Είναι γνωστόν ότι ο Ιωάννης Συκουτρής (Ι.Σ.), του οποίου εφέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του, εκτός από την ενασχόλησή του με τα αρχαία και βυζαντινά γράμματα είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον και για θέματα νεοελληνικής λογοτεχνίας και κριτικής. Στο Υπόμνημα που υποβάλλει στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών (1933) για να καταλάβει την έδρα της ΑΕ Φιλολογίας – την οποία ουδέποτε κατέλαβε – υπογραμμίζει ότι η φιλολογική μέθοδος είναι «μια και η αυτή δι’ όλα τα γραμματειακά μνημεία του λόγου» και ζητά να ληφθούν «εξ ίσου υπ’ όψιν» όλες οι μελέτες του. Προσθέτει μάλιστα πως οι κλασικοί φιλόλογοι πρέπει να βοηθήσουν, με την αρτιότερη μέθοδό τους, ώστε η ΝΕ λογοτεχνία να μελετηθεί «επιστημονικώς». Ετσι εισηγείται (εκτός των άλλων) να δημιουργηθεί χωριστή έδρα Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο, να συνταχθεί στοιχειώδης Βιβλιογραφία για τα ΝΕ, γραμματική της Δημοτικής, να γραφούν σχετικές επιμέρους μελέτες και εγείρει το περίφημο θέμα των κριτικών εκδόσεων των ΝΕ κειμένων.
* Οι σχέσεις των κειμένων
Σήμερα ούτε καν συζητάμε τους τρόπους που προτείνει ο Συκουτρής, αρχές της δεκαετίας του τριάντα, για την καλύτερη μελέτη και διδασκαλία των ΝΕ. Ομως, πέρα από την τεχνογνωσία που επαγγέλλεται, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, πιστεύουμε, ακόμη και σήμερα, οι απόψεις του για τις σχέσεις μας με την αρχαιότητα. Ακολουθώντας τον γερμανικό «κανόνα» ότι τα γνήσια πνευματικά έργα δημιουργούνται και κατανοούνται «οργανικώς από τα μέσα προς τα έξω (von innen heraus)», ο Συκουτρής πιστεύει ότι για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την κλασική αρχαιότητα πρέπει πρώτα να γυμνασθούμε στα «ευκολότερα» κείμενά μας, να καλλιεργήσουμε εκεί την καλαισθησία μας και μετά να δοκιμάσουμε τα «απροσιτώτερα λογοτεχνήματα της Αρχαιότητος». Υστερα μπορούμε να επανέλθουμε στα σύγχρονα κείμενα και να τα ερμηνεύσουμε εκ νέου. Ομως αυτή η παλίνδρομη πορεία πρέπει να αρχίσει από το παρόν. «Η λογοτεχνική τουλάχιστον μόρφωσις του Νεοέλληνος», γράφει, «ακολουθεί τον δρόμον από των νέων προς τα αρχαία, όχι τανάπαλιν. (…) Χωρίς την στοιχειώδη καλαισθησίαν και τας απαραιτήτους αισθητικάς κατηγορίας, αι οποίαι (…) πάντως κατά πρώτον εις την μητρικήν λογοτεχνίαν αποκτώνται, δεν πρέπει να ελπίση κανείς να καταλάβη τους Ελληνας ή Ρωμαίους ποιητάς, ως ποιητάς» (Μελέτες και Αρθρα, 241). «Τον Ομηρον δεν θα αισθανθή ποτέ εκείνος που δεν συνεκινήθη από τα δημοτικά μας τραγούδια, τον Ερωτόκριτον ή την Φλογέραν του Βασιλιά – διά να μην αναφέρω τα ευρωπαϊκά έπη. Και ο Ομηρος πάλιν θα τον βοηθήση να κρίνη εκείνα και να τα τοποθετήση εις την θέσιν που δικαιούνται να κατέχουν. Κλειστή θα μείνη η ωραιότης της λυρικής ποιήσεως των αρχαίων εις εκείνον που δεν εδιάβασε και δεν ησθάνθη τα ποιήματα του Γρυπάρη, του Σολωμού, του Κάλβου και του Παλαμά» (Μελέτες και Αρθρα, 115).
Αυτές οι απόψεις για τις σχέσεις των παλαιών κειμένων με τα νεότερα έχουν διατυπωθεί πανομοιότυπα σχεδόν από τον Σεφέρη, αλλά (και πρέπει να το τονίσουμε αυτό για να αποφύγουμε παρεξηγήσεις) η στάση τους προς τα νέα και τα αρχαία κείμενα διαφέρει αρκετά και ως προς τον «τόνο» του λόγου τους και ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα αντιμετωπίζουν τελικά. Παραμένει πάντως γεγονός πως και οι δύο βλέπουν την ελληνική παράδοση ζωντανή και χωρίς χάσματα. «Η σύγχρονή μας λογοτεχνία», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης, «είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε όχι μόνο την αρχαία λογοτεχνία αλλά και την όλη ελληνική παράδοση» (Δοκ. Α 178). «Είναι σπουδαίο το δίδαγμα που αντλεί κανείς όταν λάβει τον κόπο να κοιτάξει αυτή την ατέλειωτη περιπέτεια. Το δημοτικό τραγούδι να φωτίζει τον Ομηρο και ο Αισχύλος να συμπληρώνεται από το δημοτικό τραγούδι (…) κι αυτό μόνο στην Ελλάδα μπορεί να γίνει» (Δοκ. Α 463, κ.α.).
Αυτή η «συγγένεια» φαίνεται να συνοδεύεται από μια αρκετά κοινή πορεία του βίου τους, τουλάχιστον ως το μοιραίο 1937. Γεννιούνται στη Σμύρνη, ο Σεφέρης το 1900, ο Ι.Σ. το 1901, και εκεί μαθαίνουν τα πρώτα γράμματα. Κουβαλούν τη μεγάλη παράδοση της κοσμοπολίτικης περιφέρειας του Ελληνισμού, βιώνουν την ίδια Καταστροφή και έρχονται στην Αθήνα για παραπέρα σπουδές, ο Γ.Σ. το 1914, ο Ι.Σ. το 1919. Ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στη Δύση, ο πρώτος στη Γαλλία και στην Αγγλία, ο δεύτερος στη Γερμανία, και επιστρέφουν προσπαθώντας να εκσυγχρονίσουν και να αναζωογονήσουν την ελληνική λογοτεχνία και τη φιλολογική επιστήμη. Και οι δύο δείχνουν εξίσου χαμένοι μέσα στην επαρχιώτικη Αθήνα και παραπονιούνται για έλλειψη «διαλόγου» και επικοινωνίας. Περνούν και οι δύο (για διαφορετικούς λόγους και κάτω από διαφορετικές ιστορικές συνθήκες) από την Κύπρο, αναμφίβολα έχουν κοινούς φίλους και συνεργάζονται στα ίδια περιοδικά (βλ. «Νέα Γράμματα», 1937). Τέλος, τρέφουν (για διαφορετικούς λόγους) μεγάλη εκτίμηση στον Παλαμά.
* Γλωσσικές διαμάχες
Ωστόσο οι δυο τους – παρά τις κοινές παρέες – δεν φαίνεται να έχουν σχέσεις (προφανώς πολλά χωρίζουν τους δύο συμπατριώτες) και ανοιχτά, τουλάχιστον, κανείς δεν αναφέρει τον άλλο. Διαθέτουμε όμως ένα σχέδιο αδημοσίευτης επιστολής του Γ.Σ. που απευθύνεται στον Καραντώνη και στα «Νέα Γράμματα», όπου ο ποιητής εκφράζει την αντίθεσή του για τις γλωσσικές απόψεις του Συκουτρή. (Το προσχέδιο δημοσιεύει και σχολιάζει ο Φώτης Δημητρακόπουλος, Γ. Σεφέρης & Α. Καραντώνης, Αλληλογραφία 1931-1960, 1988, 104 κκ.). Ο Γ.Σ. λέει στην επιστολή του πως δεν σκοπεύει να παρέμβει στη διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα στον Λίνο Πολίτη και στον Συκουτρή εξ αφορμής του άρθρου του τελευταίου για τις κριτικές εκδόσεις ΝΕ έργων. Η παρέμβασή του, λέει, οφείλεται στις «αρκετά παράδοξες» γλωσσικές απόψεις του Συκουτρή. Η επιστολή είναι αρκετά σκληρή: ο Γ.Σ. καταφέρεται όχι μόνο εναντίον της Φιλοσοφικής Σχολής του «Αθηνήσι» για τη γλώσσα που υποστηρίζει, αλλά υπαινίσσεται ότι «ο κ. Συκουτρής» εγκατέλειψε «τους ανεύθυνους φουτουρισμούς της νεότητος» (δηλ. τις πρώτες γλωσσικές του απόψεις) ακριβώς για να συμπαραταχθεί με την πραγματικότητα της Σχολής. Εμμεσα πάντως φαίνεται να τον κατατάσσει «στους επιστήμονες που αξίζουν». Οι λόγοι που έκαναν τον Σεφέρη να μη στείλει το γράμμα στον Καραντώνη δεν μας είναι γνωστοί. Πιθανότατα έκρινε πως δεν έπρεπε να εμπλακεί σε μια διαμάχη που δεν οδηγούσε πουθενά. Προτίμησε να αφήσει την επιστολή αδημοσίευτη και πιστεύουμε πως έκανε πολύ καλά, αν κρίνουμε τα πράγματα τόσα χρόνια μετά και κάτω από το φως όσων συνέβησαν στον Συκουτρή.
Υστερόγραφο: Νεοελληνιστής υποστηρίζει ότι ο Σεφέρης με το ποίημά του «Η τελευταία μέρα» (1938) αποτίει με «κρυπτικό τρόπο» φόρο τιμής στη μνήμη του Ι.Σ. Η θέση αυτή στηρίζεται στην υπόθεση ότι επιστρέφοντας ο Γ.Σ. από την Κορυτσά (Δεκέμβριος 1937) «ενδεχομένως» προμηθεύτηκε πάραυτα την Ποιητική του Αριστοτέλη, όπου η ημιτελής Εισαγωγή του Ι.Σ., τη μελέτησε, ενώ «θα πρέπει να είχε διαβάσει» και άλλα κείμενα του Ι.Σ., συγκινήθηκε και έγραψε το ποίημα. Αλλά – φευ – ούτε τα ίδια τα κείμενα ούτε καμιά εξωτερική μαρτυρία υποστηρίζουν αυτή την υπόθεση. Τουναντίον η παραπάνω (αδημοσίευτη έστω) επιστολή δείχνει καθαρά πως ο Σεφέρης πολύ δύσκολα θα θεωρούσε τον Συκουτρή – άσχετα με την αξία του – ως έναν από «τους γέροντες (!) δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς», όπως πιστεύει ο νεοελληνιστής.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.