«Δεν θα είμαστε τυχεροί, όπως τα δύο τελευταία χρόνια. Αυτή τη φορά κινδυνεύουμε από καταστρεπτικές πυρκαϊές. Πρέπει να αγοράσουμε καινούργια πυροσβεστικά αεροπλάνα για να αντικαταστήσουμε τα 14 σαράβαλα που έχουμε». Σε αυτή τη δραματική όσο και προφητική προειδοποίηση προχωρούσε ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Δημόσιας Τάξης τον Ιανουάριο του 2006 επισημαίνοντας την άμεση ανάγκη να αγοραστούν δέκα νέα αεροσκάφη τύπου «Canadair 415». H αγορά όμως αναβλήθηκε γιατί άρχισε ένα παιχνίδι επιχειρηματικών συμφερόντων αλλά και γιατί επιτελείς των υπουργείων Δημόσιας Τάξης και Εθνικής Αμυνας πίστεψαν… φήμες ότι κλείνει η εταιρεία που κατασκευάζει αυτά τα αεροπλάνα! Παράλληλα υπήρξαν προβλήματα στη διαδικασία ενοικίασης των ελικοπτέρων – με αντίτιμο τουλάχιστον 20 εκατ. ευρώ ετησίως -, ως και στην έκδοση πιστοποιητικών πτήσεων από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας. Αυτές είναι ορισμένες από τις έξι μεγάλες ελλείψεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που δημιουργούν τεράστιες «τρύπες» στη διαδικασία δασοπυρόσβεσης και αφήνουν πολλές πυρκαϊές ανεξέλεγκτες. Οπως συνέβη στην περίπτωση των καταστρεπτικών πυρκαϊών στη Χαλκιδική, στη Μάνη αλλά και στην περιοχή του Μαινάλου.
1. Τα «αόρατα» αεροπλάνα
Την τελευταία τριετία οι επιτελείς του υπουργείου Δημόσιας Τάξης είχαν διαπιστώσει ότι υπάρχει μεγάλο κενό στο σύστημα δασοπυρόσβεσης λόγω των συνεχών προβλημάτων που παρουσίαζαν τα 14 πυροσβεστικά αεροσκάφη «Canadair 215», τα οποία είχαν αποκτήσει στη λεωφόρο Κατεχάκη το παρατσούκλι «οι νεκροφόρες» και τα οποία είχαν κατασκευασθεί τη δεκαετία του ’40. Τα αεροσκάφη αυτά έχουν προβλήματα στην υδροληψία όταν η θάλασσα είναι ταραγμένη και όταν υπάρχει το λεγόμενο «βουβό κύμα», δηλαδή κυματισμός χωρίς ανέμους. Επιπλέον έχουν μικρό όγκο δεξαμενών, εκτελούν πάντα πτήσεις όψεως και έχουν παλαιού τύπου και μικρής ισχύος κινητήρες, με αποτέλεσμα να τίθενται εκτός πυρόσβεσης όταν έχει συννεφιά ή όταν αναπτύσσονται θερμοκρασίες πάνω από 38 βαθμούς Κελσίου. Ακόμη δεν μπορούν να πραγματοποιούν «βυθίσεις» για να προσεγγίζουν τις πυρκαϊές σε ορεινούς όγκους, ενώ έχουν μικρή εμβέλεια πτήσεων, με αποτέλεσμα λόγω και των συνεχών αναγκών συντηρήσεως να μειώνουν κατά 30%-40% τη δυνατότητα πυρόσβεσης των εναερίων μέσων. Προ τριετίας λοιπόν η εταιρεία Canadair πρότεινε να αποσύρει τα 14 Canadair 215 και να πουλήσει με ειδικούς όρους δέκα Canadair 415. Σημειώνεται ότι από τη δεκαετία του ’90 ήδη πετούν στη χώρα μας εννέα Canadair 415. Η εταιρεία Canadair μάλιστα τότε είχε ήδη έτοιμα για πώληση τρία Canadair 415, τα οποία όμως δεν αγοράστηκαν. Το θέμα επανήλθε τον τελευταίο χρόνο και ήταν ένα από τα κύρια θέματα που απασχολούσαν τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης κ. Γιώργο Βουλγαράκη και τον υφυπουργό κ. Χρήστο Μαρκογιαννάκη. Τα στελέχη της κυβέρνησης έγιναν δέκτες πληροφοριών ότι η εταιρεία Bombardier Aerospace που κατασκευάζει τα αεροπλάνα είναι έτοιμη να κλείσει και δεν θα μπορεί να αντεπεξέλθει στις συμβατικές υποχρεώσεις της για ανταλλακτικά κτλ. Ετσι λοιπόν δίστασαν να αρχίσουν την αγορά λέγοντας ότι, «αν κλείσει η εταιρεία, τότε θα εμφανιστούμε ως πρωταγωνιστές του μεγαλύτερου σκανδάλου». H εταιρεία έστειλε σειρά εγγράφων στον τότε γενικό γραμματέα του υπουργείου κ. Λεωνίδα Ευαγγελίδη ότι είναι κερδοφόρα και δεν έχει κανένα πρόβλημα λειτουργίας και έδινε εγγυήσεις για το «σέρβις» των αεροσκαφών. Σήμερα κρατικοί παράγοντες αναφέρουν ότι «ίσως παραπλανηθήκαμε από τη φημολογία που εξυπηρετούσε ανταγωνιστικά συμφέροντα στον χώρο της δασοπυρόσβεσης». Ωστόσο δεν φαίνεται ότι υπήρχε τελική έγκριση από το Μέγαρο Μαξίμου για την αγορά των αεροσκαφών λόγω της πολιτικής λιτότητας.
2. Τα «αδύναμα» ελικόπτερα
H Πυροσβεστική Υπηρεσία προχώρησε εφέτος στην ενοικίαση 11 ελικοπτέρων, από τα οποία τα επτά ήταν από ρωσική εταιρεία και τα τέσσερα από αμερικανική εταιρεία, για την κάλυψη των αναγκών πυρόσβεσης, με συνολικό κόστος περίπου 21 εκατ. ευρώ. Αρχικώς υπήρχε προγραμματισμός για την ενοικίαση δύο ακόμη ρωσικών ελικοπτέρων τύπου ΜΙ-26, που θεωρείται το πλέον ισχυρό πυροσβεστικό μέσο. Διαπιστώθηκε όμως ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κονδύλια και έτσι τα ελικόπτερα δεν ήλθαν ποτέ στην Ελλάδα. Ενα από τα κύρια προβλήματα που υπάρχουν είναι οι συνεχείς προστριβές επιτελών του υπουργείου Δημόσιας Τάξης με επιχειρηματίες που εκπροσωπούν τα ελικόπτερα, o ρόλος των οποίων θεωρείται καταλυτικός στις κατασβέσεις πυρκαϊών. Στελέχη της λεωφόρου Κατεχάκη μιλούν για υπερβολικό κόστος χρήσης των ελικοπτέρων, για αυθαίρετες αυξήσεις – όπως συνέβη εφέτος – στα τιμολόγια πληρωμών του υπουργείου, για καθηλώσεις πολλών ελικοπτέρων λόγω βλαβών και άλλα προβληματικά σημεία. Μάλιστα υπήρχε πρόβλημα στη χρήση ορισμένων ελικοπτέρων γιατί η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας διεπίστωσε ότι δεν είχαν τα απαραίτητα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας. Κάθε χρόνο επιβάλλονται μεγάλες ποινικές ρήτρες, από 50.000 ως 500.000 ευρώ. Υπηρεσιακοί παράγοντες πραγματοποίησαν προ μερικών μηνών συναντήσεις στη Ρωσία με επιχειρηματίες και κυβερνητικά στελέχη προκειμένου να υπάρχει απευθείας ενοικίαση των ελικοπτέρων ή απόκτησή τους με τη μέθοδο leasing. H στάση όμως των Ρώσων ήταν αρνητική.
3. H μεγάλη φυγή των πυροσβεστών
Ούτε ένας πυροσβέστης δεν έχει προσληφθεί τα τελευταία χρόνια και έτσι η Πυροσβεστική Υπηρεσία παρουσιάζει ένα τεράστιο έλλειμμα προσωπικού της τάξεως των 4.000 ατόμων. H «τρύπα» αυτή τινάζει ουσιαστικά στον αέρα τον μεγάλο προγραμματισμό που είχε πραγματοποιήσει η υπηρεσία το 2001, λίγους μήνες μετά το ρεκόρ καταστροφών – το καλοκαίρι του 2000 -, όταν στις φλόγες παραδόθηκαν περίπου 1.400.000 στρέμματα δάσους στην Πελοπόννησο, στην Ηπειρο, στη Σάμο κ.α. Τότε λοιπόν υπήρξε μια αναδιάταξη των πυροσβεστικών δυνάμεων σε όλη τη χώρα με την κατάρτιση συγκεκριμένων σχεδίων επέμβασης σε κάθε περιοχή και σε κάθε περίπτωση. Αυτό όμως το έλλειμμα προσωπικού έχει ως αποτέλεσμα να στέλλονται κατά 20%-30% μειωμένες δυνάμεις.
4. Τα ακίνητα οχήματα
«Ως πριν από τρία χρόνια, όταν έφευγε από τους πυροσβεστικούς σταθμούς κάποιο όχημα, κάναμε τον σταυρό μας να μην πάθει καμιά βλάβη και, αντί να πάει στη φωτιά, κατευθυνθεί στο συνεργείο. Ο στόλος των οχημάτων της Πυροσβεστικής ήταν παλιός και προβληματικός. Με την αγορά όμως περισσοτέρων από 600 αυτοκινήτων εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων η κατάσταση βελτιώθηκε». Αυτό επεσήμανε ο πρώην αρχηγός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και γραμματέας της Πολιτικής Προστασίας κ. Π. Φούρλας. H Πυροσβεστική Υπηρεσία έχει σχεδιάσει την απόκτηση άλλων 160 νέων πυροσβεστικών οχημάτων που θεωρούνται απαραίτητα, ιδίως την καλοκαιρινή περίοδο. H ολοκλήρωση όμως αυτού του διαγωνισμού έχει καθυστερήσει λόγω ενστάσεων των εταιρειών που συμμετέχουν και άλλων γραφειοκρατικών προβλημάτων. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν αξιωματικοί της Πυροσβεστικής, «το μεγάλο πρόβλημα είναι η επάνδρωση των οχημάτων λόγω έλλειψης προσωπικού».
5. Οι τεχνολογίες… «πάλιωσαν»
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 έχουν κατατεθεί διάφορες προτάσεις για τη χρήση της «υψηλής τεχνολογίας» και διαφόρων ειδικών συσκευών στη δασοπυρόσβεση. Εχουν κατατεθεί προτάσεις για δορυφορική εποπτεία των δασικών εκτάσεων, για τοποθέτηση ειδικών ανιχνευτών πυρκαϊάς, για χρήση λογισμικών προκειμένου να προβλέπεται ο τρόπος επέκτασης της πυρκαϊάς κτλ. Προσφάτως υπήρξε και άλλη πρόταση για προσπάθεια κατάσβεσης των πυρκαϊών με… «βόμβες νερού» που θα ρίχνονται με αλεξίπτωτο. Ωστόσο καμία από αυτές τις προτάσεις δεν έχει γίνει αποδεκτή από την Πυροσβεστική, όπου λένε ότι προτιμούν «πιο ρεαλιστικές και πιο παραδοσιακές μεθόδους». Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ορισμένες φωτιές οι πυροσβέστες χρησιμοποιούν – χωρίς να δημοσιοποιούν οτιδήποτε – την παλιά μέθοδο της «αντιφωτιάς». Δηλαδή, πυρπολούν αυτοί ένα τμήμα του δάσους προκειμένου το «μέτωπο» της σκόπιμης πυρκαϊάς να συναντήσει αυτό της ανεξέλεγκτης πυρκαϊάς. Οταν οι δύο φωτιές «συναντώνται», ακολουθεί μια ισχυρή έκρηξη και η πυρκαϊά σβήνει. Μάλιστα πολλοί πυροσβέστες διαθέτουν ειδικά «κιτ» με σύνεργα, όπως ειδικοί αναπτήρες, σκαπτικά εργαλεία και οδηγίες για τον… «εμπρησμό» των δασών.
6. H συνεργασία με τους δήμους
Στο επίσημο έγγραφο για την «Προετοιμασία του επιχειρησιακού σχεδιασμού αντιπυρικής περιόδου το 2006» οι επιτελείς της Πυροσβεστικής αναφέρονταν στα μέτρα πρόληψης των πυρκαϊών. Αναφέρεται ότι «έγινε έλεγχος του οδικού δικτύου και τα προβλήματα που εντοπίστηκαν διαβιβάστηκαν στους αρμόδιους φορείς». Ακόμη γίνεται λόγος και για άλλες μορφές συνεργασίας με τους εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ολες όμως αυτές οι εξαγγελίες για καθαρισμό των δασών, για αποκατάσταση του οδικού δικτύου και για τη δημιουργία αντιπυρικών ζωνών μένουν μονίμως κενό γράμμα. Στη Μάνη, βεβαίως, όπου ήταν σε όλους γνωστό ότι «υπάρχουν αγροτικοί δρόμοι μόνο για αιγοπρόβατα», δεν υπήρχε καμία βελτίωση ενώ στη Χαλκιδική δεν υπήρχε καμία προσπάθεια εκκαθάρισης του χώρου.