Για τους πτυχιούχους των ΑΕΙ και ΤΕΙ οι προοπτικές στην αγορά εργασίας παραμένουν δυσμενείς. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μεγάλη έρευνα που ολοκληρώθηκε έπειτα από δύο χρόνια συλλογής και μελέτης στοιχείων σχετικά με την απασχόληση των πτυχιούχων ΑΕΙ και ΤΕΙ στη χώρα μας. Από την έρευνα προκύπτει ότι ο δημόσιος τομέας εμφανίζεται να είναι ο καλύτερος εργοδότης στη χώρα μας, ενώ καλύτερα αμειβόμενοι πτυχιούχοι είναι εκείνοι που προέρχονται από τις πολυτεχνικές σχολές και τα επιστημονικά πεδία της Ιατρικής και της Νομικής.
Τη μελέτη εκπόνησαν ερευνητές του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών για λογαριασμό της Μορφωτικής και Αναπτυξιακής Πρωτοβουλίας που έχουν συγκροτήσει οκτώ μεγάλα ιδρύματα της χώρας (Ιδρυμα Ευγενίδου, Ιδρυμα Λαμπράκη, Ιδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, Ιδρυμα Ι. Φ. Κωστόπουλου, Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Ιδρυμα Μποδοσάκη, Ιδρυμα Σταύρου Νιάρχου, Κοινωφελές Ιδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης).
Οπως προέκυψε από την έρευνα:
*Οι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατά την υπό εξέταση περίοδο (1993-2007) αυξήθηκαν σημαντικά (87%), όταν ο συνολικός πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας αυξήθηκε μόλις κατά 7% την ίδια περίοδο. Το δε ποσοστό των κατόχων μεταπτυχιακού τίτλου την περίοδο αυτή εννεαπλασιάστηκε.
*Στα ΑΕΙ το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας καταγράφεται στους αποφοίτους φυσικών επιστημών (άνω του 35%), ενώ με μικρή διαφορά ακολουθούν οι απόφοιτοι ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών αλλά και Μαθηματικών και Στατιστικής (άνω του 30%). Αντίθετα, το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας για πέντε ή λιγότερα χρόνια από την αποφοίτηση σε ΑΕΙ καταγράφεται στους αποφοίτους Νομικής (περί το 10%), ενώ ακολουθούν με πολύ μικρή διαφορά οι απόφοιτοι σχολών πληροφορικής. Οι απόφοιτοι ξένων γλωσσών, δομικών και μηχανολόγων και Ιατρικής συγκεντρώνουν και αυτοί ποσοστά ανεργίας σχετικά χαμηλά (μεταξύ 15% και 20%), ενώ οι απόφοιτοι οικονομικών σχολών και διοίκησης για τα πρώτα έτη μετά την αποφοίτηση καταγράφουν ποσοστά ανεργίας σχεδόν 25%.
*Κατά μέσον όρο το ποσοστό ανεργίας στις σχολές ΤΕΙ στη βραχυχρόνια περίοδο μετά την αποφοίτηση κυμαίνεται μεταξύ 25% και 30%. Συγκεκριμένα το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας για πέντε ή λιγότερα χρόνια από την αποφοίτηση καταγράφεται στους αποφοίτους Γεωργικής Τεχνολογίας και Τροφίμων (άνω του 30%), ενώ ακολουθούν με σχετικά μικρή διαφορά οι απόφοιτοι σχολών οικονομίας και διοίκησης και ιατρικών επιστημών (περί το 27%). Αντίθετα, το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας καταγράφεται στις σχολές δομικών (20%) αλλά και μηχανολόγων και μηχανικών ηλεκτρονικών υπολογιστών.
*Η απορρόφηση των πτυχιούχων από τον δημόσιο τομέα περιορίζεται με ταχείς ρυθμούς, ενώ οι αποδοχές στον δημόσιο τομέα για τους αποφοίτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι αρκετά υψηλότερες από αυτές στον ιδιωτικό τομέα (μέσος όρος 24%).
*Τα ποσοστά ανεργίας των γυναικών είναι πολύ υψηλότερα από τα αντίστοιχα των ανδρών για όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες εκτός του επιπέδου των μεταπτυχιακών σπουδών, όπου και καταγράφεται χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας για τις γυναίκες.
*Οι γνώσεις που πιστοποιούνται με την απόκτηση πτυχίου ΑΕΙ/ΤΕΙ δεν είναι πάντα το βασικό εφόδιο για την απασχόληση των πτυχιούχων, αφού ένα μεγάλο ποσοστό των ιδιωτικών επιχειρήσεων προτάσσουν στις απαιτήσεις τους τις ικανότητες και δεξιότητες των υποψηφίων. Σημαντικότερος παράγοντας για την αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων εργαζομένων είναι η προσωπικότητα.
Ακόμη, παρά την αυξημένη προσφορά εργασίας πτυχιούχων, ένα μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων αντιμετωπίζει δυσχέρειες στην εξεύρεση των κατάλληλων πτυχιούχων. Οι συχνότερα αναφερόμενοι λόγοι είναι η έλλειψη συγκεκριμένης επαγγελματικής εμπειρίας και ο μικρός αριθμός κατάλληλων υποψηφίων.