«Τι γλώσσα μιλάμε, Αλμπερτ;». Αλαμπουρνέζικα, ακαταλαβίστικα δηλαδή. Ο μυστικός κώδικας που είχαμε εφεύρει όταν ήμασταν παιδιά και βαριόμασταν να ακούμε τους μεγάλους να μιλούν φαρσί τα μεγαλίστικα… Η παράσταση αρχίζει. Μόνο που πρόκειται για μια παράσταση αλλιώτικη από τις άλλες. Δεν ηχούν πρώτο, δεύτερο και τρίτο κουδούνι. Τα φώτα δεν σβήνουν, τα κινητά δεν κλείνουν. Οι ηθοποιοί έρχονται στους θεατές και όχι οι θεατές στους ηθοποιούς. Και είναι θεατές που έχουν ανάγκη την ψυχαγωγία περισσότερο από κάθε άλλον: παιδιά που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία και ιδρύματα και αυτές τις γιορτινές ημέρες δεν έχουν την ευκαιρία να κάνουν βόλτες, να δουν ταινίες και παραστάσεις, να ζήσουν στιγμές πασπαλισμένες με χρυσόσκονη, όπως αυτές που βλέπουμε κάθε χρόνο τέτοια εποχή μέσα από τις διαφημίσεις.
Το Θέατρο του Νέου Κόσμου, πρωτοτυπώντας (και) σε ό,τι έχει να κάνει με παιδικές παραστάσεις, κλείνει αισίως επτά χρόνια παρουσίας σε χώρους όπου τα χαρούμενα μουτράκια δεν θεωρούνται δεδομένα. Και το παραμύθι του Βασίλη Μαυρογεωργίου , όπως το σκηνοθέτησε ο Παντελής Δεντάκης και το υποστηρίζουν με θέρμη οι ηθοποιοί Ντίνη Ρέντη, Γιούλη Τσαγκαράκη και Σεραφείμ Ράδης, είναι ικανό να μιλήσει στην καρδιά του κάθε παιδιού. Ακριβώς επειδή ξέρει να μιλάει πολλές, ακαταλαβίστικες στο πρώτο άκουσμα, γλώσσες.
Ν οσοκομείο Παίδων «Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού», ώρα 17.30. Οι διάδρομοι είναι στολισμένοι με γιρλάντες και φωτάκια που αναβοσβήνουν- υπάρχει και ένα στολισμένο δέντρο. Οπου και αν γυρίσεις το βλέμμα σου ξεπηδούν λιλιπούτεια πλάσματα που ειδικά τέτοιες ημέρες θα άξιζαν να βρίσκονται κάπου άλλου. Βγαίνουν από τα δωμάτιά τους φορώντας πολύχρωμα παντοφλάκια για να δουν ποιες είναι αυτές οι τρεις περίεργα ντυμένες φιγούρες και τι ακριβώς ήρθαν να κάνουν. «Θα παίξουμε μια παράσταση!Θέλετε να έρθετε στο σαλονάκι του δεύτερου ορόφου να τη δείτε;» ρωτούν οι ηθοποιοί. Οι αντιδράσεις από τους επίδοξους θεατές ποικίλλουν. Ορισμένοι είναι πολύ κουρασμένοι ή στενοχωρημένοι για να σηκωθούν από το κρεβάτι τους, κάποιοι κοιτούν με δυσπιστία ώσπου να πουν το ναζιάρικο «εντάξει», κάποιοι άλλοι τρέχουν να πιάσουν την καλύτερη θέση. Μαζί και οι γονείς τους. Οι τρεις κύβοι στήνονται στον χώρο και μέσα από αυτούς ξεπηδούν κάθε λογής κοστούμια, αντικείμενα, περούκες, που βοηθούν στην εξέλιξη της ιστορίας. Ο Αλμπερτ είναι ένα αγόρι που ζει μόνο του, μακριά από τη μεγάλη πόλη. Βαριέται αφόρητα και μοναδική του ασχολία είναι να ακούει τους ήχους της πόλης με τη βοήθεια ενός χωνιού που βάζει κοντά στο αφτί του- όπως περίπου κάνουμε με τα κοχύλια για να ακούσουμε θαλασσινές αύρες. Κάποια στιγμή, μέσα από μια συχνότητα θα πιάσει την ωραιότερη μελωδία του κόσμου τραγουδισμένη από μια κοπέλα, την Τερέζα. Την ερωτεύεται μόνο και μόνο από τη φωνή της. Και ξεκινά το μακρύ ταξίδι του για να τη συναντήσει. Πασπαλισμένο με πολλές περιπέτειες και με μυστήριους τύπους που μιλούν διάφορες διαλέκτους… αλαμπουρνέζικων να τον εμποδίζουν να φθάσει στον προορισμό του.
Ηπαράσταση αυτή δίνεται σε διαδρόμους νοσοκομείων, αλλά και σε δωμάτια ανήλικων ασθενών που δεν μπορούν να μετακινηθούν. «Αν χρειαστεί, θα παίξουμε το έργο και για μόνο ένα παιδί» σημειώνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Κάθε χρόνο δίνονται 150-180 παραστάσεις οι οποίες προσφέρονται δωρεάν. Εκτός από νοσοκομεία, επισκέψεις πραγματοποιούνται και σε άλλους χώρους όπου μπορεί να βρίσκονται ευαίσθητες ομάδες παιδιών, όπως φυλακές, προσφυγικοί καταυλισμοί, ειδικά σχολεία. Μέσα στο πρόγραμμα είναι άλλωστε να επισκεφθεί η παράσταση και εφέτος τις πυρόπληκτες περιοχές της Ηλείας. «Είναι καθήκον μας να το κάνουμε. Οχι μόνο όταν αυτές οι περιοχές βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, με τα γεγονότα εν θερμώ,αλλά και στη συνέχεια» συμπληρώνει ο κ. Θεοδωρόπουλος.
Ο Αλμπερτ κάνει φούσκες στη θάλασσα με το πορτοκαλί ψάρι
Στη γλώσσα του έργου «τρότσκι» σημαίνει «ευχαριστώ», «καραβουνιάζεσαι» θα πει «προσλαμβάνεσαι», «γουίντοους μάι μεν» ισούται με «ευχαριστώ». Η παράσταση διαρκεί 35 λεπτά, χρονικό διάστημα που φτάνει και περισσεύει για να ταξιδέψει τα παιδιά μακριά από την πτέρυγα του νοσοκομείου, γεμίζοντάς τα με εικόνες-καταφύγια στις δύσκολες στιγμές που αντιμετωπίζουν σε τόσο τρυφερή ηλικία. Γελούν με τις αλλόκοτες λέξεις, μπαίνουν στον καλοδουλεμένο ρυθμό των ηθοποιών, θαμπώνονται με τα περίεργα κοστούμια και, όπως συνέβαινε και θα συμβαίνει με κάθε γενιά, εντυπωσιάζονται με τις σαπουνόφουσκες που χρησιμοποιούνται όταν ο Αλμπερτ βρίσκεται να κολυμπά παρέα με ένα πορτοκαλί ψάρι. «Ο Νέμο!» αναφωνεί ένα παιδάκι με σαφή έφεση στις ταινίες κινουμένων σχεδίων της Ντίσνεϊ.
Ενώ οι ηθοποιοί παίζουν, άνθρωποι πηγαινοέρχονται, κινητά χτυπούν, ασανσέρ ανεβοκατεβαίνουν. Δύσκολες θεατρικές συνθήκες. Και όταν η παράσταση τελειώνει, με τον Αλμπερτ να έχει κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του Τερέζας, τα παιδικά πρόσωπα μοιάζουν λίγο πιο φωτεινά και χαμογελαστά. Ο τριμελής θίασος μαζεύει τα αντικείμενα και τα τοποθετεί μέσα στους τρεις κύβους του σκηνικού για να είναι έτοιμα για την επόμενη παράσταση. Το έργο αυτό, απλό και άμεσο, μας μαθαίνει ότι σημασία δεν έχουν οι λέξεις αυτές καθαυτές, αλλά οι κώδικες επικοινωνίας. Αντί να υποτιμούμε τη νοημοσύνη των παιδιών, να μπεμπεκίζουμε νομίζοντας ότι μόνο έτσι θα μας καταλάβουν, μπορούμε να εφεύρουμε μια εντελώς διαφορετική γλώσσα. Και τότε ίσως να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε πολλά να πούμε.