Δε βλέπω καθόλου ρόδινα τα πράγματα γύρω μας· τα προβλήματα είναι σοβαρά και δύσκολα βρίσκομε τη λύση τους. Ομως δεν απελπίζομαι. Ο ελληνισμός έζησε χιλιετηρίδες· δε θα σβήσει σήμερα. Αλλιώς βλέπουν τα πράγματα οι καταστροφολόγοι και μάλιστα ένας κορυφαίος ανάμεσά τους, ο κ. Χρίστος Γιανναράς. Κάθε τόσο μας βομβαρδίζει με την απελπιστική του απόγνωση. Τίποτα δεν του αρέσει, τίποτα δεν τον ικανοποιεί. Finis Graeciae! μας λέει. Ευτυχώς υπάρχουν στον τόπο και οι αισιόδοξοι. Ο απελπισμένος και απελπιστικός στοχαστής καταφέρεται και κατά της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1976· καταφέρεται προσωπικά και κατά του κ. Γεώργιου Ράλλη, που στα χρόνια της υπουργίας του αναγνωρίστηκε επιτέλους ως επίσημη γλώσσα η περιφρονημένη από την πολιτεία γλώσσα του λαού μας. Και είναι φαινομενικά τουλάχιστον αληθινά περίεργη η στάση του, γιατί ο στοχαστής που μας απασχολεί γράφει με επιτυχία τη δημοτική γλώσσα. Ομως την όποια σήμερα κακοδαιμονία στη γλωσσική πρακτική την αποδίδει, όπως δυστυχώς και αρκετοί άλλοι, στο γεγονός της γλωσσικής μεταρρύθμισης του 1976.
Στο τελευταίο άρθρο του («Καθημερινή», 15.12.1996) με τον αληθινά ιδιότροπο τίτλο («Το τρακτέρ και το μονοτονικό») τον απασχολεί το μονοτονικό. (Ο κ. Γιανναράς τολμά να παραβάλλει τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση με… τα αγροτικά τρακτέρ που αποκλείουν τις εθνικές οδούς!). Στο άρθρο αυτό αναπτύσσονται πολλά αφελή, που θα έλεγε κανείς πως δε χρειάζονται καν ανασκευή. Ομως στον τόπο μας είμαστε υποχρεωμένοι και τα ανυπόστατα να αντικρούομε, ακριβώς γιατί κρίμασιν οις οίδε Κύριος, αλλά και μερικοί από μας ο κοινός αναγνώστης, ακατάρτιστος σε πολλά και αδιαφώτιστος, παρασύρεται από μερικούς τάχα πνευματικούς ανθρώπους και δυσκολεύεται να εγκολπωθεί απόψεις που θα τον διευκόλυναν να κατανοήσει ορισμένα τουλάχιστον πνευματικά και κοινωνικά θέματα. Πάντως έχει περάσει ευτυχώς η εποχή που διάφοροι λαοπλάνοι τύπου Μιστριώτη ξεσήκωναν τους φοιτητές και το λαό για να πολεμήσουν τη σύγχρονη γλώσσα μας. Γι’ αυτό και ο ελληνικός λαός σήμερα «χωνεύει» το μονοτονικό, γιατί είναι σε θέση τουλάχιστον τα απλά να τα καταλαβαίνει.
Θα αναφέρω μερικές από τις απόψεις που διατυπώνει στο παραπάνω άρθρο του ο «βαθυστόχαστος» μελετητής των πνευματικών και κοινωνικών μας πραγμάτων. Το ότι ο ελληνικός λαός, καθώς υποστήριξα σε άρθρο μου στην «Καθημερινή» (1.12.1996), έχει χωνέψει το μονοτονικό σχετίζεται στο μυαλό του με καθαρά καταναλωτικές προτεραιότητες. Δεν είναι, φαίνεται, σε θέση να καταλάβει ότι η παιδαγωγική επιστήμη, ανάμεσα στα άλλα, αναζητεί τον προσφορότερο τρόπο ώστε να οικειωθεί ο μαθητής αλλά και ο καθένας μας τα όποια αγαθά της παιδείας. Ξεχνά και τούτο: ότι, αν ένα μέτρο βοηθεί την ελληνική οικονομία, είναι επιδοκιμαστέο και αποδεκτό. Και το μονοτονικό εξυπηρετεί και απ’ αυτή την πλευρά τα ελληνικά πράγματα. Μόνο διαστροφή γίνεται όταν υποστηρίζεται, όπως κάνει ο στοχαστής μας, ότι «μια έκθεση της εταιρείας Ολιβέτι στάθηκε αρκετή για να πειστούν όλοι όσοι έπρεπε να πειστούν ότι ήταν ανάγκη να τροποποιηθεί το τονικό σύστημα της γραφής μας». Αγνοεί ο φιλόσοφος ότι από τον περασμένο αιώνα, όπως και στο δικό μας, λόγιοι και λογοτέχνες αναγνωρισμένου κύρους εισηγήθηκαν, υποστήριξαν και εν μέρει εφάρμοσαν το μονοτονικό σύστημα. Η επιλογή τονικού συστήματος δεν μπορεί να αποφασίζεται ούτε από το λαό, ούτε ύστερα από δημοψήφισμα μεταξύ λογίων που ανήκουν σε ποικίλους κλάδους. Για τέτοια ζητήματα αποφαίνονται παιδαγωγοί και γλωσσολόγοι. Οτι η εισαγωγή του μονοτονικού εξυπηρετεί και την εθνική οικονομία το είχε αποδείξει σε παλιότερα χρόνια ο εκδότης Δημητράκος με άρθρο του στο περιοδικό που εξέδιδε ο εκδοτικός οίκος του: «Η φωνή του βιβλίου».
Το ότι τώρα οι λέξεις «κομίζουν βιωματικό φορτίο ακόμη και στην οπτική τους εικόνα» δεν μας φωτίζει σε τίποτα όταν αυτό το υποστηρίζει κάποιος που ομολογεί ότι δεν είναι γλωσσολόγος και δεν έχει τις τεχνικές γνώσεις να αντιπαρατάξει «στον κ. Κριαρά και τους ομοίους του». Ανοίγω εδώ μια παρένθεση για να ρωτήσω τον «ευπρεπή» διανοούμενο πού διδάχτηκε τη φραστική «ευπρέπεια» ώστε να εκφράζεται κατ’ αυτό τον τρόπο; στους θεολογικούς κύκλους ή στους φιλοσοφικούς; ή μήπως αλλού; Επαινεί το δάσκαλό του που του δίδαξε όσα του δίδαξε και δεν κρίνει σκόπιμο να αναφέρει το όνομά του. Δεν πιστεύω ο δάσκαλός του να φιλοδόξησε να του εμπνεύσει «μέθη (;) της γεύσης των αρχαιοελληνικών κειμένων», όπως μας πληροφορεί ο διανοητής. Περιττή είναι και η καταφυγή στον Αριστοτέλη για να μας πείσει ότι η χρησιμοθηρία δεν είναι πάντα αρετή. Η προσφυγή πάλι στον Ελύτη αποδεικνύει ότι αδυνατεί να καταφύγει αλλού για να υποστηρίξει τις ιδέες του ιδέες για παιδαγωγικά και γλωσσικά θέματα μια και ο Ελύτης και άλλοι ίσως ποιητές όσο σημαντικοί και αν είναι δεν μπορούν να του δώσουν επιχειρήματα σε θέματα που μόνο ειδικοί μπορούν να έχουν αποφασιστική γνώμη και άποψη.
Οσο για την απόφανσή του ότι η γλώσσα μας και η γραφή της «κρατήθηκαν ανέπαφες τετρακόσια ολόκληρα χρόνια στην Τουρκοκρατία», αυτή δείχνει πόσο απληροφόρητος είναι για τη γλωσσική και την ορθογραφική ατασθαλία που απαντά σε πάμπολλα κείμενα, και παλαιότερα και της Τουρκοκρατίας αν εξαιρέσει κανείς κείμενα ξεχωριστών λογίων της εποχής, που κατέχουν τα μυστικά της γλώσσας είτε αρχαΐζοντας είτε γράφοντας απλούστερο λόγο. Ο κ. Γιανναράς δεν έχει, φαίνεται, ιδέα από τα δεινά που πέρασε και η γλώσσα και η γραφή της στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αφού κάνει λόγο για γλώσσα και γραφή που έμειναν ανέπαφες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Είναι γνωστό σε όσους έχουν μελετήσει το σχετικό θέμα πόσο υποκειμενικά και αυθαίρετα γράφονταν η νέα ελληνική τον περασμένον αιώνα. Σε μεγαλύτερο βαθμό έφτανε η αυθαιρεσία παλαιότερα και πάλι από τη γραφίδα διαβασμένων της εποχής. Αν προσεγγίσομε τώρα γραπτά απαίδευτων της Τουρκοκρατίας, θα διαπιστώσομε την ανικανότητά τους να αποδώσουν γραπτώς τους φθόγγους της γλώσσας ή και να διαχωρίσουν ακόμη τις λέξεις. Ο χώρος και ο χαρακτήρας του δημοσιεύματος αυτού δε μου επιτρέπουν να δώσω σχετικά παραδείγματα.
Ρητορισμοί από το άλλο μέρος και όχι καρπός αντικειμενικής μελέτης των πραγμάτων είναι τα γραφόμενα από τον κ. Γιανναρά, ότι στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία με αλφαβητάρι τον Ομηρο και το Οχτωήχι θεμελιώθηκε η ζωντανή εξέλιξη που έδωσε «τη ρωμαλέα γλωσσολαλιά». Βλασφημία είναι όταν λέγεται ότι ο κ. Ράλλης εθεώρησε «φέουδο τη γλώσσα και επέβαλε με κρατικά διατάγματα γλωσσικούς νάρθηκες». Γιατί και ο κ. Ράλλης και η ταπεινότητά μου κατηγορούμαστε ότι υπερασπιζόμαστε «έγκλημα για τον ανθρώπινο πολιτισμό» που διαπράξαμε «με την κρατικοποιημένη δημοτική και το μονοτονικό». Κι ακόμη μας κατηγορεί ότι δεν έχομε αίσθηση της Ελλάδας… και έχει εκείνος!
Και κλείνει το άρθρο του ο αρθρογράφος λοιδορώντας όλους μας γιατί είμαστε έτοιμοι να χύσομε το αίμα μας για το χρήσιμο και το ηδονικό, για περισσότερες καταναλωτικές διευκολύνσεις. «Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου» και τη γραφίδι μου. Κάνει πάντως και εκείνος τη σωστή διαπίστωση ότι είναι μάταιη κάθε προσπάθεια να ξαναγυρίσομε στο πολυτονικό, μια και τα ελληνόπουλα έχουν συνηθίσει το μονοτονικό σύστημα.
Ο κ. Εμμανουήλ Κριαράς είναι Ακαδημαϊκός, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.