Οι νέες δεσμεύσεις του νεοεκλεγέντος προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα ότι προγραμματίζει να δημιουργήσει επιπλέον 500.000 θέσεις εργασίας από τις 2,5 εκατ. θέσεις που είχε υποσχεθεί τον περασμένο μήνα, συνολικά δηλαδή 3 εκατ. στα επόμενα δύο χρόνια, δεν συγκίνησαν τις αμερικανικές αγορές. Ο νέος στόχος του κ. Ομπάμα συμπεριλαμβάνεται στο πακέτο αναπτυξιακών έργων, το οποίο λέγεται ότι ενδεχομένως να φθάσει στο 1 τρισ. δολάρια και θα είναι το μεγαλύτερο από τη δεκαετία του 1950. Αδιαφόρησαν επίσης και για την τρίμηνη ανάσα που έδωσε στην General Μotors και στην Chrysler το πακέτο διάσωσης ύψους 17,4 δισ. δολαρίων της περασμένης Παρασκευής.
Στη Γουόλ Στριτ και οι τρεις κύριοι χρηματιστηριακοί δείκτες ήταν «στο κόκκινο». Ο δείκτης Dow Jones έχανε γύρω στο 0,56% και οι Sandard & Ρoor΄s 500 και Νasdaq έπεφταν 1,48% και 2,02% περίπου δύο ώρες πριν από το κλείσιμο των συναλλαγών.
Επίσης όλα σχεδόν τα χρηματιστήρια της Ευρώπης έκλεισαν με πτώση. Τα τρία μεγαλύτερα, το Λονδίνο, η Φραγκφούρτη και το Παρίσι, έκλεισαν με απώλειες 0,88%, 1,23% και 2,31% αντίστοιχα.
Στην Ασία παρά τη νέα μείωση των επιτοκίων από την Κίνα τα χρηματιστήρια της Σανγκάης και του Χονγκ Κονγκ έκλεισαν με πτώση 1,52% και 3,34% αντίστοιχα, ενώ το Τόκιο έκλεισε με κέρδη 1,57% λόγω της μείωσης στα μηδενικά επίπεδα του 0,10% των ιαπωνικών επιτοκίων. Οι δεσμεύσεις του κ. Ομπάμα- ο οποίος αναλαμβάνει τα καθήκοντά του στις 20 Ιανουαρίου 2009- λέγεται ότι θα αργήσουν να τελεσφορήσουν σε μια οικονομία η οποία έχει ήδη βυθιστεί σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση. Σημειωτέον ότι η καταστροφική συρρίκνωση της απασχόλησης για ενδέκατο κατά σειρά μήνα έχει οδηγήσει στην απώλεια σχεδόν 2 εκατ. θέσεων εργασίας τον τρέχοντα χρόνο στις ΗΠΑ. Μόνο τον περασμένο μήνα χάθηκαν 533.000 θέσεις εργασίας από όλους- εκτός του αγροτικού- τομείς της οικονομίας και το ποσοστό της ανεργίας εκτινάχθηκε στο 6,7%. Οι απώλειες των θέσεων εργασίας τον Νοέμβριο ήταν οι μεγαλύτερες μηνιαίες απώλειες στις τελευταίες τρεις και πλέον δεκαετίες στις ΗΠΑ. Δεν είναι μόνο τα στοιχεία από την αγορά εργασίας τα οποία επιβεβαιώνουν ότι ύστερα από 12 μήνες ύφεσης οι οικονομικές συνθήκες γίνονται ολοένα χειρότερες.
Και στην Κίνα οι ανησυχίες των αξιωματούχων ότι η δραματική αύξηση της ανεργίας ενδεχομένως να οδηγήσει σε κοινωνική αναταραχή εξανάγκασαν την κεντρική τράπεζα να μειώσει για πέμπτη φορά σε τρεις μήνες τα βασικά επιτόκια, προκειμένου να ρίξει χρήμα στην κινεζική οικονομία. Επειδή ωστόσο η μείωση των επιτοκίων ήταν μικρή, μόλις 27 μονάδες βάσης, και όχι η εντυπωσιακή κίνηση που είχε κάνει η κεντρική τράπεζα στις 26 Νοεμβρίου,
οι κινεζικές αγορές πήγαν ακόμη χαμηλότερα. Στο χρηματιστήριο της Σανγκάης ο κύριος δείκτης έπεσε 1,52%, ενώ χάνει το 62,22% της αξίας του από τις αρχές του έτους. Να θυμίσουμε ότι τον περασμένο μήνα η Τράπεζα της Κίνας είχε προχωρήσει στη μεγαλύτερη μείωση των επίσημων επιτοκίων της στα τελευταία 11 χρόνια, κατά 1,08%. Μετά και τη χθεσινή μείωση το ετήσιο κόστος δανεισμού διαμορφώνεται στο 5,31%. Σημειωτέον ότι από τις 9 Νοεμβρίου τρέχει το πακέτο αναπτυξιακών μέτρων ύψους 589 δισ. δολαρίων που πήρε η κινεζική ηγεσία και το οποίο στοχεύει κυρίως σε επενδύσεις υποδομής και στον τομέα της κατοικίας. Εκτός από δραματική εξασθένηση του παγκόσμιου εμπορίου, η κινεζική οικονομία έχει πληγεί και από τη ραγδαία πτώση του βιομηχανικού τομέα. Το ΑΕΠ της Κίνας από το άλμα του 11,9% το 2007 έπεσε στο 9% το τρίτο τρίμηνο, ενώ οι προβλέψεις της Royal Βank of Scotland θέλουν την κινεζική οικονομία να σημειώνει αναπτυξιακούς ρυθμούς μόλις 5% το επόμενο έτος μετά την απρόσμενη συρρίκνωση των εξαγωγών και εισαγωγών.
Η δραματική επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία οδηγεί σε κατάρρευση τις καταναλωτικές δαπάνες, επιβεβαιώθηκε από τα στοιχεία που έδειξαν ότι τον Νοέμβριο οι εξαγωγές από την Κίνα σημείωσαν τη μεγαλύτερη πτώση από το Απρίλιο του 1999 και η βουτιά στις εισαγωγές ήταν η χειρότερη από το 1993, όταν άρχισαν να καταγράφονται τα στοιχεία αυτά. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές έπεσαν 2,2% επί ετησίας βάσεως, ενώ οι αναλυτές είχαν προβλέψει άνοδο κατά 15%, και οι εισαγωγές βούτηξαν 17,9%, ενώ οι αναλυτές μιλούσαν για αύξηση κατά 12%.