Κράτη βυθίζονται, τράπεζες ξεμένουν από λεφτά, επιχειρήσεις σβήνουν, πολίτες εξεγείρονται, ο κόσμος καίγεται στην κυριολεξία για δουλειές και εισοδήματα και η ευρωπαϊκή ελίτ θυμήθηκε τη… Συνθήκη της Λισαβόνας. Κοινώς ο κόσμος χάνεται και… η Ευρώπη χτενίζεται.
Κακά τα ψέματα, η τελευταία ευρωπαϊκή σύνοδος κορυφής θύμιζε το ταξίδι του «Τιτανικού». Ο καιρός έβγαζε θύελλες και αυτοί γραμμή στους πάγους, λες και έχουν στοιχηματίσει υπέρ του επαπειλούμενου ναυαγίου.
Και μαζί τους ο «ασθενής» και «αναιμικός» Πρωθυπουργός μας, ο οποίος εμφανώς πια δεν έχει δυνάμεις ούτε έμπνευση και θυμίζει περισσότερο αναχωρητή παρά ενεργό κυβερνήτη.
Κρύβει και κρύβεται ο κ. Καραμανλής, δεν δίδει πειστικές απαντήσεις ούτε για την αποκαλυφθείσα τις προηγούμενες ημέρες κοινωνική κρίση ούτε για την επερχόμενη οικονομική και τη σοβούσα δανειακή, που απειλεί να στείλει την πρώτη χώρα της ευρωζώνης κατευθείαν στην αγκαλιά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η προσπάθεια εξωραϊσμού της ελληνικής οικονομίας που επιχείρησε από τις Βρυξέλλες, υπό την πίεση ιδιαιτέρως επικριτικών δημοσιευμάτων του ευρωπαϊκού Τύπου, υπήρξε παράταιρη και αταίριαστη προς τις επικρατούσες αντιλήψεις στο εξωτερικό και τις εντεινόμενες ανησυχίες στο εσωτερικό της χώρας.
Στα οικονομικά κέντρα της Ευρώπης έντονη είναι η αρνητική φημολογία για την οικονομική θέση της χώρας. Την περασμένη εβδομάδα στους οικονομικούς κύκλους των Αθηνών έφθαναν από τις Βρυξέλλες και τη Φραγκφούρτη ακραία σενάρια πτώχευσης του ελληνικού κράτους, τα οποία υπό το φως των εικόνων χάους εμφάνιζαν την Ελλάδα ακόμη και στην πόρτα εξόδου από την ευρωζώνη! Πράγμα παράλογο, που δεν ελέγχθη και δεν μπορεί να συμβεί, ούτε προβλέπεται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες.
Η αλήθεια είναι ότι στις παρούσες συνθήκες διεθνούς πιστωτικής ασφυξίας και εσωτερικής πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας το ελληνικό οικονομικό πρόβλημα, δημοσιονομικό, διαρθρωτικό και παραγωγικό μαζί, αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο.
Αυτή τη στιγμή η ελληνική οικονομία μοιάζει ανοχύρωτη έναντι της δυσμενούς διεθνούς οικονομικής συγκυρίας.
Η απειλή υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητρας αναδεικνύει το ανταγωνιστικό μειονέκτημα και τις εξαρτήσεις από τον δανεισμό τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Το δημοσιονομικό αδιέξοδο, όπως και τα βάρη της υπερχρέωσης του κράτους, απειλούν πλέον τη συνοχή του προϋπολογισμού και καθιστούν μη διαχειρίσιμη την αναμενόμενη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Ηδη το κράτος νιώθει έντονη την πίεση των μεγάλων δανειστών του. Το κόστος δανεισμού του Δημοσίου έχει ανέλθει στα ύψη και θα αυξηθεί περαιτέρω αν δεν εξομαλυνθούν οι διεθνείς πιστωτικές συνθήκες και το ελληνικό κράτος χρειασθεί να απευθυνθεί τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο στη διεθνή αγορά πιστώσεων προκειμένου να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία του.
Την περασμένη Παρασκευή η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων των δεκαετών ελληνικών ομολόγων και των αντίστοιχων γερμανικών έφθασε τις 2,12 ποσοστιαίες μονάδες και οδεύει με ταχύτητα προς τις 3 ποσοστιαίες μονάδες. Επανήλθε, δηλαδή, στα επίπεδα του 1997, όταν ακόμη επικρατούσαν οι αβεβαιότητες για την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ.
Οι ξένοι δανειστές για τον προσδιορισμό του επιτοκίου αναχρηματοδότησης του υπέρογκου ελληνικού χρέους συνυπολογίζουν τους κινδύνους που πηγάζουν από τη διεθνή πιστωτική κρίση και εσχάτως αποτιμούν τον πολιτικό κίνδυνο ο οποίος ανεδείχθη από τις συνθήκες εσωτερικής κοινωνικής αναταραχής που επικράτησαν την περασμένη εβδομάδα.
Αυτή η επιβάρυνση του κόστους δανεισμού της χώρας επηρεάζει ευθέως και τις ελληνικές τράπεζες. Αντιστοίχως το κόστος δανεισμού ανεβαίνει και γι΄ αυτές, οι διεθνείς οίκοι υποβιβάζουν την πιστοληπτική ικανότητά τους και εκείνες με τη σειρά τους μεταφέρουν το κόστος μέσω των επιτοκίων στις επιχειρήσεις.
Οι τελευταίες γίνονται πιο ευάλωτες καθώς είναι εξαρτημένες από τις τραπεζικές πιστώσεις, που τούτο τον καιρό είναι πανάκριβες και προσφέρονται με φειδώ εξαιτίας της αδυναμίας των τραπεζών μας να βρουν τους απαιτούμενους χρηματοδοτικούς πόρους.
Σημειώνεται ότι τα τελευταία χρόνια το ελληνικό τραπεζικό σύστημα προσέφερε ετησίως νέες πιστώσεις υψηλότερες των 20 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία. Η προσφορά των προαναφερομένων νέων πιστώσεων κατέστη επισφαλής από τον περασμένο Οκτώβριο και πηγή μεγάλων προβλημάτων για χιλιάδες εξαρτημένες από το πιστωτικό σύστημα επιχειρήσεις. Και αυτό γιατί δεν παίρνουν τα δάνεια που χρειάζονται και επειδή τα χορηγούμενα είναι πανάκριβα.
Ολη αυτή η αλυσίδα πιέζει πολλαπλώς την οικονομία. Οι τράπεζες αφήνουν τις επιχειρήσεις χρηματοδοτικά ακάλυπτες και αυτές με τη σειρά τους τους προμηθευτές, τους διανομείς, τους εμπόρους κ.ο.κ. Κάπως έτσι το αγαθό της εμπιστοσύνης καταρρέει συνολικά και αρχίζουν οι πτωχεύσεις και οι καταρρεύσεις. Ακολουθούν οι απώλειες θέσεων εργασίας και εισοδημάτων, με αποτέλεσμα όλο το οικοδόμημα να βυθίζεται και να μεταφέρει βάρη στην κοινωνία, στα νοικοκυριά και τέλος στα πρόσωπα που ενίοτε οργίζονται και εξεγείρονται.
Κατά τα φαινόμενα, αυτή η αυτοτροφοδοτούμενη αλυσίδα κρίσης θα υπερδιογκωθεί προσεχώς. Και πιθανώς να φέρει ακόμη μεγαλύτερες αναστατώσεις τους επόμενους μήνες. Ο κ. Καραμανλής γνωρίζει αυτές τις προοπτικές. Μόνο που υπέθετε ότι η κοινωνική κρίση θα ακολουθούσε της οικονομικής και υπολόγιζε ότι είχε ακόμη χρόνο στη διάθεσή του. Προδόθηκε όμως από έναν νταή αστυνομικό που δεν είχε ιερό και όσιο. Η παράφρων μεταβλητή ενεργοποιήθηκε και η ελληνική πολυπαραγοντική πολιτική εξίσωση που επιχειρούσε να λύσει ο κ. Καραμανλής έδωσε εκρηκτικό αποτέλεσμα πριν την ώρα της. Ετσι εξηγείται η απόγνωση και ο αναχωρητισμός του. Αντιλαμβάνεται πια ότι δεν θα έχει τον χρόνο ούτε τη θρυλούμενη μετοίκησή του στο εξωτερικό να οργανώσει.