H λογοτεχνία γύρω από τα πάθη της δεκαετίας του ’40 εδράζεται, πέρα από μεμονωμένα εγχειρήματα, στην απτή αναπαραστατικότητα, φανερώνοντας μόνο τα τετελεσμένα, συχνά στα όρια του πομπώδους ή κάποτε και του μελοδραματικού, ενώ ο εσώκοσμος που τα γέννησε και τα ώθησε παραμένει ρευστό πλαγκτόν ή, ορθότερα για την εικόνα μας, νεκρός πλακούντας σε σκοτεινά βάθη, δύσκολα ανιχνεύσιμος. Ως το 1974 οι μύθοι της Αριστεράς επιβίωναν λαθραίως και καμουφλαρισμένοι. Μόνο τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αφού μεσολάβησαν πάνω από τρεις δεκαετίες συγκάλυψης – χρόνος αφύσικα μεγάλος και νοθευτικός για την πραγματική διάσταση των συμβάντων -, άρχισαν βαθμιαία, κακοποιημένοι ή και ακακοποίητοι, να ξεδιπλώνονται ελεύθερα. Κάτω από ποιες συνθήκες, είναι μια άλλη ιστορία. Ενα τέταρτο του αιώνα αργότερα έχει πια ξεκινήσει η φάση της αναστροφής, με τους μύθους να προβάλλουν σαν κλισέ μιας κάποιας αριστερής μυθολογίας.


Ο Νίκος Δαββέτας κάνει ένα δεύτερο βήμα στην πεζογραφία, το οποίο και δείχνει πλέον αποφασιστικό. Με επτά ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του ή και οκτώ, αν συνυπολογίσουμε τα μυστικά και απόκρυφα, και ενώ οι ποιητές της γενιάς του, την οποία και αποκάλεσαν γενιά του ’80, διάγουν τη φάση της ωριμότητας και των διακρίσεων, αυτός αποπειράται μια δεύτερη εκκίνηση, ακολουθώντας το παράδειγμα του ομηλίκου του και προηγηθέντος στην πεζογραφία Κωστή Γκιμοσούλη. Οπως και στην ποίηση τη δεκαετία του ’80, ο Δαββέτας ξεκινά και πάλι με εντατικούς εκδοτικούς ρυθμούς.


Οι έρωτές της


Ο ερωτικά μετέωρος αφηγητής του προηγούμενου πεζογραφικού βιβλίου Ιστορίες μιας ανάσας, με το θηλυκό να τον σαγηνεύει και ταυτόχρονα να τον τρέπει εις φυγήν, επανέρχεται. Αυτή τη φορά για να κατανοήσει τη ζωή του κοιτάζει προς τα πίσω, καταπώς το σκεφτόταν ήδη στην τελευταία ιστορία του προηγούμενου βιβλίου, Κλειστή στροφή, και πίσω από όλες τις γυναίκες, επαληθεύοντας τον παππού Φρόιντ, ανακαλύπτει τη μητέρα του. Χωρισμένο σε δύο μέρη το καινούργιο βιβλίο, που ο Δαββέτας επιμένει πως είναι νουβέλα ή εκτενές διήγημα, μάλλον ιλιγγιώντας προσώρας μπροστά στο μυθιστορηματικό εγχείρημα, μοιράζεται ανάμεσα στη μητέρα και στον γιο της. Στο πρώτο μέρος η μητέρα ανιστορεί σε μια νεότερη γειτόνισσά της, χωρίς να φαίνεται πως συνομιλεί, τους δικούς της έρωτες, της αδελφής της και των φιλενάδων της. Οπως και στην παλαιότερη ιστορία «Αστυ», αναπλάθεται ο προφορικός λόγος μιας γυναίκας που ανατρέχει στη δεκαετία του ’40, φθάνοντας μέχρι το παρόν της αφήγησης, τοποθετημένο στο οριακό, ίσως και συμβολικό 1981.


Από τη Νίνα και την κυρα-Εκάβη του Κώστα Ταχτσή, εντός μιας τεσσαρακονταετίας, πλήθυναν οι ηρωίδες, μεγαλοαστές και λαϊκές, Αθηναίες και επαρχιώτισσες, που διηγούνται τα καθέκαστα της ζωής τους, λιγότερο ή περισσότερο λαγαρά, ανάλογα και με τον μάστορή τους. Ως άσκηση σε γνωστό πεδίο, ο λόγος της μητέρας, στο βιβλίο του Δαββέτα, με τις άναρχες παρεκβάσεις του και τη χυμώδη εκφραστικότητά του αποβαίνει πειστικός. Αν και θα μπορούσε να στηθεί χωρίς να σημάνει γενικό προσκλητήριο των μύθων ή και κλισέ της Αριστεράς: Ελένη Παπαδάκη, ΟΠΛΑ και ΕΠΟΝ, Δεκεμβριανά, μαυραγορίτες και χίτες, Ελ Αλαμέιν, κινηματίες και πράκτορες της Ιντέλιτζενς Σέρβις, Μακρόνησος και Τρίκερι, γάτες στο τσουβάλι και δηλωσίες, πραξικόπημα του 1967, εκδηλώσεις συμπαράστασης στην Επανάσταση και οι εύκολα χριζόμενοι εκ των υστέρων αντιστασιακοί. Πέρα όμως από τις ιστορικές σημαδούρες, ελλειπτικός ο λόγος, κάποτε και πικρά ειρωνικός, ζωντανεύει έναν κόσμο με τις μικροψυχίες και τις αγωνίες του, θυμίζοντας τα αλλοτινά ήθη και την οικονομική δυσπραγία, που εκείνοι οι άνθρωποι ποτέ δεν ξεπέρασαν, ούτε κι όταν άλλαξαν οι καιροί.


Φωτογραφία σε θυρίδα


Στο δεύτερο μέρος αναλαμβάνει τη διήγηση ο γιος, εν έτει 1989, στο Αντικαρκινικό αμέσως μετά τον θάνατο της μητέρας του. Αισθάνεται σαν κοσμοναύτης, «υποχρεωμένος ν’ ανοίξει την πόρτα του διαστημοπλοίου και να περπατήσει ολομόναχος στο Διάστημα… το μαύρο χάος που μας περιβάλλει». Ενώ η γη της μητέρας φεύγει μακριά και ο ομφάλιος λώρος έχει πλέον οριστικά κοπεί. Παρόμοιες εικόνες ποιητικής σύλληψης μαζί με σκέψεις αποσπασματικές, που μένουν ως υπαινιγμοί, πλάθουν εντελέστερα τον πάσχοντα ήρωα από την ωμή περιγραφή ζοφερών καταστάσεων, όπως η μετακομιδή οστών ή ο καρκίνος. Και πάλι ο κόσμος της μητέρας σε μια διαφορετική εκδοχή, όπως τον αντιλαμβανόταν το αλλοτινό παιδί και αποτυπώθηκε στη μνήμη του ενήλικου αφηγητή. Και αυτός «θήραμα» των περιστάσεων και των άλλων, όπως και η μητέρα του. Το μυθιστόρημα, έστω η νουβέλα, απογειώνεται με την καταληκτική σκηνή. Πολύτιμη κληρονομιά της μητέρας, επτασφράγιστη σε θυρίδα τράπεζας, μια φωτογραφία της ίδιας και της αδελφής της από την Κατοχή, τον καιρό της πίστης και των οραμάτων. Σωτήριο εύρημα για τον γιο, που, σαγηνευμένος από το μητρικό πρότυπο, γραπώνεται μετά τον καθαρμό από τους άδολους μύθους της Αριστεράς.