«O χοίρος,ο φίλος όλων, τετράποδος νέος,ενθάδε κείμαιέχοντας αφήσει το έδαφος της Δαλματίας, όπου είχα προσφερθεί ως δώρο…». Η επιγραφή (έχει και συνέχεια) μιας ανάγλυφης επιτύμβιας στήλης που βρέθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 στις αρχαιολογικές ανασκαφές της Εδεσσας μιλάει, περί τον 3ο αι. μ.Χ., για τον θάνατο ενός χοίρου από άμαξα. Και για του λόγου το αληθές απεικονίζεται η άμαξα με τα άλογά της, τον αμαξηλάτη και τον χοίρο εις διπλούν: ζωντανό να προηγείται της άμαξας και νεκρό από το τροχαίο να έπεται ξαπλωμένος. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο τροχαίο ασφαλώς όχι μόνο για το είδος του θύματος αλλά και για το γεγονός ότι συνέβη στην αρχαία Εγνατία οδό. Αυτήν που διέσχιζε αποφασιστικά τα Βαλκάνια με αφετηρία το Δυρράχιο και κατάληξη την Κωνσταντινούπολη, ένα έργο τεράστιο για τις ημέρες του, στη Ρωμαϊκή Εποχή δηλαδή, και γι΄ αυτό με μεγάλη διάρκεια και αντοχή στον χρόνο, καθώς έφθασε να χρησιμοποιείται ως και τα οθωμανικά χρόνια. «Οπου το έδαφος ήταν βραχώδες,άρα η θεμελίωση ισχυρή,ανακαλύπτουμε σήμερα δύο ή τρεις στρώσεις της οδού,αλλά στις πεδινές περιοχές υπάρχουν ως και επτά αλλεπάλληλα στρώματα μέσα στους αιώνες» λέει ο αρχαιολόγος κ. Γιάννης Λώλος, συγγραφέας του έργου, το οποίο με τον τίτλο «Εγνατία οδός» παρουσιάστηκε χθες από τις εκδόσεις Ολκός.
Ενα πραγματικό οδοιπορικό στα πέτρινα μονοπάτια σήμερα- όπου σώζονται- τα οποία κάποτε συνέθεταν μια πολυσύχναστη αρτηρία είναι αυτό το βιβλίο-λεύκωμα, πρωτότυπο για πολλούς λόγους. Με κυριότερο τον εξής έναν: αποτελεί την πρώτη στα ελληνικά χρονικά καταγραφή όλης της διαδρομής της Εγνατίας οδού μέσα στον χρόνο, από τον 2ο αι. π.Χ. ως τις ημέρες μας, αλλά και διά μέσου πολλών λαών, που κάποτε ενώνονταν κάτω από τη μεγάλη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αρχικώς, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στη συνέχεια και τέλος την Οθωμανική, ενώ σήμερα διασχίζει την Αλβανία, την Ελλάδα, την πΓΔΜ και φθάνει στην Τουρκία. Σημαντικό είναι εξάλλου ότι, εκτός από την επιστημονική τεκμηρίωση, υπάρχει και φωτογραφική από τον φωτογράφο Γιώργη Γερόλυμπο, ενώ το εισαγωγικό κείμενο έγραψε ο ιστορικός κ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος.
«Από την Απολλωνία στη Μακεδονία υπάρχει η Εγνατία οδός προς Ανατολάς μετρημένη ανά μίλι και με μιλιοδείκτες στημένους ως τα Κύψελα και τον Εβρο ποταμό και η απόσταση είναι 535 μίλια». Αυτά έγραφε τον 1ο αι. π.Χ. ο γεωγράφος Στράβων στηριζόμενος σε καταγραφές του Πολύβιου. «Αν και η απόφαση για την κατασκευή της ελήφθη κυρίως για στρατιωτικούς λόγους, η Εγνατία σύντομα εξελίχθηκε στον σημαντικότερο άξονα χερσαίας σύνδεσης της Ρώμης με την Ανατολική Μεσόγειο» γράφει ο κ. Λώλος στο βιβλίο. Οσο για την ονομασία της, δύο μιλιοδείκτες που βρέθηκαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα (κιονίσκοι ύψους 1,3-1,6 μ. και διαμέτρου 35-45 εκ.) φανερώνουν ότι το όνομα της Εγνατίας προήλθε από τον ανθύπατο της ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας Gnaeus Εgnatius. Το μήκος της Εγνατίας οδού είναι περίπου 1.100 χιλιόμετρα, επρόκειτο δηλαδή για ένα τεράστιο τεχνικό έργο. Οπως επισημαίνει ο συγγραφέας, οι ρωμαίοι μηχανικοί χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν φυσικά εμπόδια, μεγάλα ποτάμια, ψηλά και απότομα βουνά, ελώδεις εκτάσεις ή σαθρά εδάφη, τα οποία όμως κατόρθωσαν να δαμάσουν. Αλλωστε και μετά την κατασκευή της ειδικό σώμα εργαζόταν για τη συντήρησή της. Οπως ήταν επόμενο, την οδό αυτή ακολούθησαν μέσα στους αιώνες στρατοί και αυτοκράτορες, έμποροι, ταχυδρόμοι, μετακινούμενοι πληθυσμοί, περιηγητές, ακόμη και πλανόδιοι θίασοι. Πλήθος ήταν οι γέφυρες που χρειάστηκε να κατασκευαστούν, πολλές από τις οποίες διατηρούνται ως σήμερα, ενώ σταθμοί ήταν εγκατεστημένοι σε καίρια σημεία προκειμένου οι ταξιδιώτες να βρουν κατάλυμα και οι ταχυδρόμοι να αλλάξουν άλογα. Περιλάμβαναν χώρους σταβλισμού, μικρά δωμάτια, ταβέρνες, λουτρά, μερικές φορές εγκαταστάσεις ψυχαγωγίας αλλά και συνεργεία(!) για την επισκευή των αμαξιών. Ενα από τα χάνια μάλιστα της οθωμανικής περιόδου εντοπίστηκε από την ερευνητική ομάδα να λειτουργεί ακόμη και σήμερα στην Κορυτσά. Η σύγχρονη Εγνατία οδός με αφετηρία την Ηγουμενίτσα ευτυχώς συχνά παρακάμπτει την αρχαία και βεβαίως κινείται εντός των ελληνικών συνόρων. Η αναγκαιότητα παραμένει όμως ίδια.