Ο υπεύθυνος για τη λαοσύναξη των Αθηνών, ο μητροπολίτης Καισαριανής Δανιήλ, απαντώντας στην ερώτηση για τους εμπνευστές των συνθημάτων των λαοσυνάξεων απάντησε: «Στη «Βασίλειον Τάξιν» ο λαός επευφημούσε τους αξιωματούχους, τον Πατριάρχη και τη Σύνοδο». Ο ιεράρχης ισχυρίστηκε ότι οι πολιτικοί έκλεψαν την παράδοση της Εκκλησίας και συνεχίζει: «Εμείς αποδεικνύουμε ότι έχουμε τίτλους πνευματικής κληρονομιάς αρχαιότερους από αυτούς που έχουν οι πολιτικοί. Ολα είναι γραμμένα και όταν τα μελετά κανείς βλέπει το υψηλό ήθος της κοινωνίας η οποία ζούσε συν Θεώ. Και αυτό το οποίο πράγματι μας λυπεί είναι ότι η κοινωνία μας δεν θέλει να ζήσει με τον Θεό».


Ποια είναι αυτή η κοινωνία με το υψηλό ήθος που ζούσε «συν Θεώ» και την οποία έχει κληρονομήσει η Εκκλησία αλλά δεν θέλει να αναφέρεται το όνομά της; Η αναφορά στη «Βασίλειον Τάξιν», που δεν πρέπει να είναι άλλη από το έργο Εκθεσις της βασιλείου τάξεως, το γνωστό και ως De Ceremoniis aulae Byzantinae (Για τις τελετές της βυζαντινής Αυλής), του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου, πείθει ότι η θεϊκή αυτή κοινωνία είναι το Βυζάντιο. Βέβαια το έργο του πορφυρογέννητου συγγραφέα είχε αντικείμενο τις τελετές με πρωταγωνιστή τον αυτοκράτορα, στον οποίο άλλωστε απευθύνονταν οι τυποποιημένες επευφημίες των οργανωμένων από την κεντρική εξουσία δήμων.


Οικόσημο των Παλαιολόγων


Στις λαοσυνάξεις μαζί με την ελληνική σημαία κυμάτιζε και ένα κίτρινο φλάμπουρο με έναν δικέφαλο αετό. Το φλάμπουρο έχει και ένα βασιλικό στέμμα, όπως των βασιλιάδων της Δύσης, όχι των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ο αετός κρατά στα νύχια του από τη μία μεριά μια λόγχη και από την άλλη μια σφαίρα, στην κορυφή της οποίας υπάρχει ένας σταυρός. Το φλάμπουρο αυτό, μαζί με την ελληνική σημαία, απεικονίζεται και στις φωτογραφίες των μελών της Ιεράς Συνόδου, όπως εμφανίστηκαν πρόσφατα για να δείξουν την ομοψυχία στο θέμα των ταυτοτήτων. Είναι το φλάμπουρο που κυματίζει και σε ναούς και ναΰδρια όλης της επικράτειας. Κοινή πεποίθηση είναι ότι πρόκειται για τη σημαία της Εκκλησίας, που θεωρείται το σύμβολο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο ο δικέφαλος αετός δεν υπήρξε ποτέ σύμβολο του βυζαντινού κράτους. Εμφανίστηκε αρκετά αργά, μετά τον 13ο αιώνα, και αποτέλεσε διακοσμητικό μοτίβο στις σέλες, στις κάλτσες, στα υποδήματα και στα υποπόδια μαξιλαράκια του αυτοκράτορα. Η χρήση του από κάποια μέλη της οικογένειας των Παλαιολόγων, κυρίως μετά την Αλωση, μπορεί να οδηγήσει στην υπόθεση ότι θεωρήθηκε οικόσημο των Παλαιολόγων. Ο δικέφαλος αετός, ως έμβλημα, υιοθετήθηκε από την τρίτη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αυτήν της Μόσχας. Από εκεί επέστρεψε και την εποχή της Τουρκοκρατίας χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο των πατριαρχικών σταυροπηγιακών μονών.


Μια κληρονομιά που δεν θέλει να πει ότι είναι βυζαντινή και ένα σύμβολο που δεν είναι του Βυζαντίου θέτουν στον ερευνητή ένα πρόβλημα ερμηνείας. Ωστόσο αυτή δεν είναι δυνατόν να γίνει εδώ, γιατί θα έπρεπε να αναφερθούμε στη διαδρομή του Βυζαντίου στη συνείδηση του νέου Ελληνισμού (τη Μεγάλη Ιδέα), αλλά και στη θέση του στην ιδεολογία του επίσημου ελληνικού κράτους (με τελικό στάδιο το καθεστώς της 4ης Αυγούστου), προτού γίνει ένα στοιχείο στις ακροδεξιές ιδεολογικές κατασκευές. Στις ημέρες μας είναι κοινή πεποίθηση ότι η Εκκλησία είναι ο εκφραστής των «ιδανικών» του Βυζαντίου. Ωστόσο για την ηγεσία της Εκκλησίας το ιδανικό πολίτευμα στο παρελθόν δεν είναι το Βυζάντιο αλλά η Οθωμανική Αυτοκρατορία (η οποία ενίοτε ονομάζεται και Μεταβυζάντιο), περίοδος κατά την οποία η συμμετοχή στην εξουσία περνούσε μέσα από τη θρησκευτική κοινότητα.


Ορθόδοξη ουτοπία


Το Βυζάντιο ως παραδειγματικός πολιτειακός φορέας ή ως πηγή έμπνευσης δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο του λόγου του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, αν και η φραστική δραστηριότητά του για τις αλύτρωτες πατρίδες, την Πόλη και την Αγιά Σοφιά συνδηλώνει τη βυζαντινή παρουσία. Στην ενθρονιστήρια ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος τονίζει ότι «δεν μας χρειάζονται τόσο οι θριαμβολογίες για το παρελθόν όσο η αγωνιώδης προσπάθεια να φέρουμε την Εκκλησία πιο κοντά στον κόσμο, στον λαό». Στον ίδιο λόγο τονίζει ότι «στην ιστορική διαδρομή το έθνος μας από νωρίς συνταυτίστηκε με την Ορθοδοξία και έμεινε μέχρι σήμερα με αυτήν στενά συνυφασμένο», για να συμπληρώσει λέγοντας ότι η Ορθοδοξία δεν είναι μόνον ένα γεγονός εκκλησιαστικό αλλά και «δημιουργός πολιτισμού… που νοηματοδοτεί τη ζωή και αξιολογεί τους διαχρονικούς στόχους του λαού». Η Ορθοδοξία, έτσι ιδωμένη, είναι μια ολοκληρωτική ιδεολογία. Το Βυζάντιο από μόνο του δεν είναι ένας ιδανικός τόπος, είναι ένα στάδιο για ένα πολίτευμα που έρχεται, μια εθνικιστική – ορθόδοξη ουτοπία. Η «Μεγάλη Ιδέα» απαιτούσε και έναν ανώτατο πολιτειακό άρχοντα, τον βασιλιά, με αυτοκρατορικές διαστάσεις. Ετσι την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων έγιναν συζητήσεις για το αν η βασιλεύουσα στην Ελλάδα δυναστεία όφειλε να υιοθετήσει ως έμβλημά της τον δικέφαλο αετό, το υποτιθέμενο σύμβολο του Βυζαντίου. Οι βασιλόφρονες λόγιοι δεν κατέληξαν σε συμπέρασμα, γιατί το δικέφαλο πουλί μπορεί να ήταν και τουρκικό. Πάντως στο εικαστικό υλικό των μελετών που έγιναν τότε, αλλά και σε αυτό της μεταγενέστερης έρευνας, δεν εμφανίστηκε ποτέ δικέφαλος αετός με ρομφαία και σφαίρα, ενώ το στέμμα, όταν υπάρχει, έχει το σχήμα της κορόνας ενός κόμητος, όπως αυτά που φόραγαν στη Δύση.


Αντίθετα ο δικέφαλος αετός, που κρατά ρομφαία και σφαίρα, στεμμένος με τη βασιλική κορόνα, επάνω σε κίτρινο φόντο, όπως τα φλάμπουρα της Εκκλησίας, είναι ένα σύμβολο κατασκευασμένο και χρησιμοποιείται ως έμβλημα και από την ποδοσφαιρική ομάδα ΑΕΚ. Πολύ πριν από την άνοδο του κ. Χριστόδουλου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το σύμβολο αυτό είχε κάνει την εμφάνισή του στην ακροδεξιά εφημερίδα «Στόχος» συνοδευόμενο από συνθήματα όπως «Με όρθιο κεφάλι / Βυζάντιο και πάλι» ή «Κωνσταντινούπολις πρωτεύουσα της Ελλάδος». Ηταν η ίδια εφημερίδα που κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο «Κλήρος – Στρατός – Λαός με όρθιο το κεφάλι στο Βυζάντιο και πάλι» και με φωτογραφία του Αρχιεπισκόπου, τον οποίο χαρακτήριζε «Αρχιεπίσκοπο-Κεραυνό». Η εφημερίδα «Στόχος» έκλεισε, όμως το πουλί με τα δύο κεφάλια μένει. *


* Ο κ. Πάρις Γουναρίδης είναι ερευνητής στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.