Αλεν Γκίνσμπεργκ.
Ενας μεγάλος απών… Το προπερασμένο Σάββατο μας άφησε, έγινε «πουλί», πέταξε και χάθηκε για πάντα! Οσο ήταν εν ζωή επαγγέλλετο τον ποιητή. Ενας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους αμερικανούς ποιητές! Ενας από τους κυριότερους εκπροσώπους αυτού που ονομάστηκε «μπιτ τζενερέισον»… Τι ήταν η «μπιτ τζενερέισον»; ρώτησαν κάποτε τον Αλεν Γκίνσμπεργκ. «Μια παρέα φίλων, με τα ίδια μυαλά», απάντησε… Ή μάλλον μια παρέα ανθρώπων που χωρίς να πουν πολλές κουβέντες ονειρεύτηκαν έναν άλλο κόσμο. Γεννήθηκαν όλοι στην Αμερική, σε μια εποχή όπου η Αμερική κολυμπούσε στην αφθονία, ανακάλυπτε τη γοητεία του περιττού, έπεφτε στην παγίδα τού «ό,τι επιθυμώ είναι αναγκαίο»!


Αλεν Γκίνσμπεργκ. Ενας από αυτούς που είχαν τη δύναμη να λένε ό,τι έχουν στο μυαλό τους, έστω και αν αυτό αφορούσε τα απόκρυφά τους. Ηταν ένας άνθρωπος σαν και εμάς. Είχε σώμα, μυαλό, αισθήματα, όνειρα και φαντασία… Η μόνη του διαφορά από εμάς είναι ότι εμπνεύστηκε από όλα αυτά και πίστεψε ότι η ζωή είναι ένα μέτρημα της αξίας μας.


Αλεν Γκίνσμπεργκ. Ενας από μια μεγάλη παρέα, που πίστευε ότι σε αυτές τις σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες όπου ζούμε το να ανακαλύπτεις μυαλά που μπορούν να ανθήσουν ακόμη και σε πέτρες είναι μια μορφή αντίστασης. Ολη η παρέα του έκανε μεταβολή, γύρισε την πλάτη στην πλάνη και διαμαρτυρήθηκε με τον τρόπο της, άλλοτε γράφοντας στίχους ή κάνοντας μελωδίες ή εικόνες μαυρόασπρες. «Ηταν οι πρώτοι που διαμαρτυρήθηκαν εναντίον της αβρότητας της ομοιομορφίας και της έλλειψης σοβαρού κοινωνικού σκοπού της ζωής της μεσαίας τάξης της τότε Αμερικής», θα γράψει ο Ντέιβιντ Χάλμπερσταμ στο βιβλίο του «Fifties».


Αλεν Γκίνσμπεργκ, Γουίλιαμ Μπάροουζ, Κόρσο, Κέρουακ, Φερλιγκέτι, Ορλόφσκι… Την ίδια στιγμή όπου οι περισσότεροι Αμερικανοί μετανάστευαν με ενθουσιασμό στα προάστια, εκείνοι συνειδητά αρνήθηκαν τον πλούτο και την αφθονία και προσπάθησαν να δημιουργήσουν έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής! Οι νέοι της εποχής τους ονειρεύονταν να κάνουν έναν καλό γάμο, να αποκτήσουν παιδιά, αυτοκίνητα, σπίτι στην εξοχή, να βγαίνουν την Κυριακή να κουρεύουν το γκαζόν, να συναντώνται το βράδυ στο σπίτι του γείτονα και να ζουν τη φυλακή της πλήξης τους. Οι φίλοι του Γκίνσμπεργκ και ο Γκίνσμπεργκ μαζί ονειρεύτηκαν ταξίδια μέσα από τους τεχνητούς παραδείσους, διέσχισαν χιλιόμετρα και χάζεψαν από το παράθυρο το φαινόμενο που το λέμε ζωή! Σαν όρκος έμοιαζε μεταξύ τους. Συμφωνούσαν όλοι της παρέας. Δεν ήθελαν ένα μέλλον κατοχυρωμένο με συντάξεις. Ηθελαν ένα μέλλον που να στηρίζεται στην ελευθερία τού κάνω ό,τι μου καπνίσει. Φυγάδες ήταν από αυτό που ο δικός μας ο Χρόνης Μίσσιος λέει «φυλακή με μεγάλο προαύλιο»! Ο Ντέιβιντ Χάλμπερσταμ λέει: «Αυτοί οι νεαροί δεν ήθελαν τόσο πολύ να μάθουν… Ηθελαν να συγκινηθούν καταπίνοντας σε δόσεις τον κόσμο. Περιπλανώμενοι της νύχτας ήταν, με τον τρόπο που ορίζει τους περιπλανώμενους της νύχτας ο Μέλβιλ». Ηταν μια συντροφιά ταλαντούχων ανθρώπων που για να διακριθεί έπρεπε να αγγίξει την υπερβολή! Μια παρέα παιδιών που είχαν πιάσει το νόημα του χρόνου. Ηξεραν από ένστικτο ότι το μόνο όπλο για να σκοτώσεις τον χρόνο ήταν η τέχνη, η πνευματικότητα.


Αλεν Γκίνσμπεργκ. Ενας από τους κυριότερους εκπροσώπους αυτής της γενιάς. Ο ποιητής στις 3 Ιουνίου του 1997 θα έκλεινε 71 χρόνια από τη στιγμή όπου βγήκε από τα σπλάχνα της Ναόμι Γκίνσμπεργκ ­ ρωσίδας εμιγκρέ ­, που τελικά δεν άντεξε αυτόν τον κόσμο και είπε να κατοικήσει στο σπίτι της τρέλας. Ο Αλεν Γκίνσμπεργκ μιλούσε συχνά για την παράνοια της μητέρας του ομολογώντας ότι ήταν το εισιτήριο της δικής του σωτηρίας. «Με μύησε», λέει ο ίδιος, «στους μυστικούς διαδρόμους της τρέλας και έγινε για μένα ένα εμβόλιο κατά της δικής μου παράνοιας, που με τριγύριζε πάντα, αλλά η μάνα μου με έμαθε να της ξεφεύγω».


Αλεν Γκίνσμπεργκ. Γιος του ποιητή Λουίς Γκίνσμπεργκ, στον οποίο οφείλει τη σπουδή της τέχνης της ποίησης. Ο Αλεν Γκίνσμπεργκ, 17 χρόνων, τελειόφοιτος του κολεγίου Πάτερσον, έφυγε από τη γενέτειρά του, το Νιου Τζέρσι, με μόνο σκοπό να δει με τα δικά του μάτια τον κόσμο, να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για τον κόσμο! Επόμενος σταθμός του… το κολέγιο της Κολούμπια. Μετά, εμπορικό ναυτικό. Τέξας και Ντένβερ, κλητήρας σε εφημερίδα, Τάιμς Σκουέαρ, αμίγκος στη φυλακή, πλύσιμο πιάτων, βιβλιοπαρουσιαστής, Μέξικο Σίτι, μάρκετινγκ, Σατόρι στο Χάρλεμ, τρία χρόνια στη Δυτική Ακτή, ύστερα Αρκτική, μετά Ταγγέρη του Μπόουλς, Βενετία, Αμστερνταμ, Παρίσι, Ινδία, Αμερική και πάλι και πάλι Αμερική! Με λίγα λόγια, ο γύρος του κόσμου σε 70 χρόνια. Το αγόρι που διάβαζε ποιήματα στο βιβλιοπωλείο του Φερλιγκέτι πριν από 40 περίπου χρόνια, κύριος με ρυτίδες και γκρίζα μαλλιά μπρος στα μάτια μας στο Θέατρο Κοτοπούλη, πριν τέσσερα χρόνια, έτοιμος πάντα να διαβάσει ποιήματα, να πει δύο και τρεις στίχους ακόμη απαγορευμένους, να φτύσει για άλλη μια φορά λέξεις, να δει τη ζωή από το μπαλκόνι, να παραδώσει σε κοινή ακρόαση εμπειρίες ονείρων ενός σώματος που γέμισε ουσίες για να αδειάσει λέξεις, με σκοπό να δει αυτό που φαίνεται πίσω από αυτό που βλέπουμε! Κυρίες και κύριοι, ο Αλεν Γκίνσμπεργκ υπήρξε σκαλοπάτι στον δρόμο της γενιάς μου. Και μόνο η παρουσία του έχει κάτι από την κάπνα των καφενείων της Ομόνοιας, κάτι από τις σύριγγες που οδήγησαν τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μας στο κυνήγι μιας θανατηφόρας δόσης. Ο Αλεν Γκίνσμπεργκ ήταν η μυρωδιά δημόσιων αποχωρητηρίων και ταυτοχρόνως ένα πρωινό φως στην Ταγγέρη. Ο Αλεν Γκίνσμπεργκ ήταν η μοναξιά των βράχων, η απελπισία του νυχτοφύλακα που φυλάει έξω από την πόλη τα όνειρα μη φύγουν. Ο Αλεν Γκίνσμπεργκ ήταν ένας θείος από την Αμερική που αντί για τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας μας έφερε δωράκι ένα σώμα που ένιωσε σε απόσταση αναπνοής την τρέλα του Κέρουακ, ένα σώμα που αντάλλαξε χάδια με τον Μπάροουζ, ένα σώμα που αν διάλεγε να κοιμηθεί με κάποιον σήμερα, αυτός θα ήταν σίγουρα ο Ρεμπό. Κυρίες και κύριοι, ο Αλεν Γκίνσμπεργκ ήταν αερικό που έκανε περφόρμανς. Ο Αλεν Γκίνσμπεργκ ήταν η πρώτη σκέψη, που είναι πάντα η καλύτερη, ήταν η τέχνη να κρατάς επαφή με το μυαλό σου.


Αλεν Γκίνσμπεργκ. Ηταν τρεις μυθικές συναντήσεις για μένα που έγιναν διάλογοι δημιουργικοί. Από αυτούς τους διαλόγους ένας είχε δημοσιευθεί πριν από τέσσερα χρόνια. Σήμερα, τιμώντας τη μνήμη του, δημοσιεύουμε στις σελίδες του «Βήματος» τον δημόσιο διάλογο που είχα μαζί του στο «Rex», ως προσκεκλημένος του περιοδικού «Ρεύματα».