Είναι γνωστό ότι ο Freud υπήρξε ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στον υπερρεαλισμό. Παρά τις θερμές αναφορές του Andre Breton στο όνομά του τουλάχιστον κατά τα πρώτα έτη της δράσης του κινήματος , ο εισηγητής της ψυχανάλυσης σε γράμμα του στον Stefan Sweig ομολογούσε ότι είχε «την τάση να θεωρεί τους υπερρεαλιστές […] εντελώς τρελούς (ας πούμε ενενήντα πέντε τοις εκατό, όπως το καθαρό αλκοόλ)». Αλλά και στον ίδιο τον Andre Breton το 1932 είχε εκφράσει τη δυσκολία του να κατανοήσει τις επιδιώξεις του υπερρεαλισμού. Η στάση αυτή του Freud υπαγορεύεται, πιστεύω, από το γεγονός ότι τα ορθολογικά στοιχεία της φροϋδικής θεωρίας που είναι και τα περισσότερα έρχονται σε εμφανή αντίθεση με απόψεις και πρακτικές που αυτοπροσδιορίζονται με τον όρο του υπερρεαλιστικά «θαυμαστού». Και είναι, νομίζω, αυτή η αντίθεση που καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα την περίπτωση του Ανδρέα Εμπειρίκου σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο υπερρεαλιστής ψυχαναλυτής επιχείρησε τη σύζευξη των δύο πρακτικών.
Μελετώντας την ποίηση του Εμπειρίκου το 1985 ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης κάνει λόγο για «παρεξήγηση του φροϋδισμού», για «πολιτική σχεδόν αντίθεση σ’ ό,τι αφορά τη βασική σκέψη και φροϋδική ανάλυση, από την εκφορά που της δίδει ο ποιητής μας». Η κυριαρχία των σεξουαλικών ενορμήσεων και ενστίκτων, σημειώνει ο Νικολαΐδης, στην αναπαράσταση της οποίας επανέρχεται επίμονα ο Εμπειρίκος στο λογοτεχνικό του έργο, θεωρώντας την ένα είδος πανάκειας, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι «θα μπορούσε να αποτελεί μια οποιαδήποτε εγγύηση ευτυχίας ή ελευθερίας», εφόσον, σύμφωνα με τον Freud, η αρχή της ηδονής φαίνεται να βρίσκεται στην υπηρεσία των ενορμήσεων του θανάτου.
* Η έννοια του αυτοματισμού
Η ουσιαστική αντίρρηση του Νικολαΐδη για την κατανόηση του φροϋδισμού από τον Εμπειρίκο (παρά τις «εξαίσιες ποιητικές εικόνες» που, όπως γράφει, η «παρεξήγηση αυτή της ψυχανάλυσης» πήρε στο έργο του) έγκειται στον τελείως διαφορετικό ρόλο που παίζει το ασυνείδητο για την ψυχανάλυση από εκείνον που αντιλαμβάνεται ο Εμπειρίκος. Θα προσθέταμε ότι όχι μόνο ο διαφορετικός ρόλος αλλά και η πρωτεύουσα σημασία που αποδίδει ο Εμπειρίκος στο ασυνείδητο (όπως άλλωστε και όλα τα μέλη του υπερρεαλιστικού κινήματος, παρ’ ότι το αυτό, id, δεν μεταφράζεται στο έργο τους ως έντονος σεξουαλισμός) φαίνεται να βρίσκεται σε ασυμφωνία με τη φροϋδική θεωρία.
Η ανακάλυψη της ύπαρξης του ασυνείδητου από τον Freud ως ιδιαίτερου ψυχικού χώρου σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε την ανάδειξή του σε ηγεμονική αρχή. Οπως έχει ήδη λεχθεί, τελικά η στάση των υπερρεαλιστών απέναντι στο ασυνείδητο διέφερε ελάχιστα από εκείνη των πολέμιων του φροϋδισμού.
Ενα ακόμη προβληματικό σημείο ανάμεσα στον υπερρεαλισμό και αυτή τη φορά στην πριν από και σύγχρονη με τον Freud γαλλική ψυχιατρική σχολή και τη νευροφυσιολογία, τις απόψεις των οποίων υποθέτω πως θα έπρεπε να είχε υπόψη του ο πρωτεργάτης της ελληνικής ψυχανάλυσης Εμπειρίκος, είναι η έννοια του αυτοματισμού. Σύμφωνα με τον ορισμό του υπερρεαλισμού, το να καταφεύγει κανείς στον αυτοματισμό, μηδενίζοντας τον έλεγχο της λογικής, ευνοεί την εκδήλωση της σκέψης. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Starobinski, το χαρακτηριστικό της ανώτερης ψυχικής δραστηριότητας, της σκέψης, δεν είναι ότι σέβεται τους νόμους της λογικής αλλά ότι χειραφετείται από την προβλέψιμη κανονικότητα του αυτοματισμού.
Θα μπορούσε, βέβαια, κανείς να παρατηρήσει ότι η μέθοδος του ελεύθερου συνειρμού, συστατικού στοιχείου της ψυχανάλυσης, προϋποθέτει κάποια εγκατάλειψη στον αυτοματισμό. Από την άλλη, όμως, πιστεύω ότι η μέθοδος του ελεύθερου συνειρμού της ψυχανάλυσης δεν αποσκοπεί, όπως η υπερρεαλιστική αυτόματη γραφή, στην εκδήλωση της σκέψης σε καθαρή κατάσταση αλλά στο να δείξει ότι στο ασυνείδητο επικρατεί μια συγκεκριμένη τάξη.
* Λυρισμός που αναστατώνει
Με βάση τα παραπάνω σκέφτεται κανείς πως είναι περίεργο ότι ο Εμπειρίκος παρέμεινε πιστός τόσο στην αυτόματη γραφή, παρ’ ότι δεν περιορίστηκε μόνο σ’ αυτόν τον εκφραστικό τρόπο, όσο και στον φροϋδισμό. Αντίθετα ο Breton, διαπιστώνοντας την έλλειψη ουσιαστικού ενδιαφέροντος του Freud για τα αυτοματικά φαινόμενα και την αντιμετώπισή τους από τη γαλλική ψυχιατρική σχολή ως νοσηρών, κατέφυγε ήδη από το 1930 στον αποκρυφισμό και στην παραψυχολογία, ψυχολογικές θεωρίες που αντιμετώπιζαν θετικά τον αυτοματισμό.
Η απόκλιση από την ψυχαναλυτική και ψυχιατρική θεωρία που μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ως πρόσφατα στη λογοτεχνική πρακτική του Εμπειρίκου επιβεβαιώνεται από την έκδοση των ψυχαναλυτικών κειμένων του ποιητή (Ανδρέας Εμπειρίκος, Μία περίπτωσις ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως με πρόωρες εκσπερματώσεις και άλλα ψυχαναλυτικά κείμενα, μτφρ. Αλόη Σιδέρη, επίμετρο Θανάσης Τζαβάρας, Ερη και Γιώργος Κούριας, εκδόσεις Αγρα, 2001). Και τούτο γιατί αυτά τα ψυχαναλυτικά δοκίμια παρουσιάζουν έκδηλες ομοιότητες με το λογοτεχνικό έργο του Εμπειρίκου.
Οπως σωστά επισημαίνει η Μάρη Θεοδοσοπούλου, στα δύο από τα τρία ψυχαναλυτικά κείμενα που συγκροτούν τον τόμο αναγνωρίζει κανείς εύκολα «ένα ποιητικά ακατέργαστο πρότυπο για τις εντυπωτικές εικόνες των πεζών του Α. Εμπειρίκου». Ακόμη περισσότερο, η λεπτομερέστατη και σχεδόν ελευθερόστομη έκθεση των ερωτικών αναμνήσεων του ασθενούς τοποθετεί το μόνο ολοκληρωμένο δοκίμιο του τόμου εγγύτερα στις σελίδες του Μεγάλου Ανατολικού παρά στις φροϋδικές μελέτες. Επιπλέον, στο επίμετρο του τόμου σημειώνεται ότι σε ορισμένα σημεία αυτού του δοκιμίου που αφορούν σεξουαλικές δραστηριότητες τις οποίες παρακολουθεί ο ασθενής η γραφή του Εμπειρίκου αποπνέει ένα «λυρισμό που αναστατώνει», ότι «η ενάργειά της θα έκανε κάποιον να υποπτευθεί τη συμμετοχή του Εμπειρίκου στην οφθαλμική τέρψη», πράγμα που βεβαίως διαφοροποιεί το ύφος του από εκείνο των φροϋδικών κειμένων.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η υπερρεαλιστική πρόσληψη της ψυχανάλυσης έχει «μιάνει» την ψυχαναλυτική γραφή του Εμπειρίκου· ότι τα ψυχαναλυτικά δοκίμια του ποιητή τα οποία μέχρι στιγμής είναι ελάχιστα σε σχέση με το λογοτεχνικό του έργο «ολισθαίνουν» προς τα λογοτεχνικά πεζά του, δείχνοντας μάλλον ότι η σύζευξη των δύο δραστηριοτήτων έγινε προς όφελος της λογοτεχνίας μόνο.
Η κυρία Αλεξάνδρα Σαμουήλ είναι λέκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.