Ακούμε και διαβάζουμε δύο γλώσσες αυτές τις ημέρες στα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης. Η μία γλώσσα, που κυριαρχεί στα ηλεκτρονικά μέσα και ιδιαίτερα στην ιδιωτική τηλεόραση, είναι η γλώσσα του σχολίου, του argument. Η άλλη, που κυριαρχεί στα έντυπα μέσα, είναι η γλώσσα που υποδύεται ότι μεταδίδει ειδήσεις, ιδιαίτερα από αυτά που συμβαίνουν στη Νέα Δημοκρατία, αλλά είναι και πάλι σχόλιο, υψηλής σοβαροφάνειας και με την επικάλυψη ρεπορτάζ. Η πρώτη γλώσσα είναι επικίνδυνη, γιατί δημιουργεί ατμόσφαιρα, κλίμα και συμβάλλει στη φαντασμαγορία της παθητικότητας, που στο βάθος της έχει τη λαγνεία του φόβου και τη λατρεία της βίας. Αλλά και η δεύτερη γλώσσα είναι επικίνδυνη, γιατί δημιουργεί την εντύπωση ότι όλα βαίνουν καλώς, όλα είναι υπό έλεγχο και ότι ο Πρωθυπουργός αναλαμβάνει πρωτοβουλίες.
Η πρώτη γλώσσα είναι επικίνδυνη γιατί, όπως είδαμε σε όλες τις «ζωντανές» μεταδόσεις από το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου και μετά, υιοθετεί τους τρόπους αλλά και τη συναισθηματική στάση αυτών των οποίων τη δράση υποτίθεται ότι καλύπτει. Ετσι έχουμε ρεπόρτερ-κουκουλοφόρους, ρεπόρτερ-μαθητές, ρεπόρτερ-αστυνομικούς, ρεπόρτερ-αντιεξουσιαστές, τα πάντα. Εκτός από ρεπόρτερ με τελεία και παύλα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους σχολιαστές των παραθύρων. Ο καθένας στον ρόλο του, εκεί που ετάχθη, για τη διεύρυνση του ακροατηρίου της πολυσυλλεκτικής ενημέρωσης.
Αλλά και η άλλη γλώσσα είναι επικίνδυνη. Ιδιαίτερα όταν υποτίθεται ότι εισχωρεί στο παρασκήνιο για να μεταδώσει πληροφορίες που αφορούν σχεδιασμούς κομμάτων, αρχηγών κ.λπ. Είναι μια γλώσσα που αυτοπροδίδεται, γιατί φυσικά κανείς δεν πρόκειται να πιστέψει, για παράδειγμα, τον «άνεμο αλλαγής» που υποτίθεται ότι φυσάει στη Νέα Δημοκρατία εν όψει ανασχηματισμού. Είναι τόσο φανερό ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, ώστε η γλώσσα αυτή όχι μόνο είναι επικίνδυνη, όχι μόνο αυτοπροδίδεται, αλλά και αυτογελοιοποιείται.
Και οι δύο γλώσσες μοιάζουν με τo standing ovation των μελών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας για τον αρχηγό τους. Αλήθεια, τι αποθέωναν; Μήπως την ευήθεια; Μήπως τη βραδυφλεγή αναγνώριση από τον Πρωθυπουργό της υπόθεσης του Βατοπαιδίου ως σκανδάλου; Μήπως την ανάληψη της νεφελώδους πολιτικής ευθύνης από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό; Ή μήπως τη διαπίστωση ότι ο λαός είναι πληγωμένος, σαν μια απατημένη ερωμένη, ενώ στην πραγματικότητα είναι εξοργισμένος και αγανακτισμένος; Και με τι γλώσσα περιγράφηκε όλο αυτό το επεισόδιο; Μια γλώσσα χειρουργική, που είχε ως στόχο της να κρύψει την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που μας λέει ότι σε ένα κράτος του οποίου ο πρωθυπουργός αντιλαμβάνεται με καθυστέρηση τεσσάρων μηνών κάτι που από την πρώτη στιγμή έχει αντιληφθεί ο πιο καθημερινός πολίτης, που μας λέει ότι σε ένα κράτος του οποίου ο πρωθυπουργός ομολογεί ότι παρακολουθεί πολύ τηλεόραση για να πληροφορείται, τότε πρέπει να ανησυχούμε βαθύτατα.
Τι αποθεώνουν λοιπόν αυτές οι δύο δημοσιογραφικές γλώσσες, όψεις του ίδιου νομίσματος; Μάλλον τον ιδιότυπο αυτισμό τους. Πέρα φυσικά από το ότι επιβεβαιώνουν ότι η δημοσιογραφική γλώσσα και επομένως η δημοσιογραφική λειτουργία βρίσκονται σε κρίση.