Πολύ απαισιόδοξες παραμένουν οι αγορές σε όλον τον κόσμο, παρά το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να περιορίσουν την επιδείνωση της ύφεσης στην παγκόσμια οικονομία. Οι κυβερνήσεις έχουν πλημμυρίσει με χρήμα το τραπεζικό σύστημα και έχουν αποφασίσει δημοσιονομικά πακέτα ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων για να φρενάρουν την ελεύθερη πτώση των εθνικών οικονομιών τους. Από την πλευρά τους οι κεντρικές τράπεζες οδηγούν τα βασικά επιτόκια δανεισμού σε μηδενικά επίπεδα, στις ηγέτιδες οικονομίες της Δύσης. Παρ΄ όλα αυτά έχει αποτύχει ο βασικός στόχος των κυβερνήσεων να αποκαταστήσουν το ταχύτερο δυνατόν την εμπιστοσύνη.
Ο κόσμος, από τους καταναλωτές ως τους επιχειρηματίες και τους επενδυτές, έχει χάσει την εμπιστοσύνη του προς τους κυβερνώντες. Πιστεύει ότι τα δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια, ευρώ, στερλίνες και γεν πέφτουν καθυστερημένα στο σύστημα. Εχοντας διαπιστώσει ότι πρόκειται για τη χειρότερη μεταπολεμική ύφεση, φοβάται ότι όλα αυτά τα μέτρα θα πάρουν πολύ χρόνο για να αποδώσουν και συνεπώς θα καθυστερήσει πολύ να φανεί κάποιο είδος οικονομικής ανάκαμψης. Η δραματική έλλειψη εμπιστοσύνης είναι απόλυτα δικαιολογημένη.
Με τις πλέον αισιόδοξες εκτιμήσεις η παγκόσμια οικονομία, αφού πέσει στον πάτο στα μέσα του 2009, δεν πρόκειται να παρουσιάσει κάποιο είδος ανάκαμψης πριν από τα μέσα του 2010, ενώ μια στέρεη και σίγουρη ανάκαμψη θα πρέπει να περιμένει ως το 2012. Συνεπώς η ανάκαμψη των αγορών, η οποία συνήθως προεξοφλεί την ανάκαμψη της οικονομίας σε έξι με εννέα μήνες, σημαίνει ότι τα χρηματιστήρια δεν θα συνεχίσουν να παραπαίουν και τον επόμενο χρόνο.
Οι δεκαοκτώ καταστρεπτικοί μήνες που πέρασαν κατέδειξαν ότι υποτιθέμενες αξιόπιστες και συντηρητικά διαχειριζόμενες τράπεζες, κυρίως των ΗΠΑ και της Ευρώπης, είχαν μεταμορφωθεί σε σκληρούς τζογαδόρους και έπαιζαν ριψοκίνδυνα με τα χρήματά μας. Θα έπρεπε όμως να έρθει η χρεοκοπία της Lehman Βrothersεπενδυτικής τράπεζας-κολοσσού της Γουόλ Στριτ- για να τρομάξουν οι πολιτικοί και οι τραπεζικοί αξιωματούχοι από το ενδεχόμενο επανάληψης ενός νέου κραχ τύπου 1930.
Τελικά η χρεοκοπία αυτή λειτούργησε ως καταλύτης για τον συντονισμό των προσπαθειών σε Δύση και Ανατολή και έτσι απεφεύχθη η κατάρρευση του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος. Ο κίνδυνος ωστόσο δεν έχει παρέλθει διότι οι τράπεζες έχασαν την ικανότητά τους να δανείζουν καθώς δεν έχουν χρήματα για δανεισμό και έτσι οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν να στηρίζουν το τραπεζικό σύστημα.
Ως αποτέλεσμα, ο κόσμος του χρήματος, ενώ ήταν υπερβολικά αισιόδοξος και είχε τεράστια όρεξη για την ανάληψη του επενδυτικού κινδύνου τα περασμένα πέντε κυρίως χρόνια, τώρα έχει πάει στην άλλη άκρη, με συνέπεια η αποστροφή του κινδύνου να έχει σαρώσει όλες τις αξίες, από τις μετοχές ως τα εμπορεύματα και τα ακίνητα. Τα ισχυρότερα χρηματιστήρια του κόσμου έχουν χάσει περισσότερο από το 40% της αξίας τους τον τρέχοντα χρόνο, οι τιμές των κατοικιών συνεχίζουν να βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση και τα εμπορεύματα ξεπουλιούνται.
Οι κυβερνήσεις μόλις τώρα έχουν ξεκινήσει τα προγράμματα τόνωσης των οικονομιών τους και είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζει κανείς τα αποτελέσματα. Τα πράγματα όμως δεν φαίνονται ευοίωνα. Οι ηγέτιδες οικονομίες της Δύσης βρίσκονται αντιμέτωπες με την παγίδα της ρευστότητας.
Είναι η κατάσταση όπου οι κεντρικές τράπεζες μειώνουν όσο μπορούν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια, παρ΄ όλα αυτά υπολειτουργεί η οικονομία. Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι ακόμη και εταιρείες-κολοσσοί δεν βρίσκουν χρηματοδότηση, καθώς οι τράπεζες έχουν σφίξει τους όρους δανεισμού ή αρνούνται να δανείσουν. Οι ταχύτατοι ρυθμοί αύξησης των απολύσεων σε όλον τον κόσμο είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δραματικής επιχειρηματικής απαισιοδοξίας.
Υπάρχει κάθετη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης, με τους καταναλωτές να ανακαλύπτουν τις αρετές της αποταμίευσης. Παράλληλα οι επιχειρήσεις, στραπατσαρισμένες από τις υπερβολές του παρελθόντος και από το προβληματικό τραπεζικό σύστημα, κάνουν πίσω στις επενδύσεις τους. Αρκετοί οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι το χάσμα αυτό θα πρέπει να κλείσει με την αύξηση των κυβερνητικών δαπανών, διαφορετικά η ιδιωτική κατανάλωση και η οικονομική δραστηριότητα στο σύνολό της θα βυθιστούν ακόμη περισσότερο, με δραματικές συνέπειες για όλον τον κόσμο. Μεταξύ αυτών ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν – εφέτος του απενεμήθη το Νομπέλ Οικονομίας-, ο οποίος έχει ανεπιφύλακτα τεθεί υπέρ μιας τεράστιας δημοσιονομικής επέκτασης στις ΗΠΑ, ειδικότερα τώρα, στην τρέχουσα ανώμαλη συγκυρία. Ο αμερικανός νομπελίστας ισχυρίζεται ότι όσοι πιστεύουν πως σήμερα μια δημοσιονομική επέκταση θα είναι καταστρεπτική για τις επόμενες γενιές κάνουν λάθος και υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αναληφθεί κάθε είδους οικονομικό μέτρο ώστε να βγει από τη βαθιά ύφεση η οικονομία των ΗΠΑ. Για να επισημάνει τις οδυνηρές συνέπειες μιας δημοσιονομικής λιτότητας σε ανώμαλες καταστάσεις όπως οι τρέχουσες, ο κ. Κρούγκμαν υπενθυμίζει δύο σημαντικά επεισόδια της Ιστορίας. Το πρώτο ήταν το 1937, όταν ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνος Ρούζβελτ μεταξύ άλλων μείωσε δραστικά τις κυβερνητικές δαπάνες και αύξησε τους φόρους. Το αποτέλεσμα ήταν βαθιά ύφεση της αμερικανικής οικονομίας και κάθετη πτώση των ιδιωτικών επενδύσεων. Το δεύτερο έλαβε χώρα ύστερα από 60 χρόνια στην Ιαπωνία, όταν το διάστημα 1996-97 η ιαπωνική κυβέρνηση προσπάθησε να ισοσκελίσει τον ελλειμματικό προϋπολογισμό μειώνοντας τις δαπάνες και αυξάνοντας τους φόρους. Προκλήθηκε βαθιά ύφεση της ιαπωνικής οικονομίας και «βουτιά» των επενδύσεων. Προσδοκάται πάντως ότι μετά την ορκωμοσία του νέου προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα στις 20 Ιανουαρίου του 2009 θα ανοίξουν οι κάνουλες των κυβερνητικών δαπανών και ότι θα υπάρξει έγκριση και ενός δεύτερου δημοσιονομικού πακέτου, διότι αρχίζει και «δαγκώνει» η ύφεση στις ΗΠΑ. Σημειωτέον ότι η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση από τον Δεκέμβριο του 2007, σύμφωνα με την ετυμηγορία της υπηρεσίας η οποία είναι αρμόδια για τον ορισμό των επιχειρηματικών κύκλων στις ΗΠΑ. Οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι ώσπου να πιάσει πάτο η αμερικανική αγορά κατοικίας, ώστε να βρεθεί κάποια αξία σε όλα αυτά τα άχρηστα τιτλοποιημένα ενυπόθηκα δάνεια, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση δεν θα τελειώσει. Μπορεί να έχει προ πολλού ξεφύγει από τη subprime αγορά των ΗΠΑ, απ΄ όπου δηλαδή ξεκίνησε πριν από 18 μήνες, αλλά εκτιμάται ότι εκεί θα είναι που θα τελειώσει. Και όταν συμβεί αυτό, τότε θα γυρίσει η αμερικανική οικονομία και πάντως με καθυστέρηση ενδεχομένως και ενός έτους.