Το σε ποιον βαθμό και για ποιον λόγο εξεγείρονται οι νέοι είναι, όπως λέγαμε και μεσοβδόμαδα, λιγότερο καθαρό απ΄ ό,τι βιαζόμαστε να αποδεχθούμε. Εστω όμως. Αφού για τον δημόσιο λόγο αποδεικνύεται πολύ δύσκολο να αμφισβητήσει τα «παιδιά», ας δεχθούμε προς στιγμήν ότι οι διαδηλωτές και οι καταληψίες έχουν δίκιο, έστω συναισθηματικό. Με τις απόπειρες φόνου εναντίον αστυνομικών τι γίνεται; Ή μήπως η ρίψη μολότοφ και η προσπάθεια να κάψεις ζωντανό έναν αστυνομικό δεν μετράει ως έγκλημα στις μέρες μας;
Φαίνεται ότι δεν μετράει. Επιθέσεις με πιθανώς φονικό σκοπό εναντίον αστυνομικών έγιναν και την Τρίτη και την Τετάρτη, άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. υπέστησαν εγκαύματα, οδηγός βγήκε από το φλεγόμενο αυτοκίνητο τελευταία στιγμή, δεν ακούσαμε όμως πολλούς να μιλάνε για φονικές απόπειρες, ούτε πολύ λιγότερο να θυμούνται τον περίφημο ενδεχόμενο δόλο που επικαλούμασταν για να μεταβάλλουμε τα πολύνεκρα δυστυχήματα σε κακούργημα. Γιατί άραγε; Εύλογο είναι να προτάσσουμε σε σημασία τους πυροβολισμούς κατά παιδιών, φονικούς ή μη. Πώς όμως οι απόπειρες πυρπόλησης αστυνομικών καταγράφονται ως απλά «περιστατικά»; Δεν φταίει, προφανώς, το όπλο. Ξέρουμε όλοι ότι δεν σκοτώνουν μονάχα οι σφαίρες· οι μολότοφ, η φωτιά και οι πέτρες κάνουν τη δουλειά μια χαρά. Και σίγουρα, αν ένας μαθητής πάθαινε εγκαύματα από μολότοφ που θα «επέστρεφε» αστυνομικός στο πλήθος, το γεγονός δεν θα περνούσε στα ψιλά.
Δεν θα περίμενε, βεβαίως, κανείς να μιλήσουν για τους αστυνομικούς οι πολιτικοί που κολακεύουν τον μαθητόκοσμο ή και εμάς λέγοντάς μας κάθε τόσο πόσα δικαιούμαστε, χωρίς ποτέ να διευκρινίζουν πώς θα μας δοθούν. Το περιμένει όμως από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές και από τον Τύπο. Και δεν το περιμένει μόνο για λόγους πολιτικής λογικής, επειδή δηλαδή πρέπει επιτέλους να διερωτηθούμε αν όντως η Αστυνομία εκλαμβάνεται ως συλλήβδην απειλή από τους πολίτες ή αν οι τελευταίοι φοβούνται στην πραγματικότητα πολύ περισσότερο τους «αντιεξουσιαστές». Το περιμένει και προκειμένου να μη θρηνήσουμε νέα θύματα από σφαίρες.
Τις τελευταίες μέρες βλέπουμε μια εκτράχυνση των «στοχευμένων επιθέσεων» του λεγόμενου αντιεξουσιαστικού χώρου, έκδηλη όχι μόνο στον αιφνιδιασμό και στην προπαρασκευή (με κράνη, μάσκες αερίων και μολότοφ), αλλά και στη φύση των επιθέσεων, που δεν σταματούν μπροστά στο ενδεχόμενο του θανάτου των θυμάτων τους. Καθώς αυτή δεν προκαλεί κανέναν ιδιαίτερο σάλο, καθώς ελάχιστοι τολμούν να μιλήσουν για απόπειρες δολοφονίας και για ανάγκη σύλληψης των υπαιτίων, απλώνεται μια ατμόσφαιρα υποβάθμισης των ενεργειών του είδους. Αυτή με τη σειρά της εκτραχύνει και τις διαδηλώσεις των μαθητών. Οι τελευταίοι μπορεί να είναι άδολοι, δικαιολογημένοι «και άλλα ηχηρά παρόμοια», όταν όμως πετούν αγκωνάρια δεν γίνονται τριαντάφυλλα: παραμένουν πέτρες και ανοίγουν κεφάλια. Η αθροιστική αυτή παρόξυνση πιέζει την Αστυνομία- και όχι μόνο αυτήν. Πιέζει το κράτος προς τα όρια της κατάστασης ανάγκης. Η κυβερνητική επιλογή προ του κινδύνου είναι οφθαλμοφανής: η Αστυνομία κάθεται και καίγεται, περιοριζόμενη σε ρίψεις δακρυγόνων με τον τόνο (αυτών ο προμηθευτής ασφαλώς δεν φοβάται την ύφεση), με την ελπίδα να εκτονωθούν τα πράγματα. Αν όμως αυτό δεν συμβεί, αν η εκτράχυνση συνεχιστεί, οι αστυνομικοί δεν γίνεται να συνεχίσουν να καίγονται. Μεταξύ μας, δεν το θέλει ούτε ο κόσμος. Τότε όμως, όταν τα νεράντζια θα έχουν για τα καλά δώσει τη θέση τους στις πέτρες και οι πέτρες στις μολότοφ, κινδυνεύουμε τα δακρυγόνα και τα κλομπ σε κάποιο «περιστατικό» να μην αρκούν- και να βγουν τα κουμπούρια. Αν πάλι η Αστυνομία διαταχθεί να αποχωρεί, ώστε οι διαδηλωτές να καίνε απερίσπαστοι, κινδυνεύουμε να βγουν ιδιωτικά κουμπούρια. Η σημερινή μας «τρυφερότητα» υπάρχει κίνδυνος να αποδειχθεί έσχατη αφροσύνη.