομαλότητα στη φωνή που είναι πιο αληθινή σε σχέση με το πάθος και τη δραματικότητα της νιότης».
Η Αλισον Μουαγέ θα εμφανιστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 20 Μαρτίου. Προπώληση εισιτηρίων στα ταμεία του Μεγάρου Μουσικής και στην Ομήρου 8, τηλ. 210 7282 333, www.megaron.gr
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 490, σελ. 26-31, 07/03/2010.