Το πνεύμα του Σατί

«Aν και είχα αποφασίσει να μη γράψω ποτέ μπαλέτο, ο Ερίκ Σατί με έπεισε να το κάνω» δήλωνε ο Φρανσίς Πικαμπιά τον Δεκέμβριο του 1924 λίγο μετά την πρεμιέρα τού Rel che. Η παράσταση έμελλε να αφήσει εποχή ως καρπός συνεργασίας δύο πρωτοπόρων της εποχής: του εικαστικού και σκηνοθέτη Πικαμπιά και του συνθέτη Σατί. Εκείνο το βράδυ ο βασικός χορευτής αρρώστησε και μια ανακοίνωση με τη λέξη Rel che- που σημαίνει «δεν θα γίνει παράσταση απόψε»- αναρτήθηκε στην πόρτα του Τh tre des Champs-Εlys es.

«Aν και είχα αποφασίσει να μη γράψω ποτέ μπαλέτο, ο Ερίκ Σατί με έπεισε να το κάνω» δήλωνε ο Φρανσίς Πικαμπιά τον Δεκέμβριο του 1924 λίγο μετά την πρεμιέρα τού Rel che. Η παράσταση έμελλε να αφήσει εποχή ως καρπός συνεργασίας δύο πρωτοπόρων της εποχής: του εικαστικού και σκηνοθέτη Πικαμπιά και του συνθέτη Σατί.

Εκείνο το βράδυ ο βασικός χορευτής αρρώστησε και μια ανακοίνωση με τη λέξη Rel che- που σημαίνει «δεν θα γίνει παράσταση απόψε»- αναρτήθηκε στην πόρτα του Τh tre des Champs-Εlys es. Το κοινό νόμιζε πως επρόκειτο για μία ακόμη τυπική ντανταϊστική φάρσα, όσοι όμως επισκέφθηκαν ξανά το θέατρο λίγες μέρες αργότερα βρήκαν ένα εντυπωσιακό θέαμα να τους περιμένει.

Στην πρώτη πράξη, μια σειρά από ταυτόχρονες δράσεις γέμισαν τη σκηνή, με φόντο έναν τοίχο από φωτισμένους μεταλλικούς δίσκους. Ενας άνδρας βημάτιζε πάνω κάτω μετρώντας τις διαστάσεις του χώρου. Ενας πυροσβέστης άδειαζε νερό ανάμεσα σε δύο κουβάδες καπνίζοντας ασταμάτητα. Μια γυναίκα με βραδινό φόρεμα, ακολουθούμενη από μια ομάδα ανδρών με φράκο και ημίψηλα καπέλα (οι χορευτές τού Βallet su dois) άρχισαν σταδιακά να αφαιρούν τα ρούχα τους. Από κάτω φορούσαν ολόσωμα μαγιό.

Στο διάλειμμα προβλήθηκε το φιλμ του Πικαμπιά με τίτλοΕntr΄ acte: η κάμερα έδειχνε έναν μουσάτο χορευτή με τούλινη φούστα, στη συνέχεια μια παρτίδα σκάκι στην ταράτσα του κτιρίου, και τέλος μια επικήδειο πομπή με οδηγό μια καμήλα να σέρνει τη νεκροφόρα μπροστά από τον Πύργο του Αϊφελ. Η πτώση του φέρετρου αποκαλύπτει ένα χαμογελαστό «πτώμα». Σκίζοντας τότε τη χάρτινη οθόνη τα μέλη του θιάσου εισέβαλαν στη σκηνή σηματοδοτώντας την έναρξη της δεύτερης πράξης. Πανό που διακήρυσσαν ότι «ο Ερίκ Σατί είναι ο μεγαλύτερος συνθέτης στον κόσμο» και «αν δεν είστε ευχαριστημένοι μπορείτε να αγοράσετε σφυρίχτρες στο ταμείο» αιωρούνταν πάνω από τους χορευτές που εκτελούσαν «μελαγχολικούς χορούς». Στο φινάλε ο Σατί διέσχισε τη σκηνή μέσα σε μια μινιατούρα Citro n πέντε ίππων.

Η βραδιά τέλειωσε με σάλο. «Αντίο,Σατί…

» έγραφε την επομένη ο Τύπος για τον 58χρονο συνθέτη που είχε υπογράψει τη μουσική και το σκάνδαλο έμελλε να τον συνοδεύσει ως τον θάνατό του, λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα. Ο Πικαμπιά ήταν ενθουσιασμένος. «Το Rel che είναι ζωή», έγραφε, «η ζωή όπως μου αρέσει, όλα για το σήμερα, τίποτε για το χθες, τίποτε για το αύριο». Ο ζωγράφος Φερνάν Λεζέ πανηγύριζε με τη σειρά του: «Στο διάολο το σενάριο και όλη η λογοτεχνία! ΤοRel che είναι πολλές κλωτσιές σε πολλούς πισινούς, καθαγιασμένους ή μη». Πάνω απ΄ όλα όμως εξυμνούσε τη ριζοσπαστική συνύπαρξη των ειδών: «Ο συγγραφέας, ο χορευτής, ο ακροβάτης, η οθόνη, η σκηνή, όλα αυτά τα μέσα “παρουσίασης μιας παράστασης” συγκροτούνται και οργανώνονται σε ενιαίο σύνολο ώστε να πετύχουν ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα». Ηταν η πρώτη φορά στην ιστορία που ένα φιλμ είχε συμπεριληφθεί σε ένα μπαλέτο.

Ο συγγραφέας, ο χορευτής, η οθόνη: η χρήση αυτών των μέσων σε μία παράσταση είναι πλέον, στις μέρες μας, συνηθισμένη, σχεδόν κοινότοπη. Πόση όμως πραγματική ελευθερία υπάρχει σήμερα στη σύνθεση των ειδών; Πόσο ζωντανή παραμένει η ενέργεια του άναρχου πνεύματος σε όλες αυτές τις συνδυαστικές προσπάθειες;

Μια μικρή μπάντα μάς υποδέχεται καθώς παίρνουμε τις θέσεις μας στη μικρή κινηματογραφική αίθουσα του Νixon, όπου φιλοξενείται η παράσταση «Βlanching- σαν όνειρο που προέκυψε από μια ταινία». «Πόσο λυπάμαι» του Κώστα Γιαννίδη είναι το νοσταλγικό, ερωτικό άσμα που παίζεται ζωντανά και σε λίγα λεπτά πέφτουν οι τίτλοι έναρξης από το «Λεωφορείον ο Πόθος» του Ελία Καζάν. Τα όσα συμβαίνουν από εκεί και πέρα δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με την ταινία: μια σειρά από σκετσάκια, άλλα ανόητα, άλλα χαριτωμένα, διαδραματίζονται σπονδυλωτά δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα περιρρέουσας ευθυμίας και χαλαρότητας. Ενα μπάτσελορ πάρτι, μια παρεξήγηση στο βιντεοκλάμπ, ένας διαγωνισμός τραγουδιών, τρεχαλητά στα σκαλοπάτια, χορευτικά με χέρια, ο μελαγχολικός με τα γυαλιά ηλίου, αποσπάσματα από το έργο και η Βίβιαν Λι «ξασπρισμένη» στην οθόνη… Χωρίς πλοκή, χωρίς νόημα, ξεδιπλώνεται η αίσθηση μιας ομάδας παιδιών που κάνουν το κέφι τους και προσπαθούν απλώς να μας το μεταδώσουν χωρίς προθέσεις «αποδόμησης» ή «σχολιασμού». «Πάνω που θες να τους χτυπήσεις, τους συνηθίζεις και περνάς καλά» είναι το

Η Μαρία-Δάφνη Καμμένου,η Ιωάννα Αγγελίδη,ο Κώστας Γάκης και η Γεωργία Γεωργόνη ερμηνεύουν τους ρόλους και υπογράφουν το κείμενο του «Χωρίς μουσική»

εύστοχο σχόλιο του παρακαθήμενού μου θεατή.

Στο «Χωρίς μουσική» τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα: ο ανυπότακτος πιανίστας βρίσκεται εξορισμένος από τη δικτατορία σε ένα ξερονήσι, όπου γνωρίζει τον έρωτα με μια μουγκή. Παράλληλα βρίσκει τρόπο να στέλνει κρυφά τα τραγούδια του σε παράνομο καμπαρέ της πόλης που άφησε πίσω του. Τρεις κοπέλες χορεύουν, τραγουδούν, μοιράζονται τους ρόλους του λακέ Λινγκουίνι, του καλόκαρδου βαρκάρη, της διπρόσωπης πράκτορος, ενώ ο Γάκης υποδύεται τον εαυτό του, δηλαδή τον συνθέτη που δεν μπορεί να ζήσει «χωρίς μουσική» ακόμη και στο πιο απομακρυσμένο σημείο του πλανήτη.

Ανάλαφρη διάθεση, χιούμορ, αυτοσχεδιασμός, μελωδία, σε μια παράσταση συμπαθητική, που πάσχει στον βαθμό που αφηγείται την ιστορία με λογική συνέπεια, αγγίζοντας ενίοτε απλοϊκές, διδακτικές νότες (η κακή δικτατορία, ο καλός καλλιτέχνης). Πόσο πιο ενδιαφέρον θα είχε αν ο εφιάλτης της λογοκρισίας αναδυόταν μέσα από φράσεις και εικόνες, συνειρμούς και αναμνήσεις, αν όλη η δράση ήταν το όνειρο του συνθέτη εγκλωβισμένου στον φάρο, ένα όνειρο ρυθμικό, σουρεαλιστικό, και όχι μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος και μασημένα μηνύματα. Ο Γάκης έχει τη δυνατότητα να το κάνει αυτό, όπως μας έδειξε μαζί με τον Μαυρογεωργίου στηνΚατσαρίδα : ας αφεθεί να πέσει λοιπόν χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

Οι ντανταϊστές μάς έμαθαν ότι στην τέχνη δεν χρειάζονται εξηγήσεις. Το άγχος του κατανοητού σκοτώνει το παράλογο, καταπνίγει το φαντασιακό. Αυτό που λείπει σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι το ξάφνιασμα- αισθητικό, λεκτικό, νοητικό απρόοπτο. Χρειαζόμαστε το παράλογο, ειδάλλως θα τρελαθούμε. Ενας άνδρας με μούσι που χορεύει σαν μπαλαρίνα, ένα φράκο που κρύβει μαγιό, μια καμήλα που σέρνει ψεύτικο φέρετρο: όλα αυτά μαζί και σε όποιον δεν αρέσει, υπάρχουν πάντα σφυρίχτρες στο ταμείο για να διαμαρτυρηθεί με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του.

larkoumanea@dolnet.gr

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.