Αναμένεται με ενδιαφέρον η πρώτη κάθοδος στην Επίδαυρο της ομάδας «Διπλούς Ερως» με την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Οχι μόνο για την παρουσία της Αμαλίας Μουτούση στον επώνυμο ρόλο ή για τη σκηνοθετική άποψη του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Ούτε επίσης για τη συμμετοχή της Νόνικας Γαληνέα στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας ή για την έκτακτη επιστροφή του Τάσου Μπαντή στην υποκριτική, στον ρόλο του Παιδαγωγού. Οχι μόνο γι’ αυτούς τους λόγους. Αλλά και για όλους τους άλλους που θα ανακαλύψουμε παρακολουθώντας την παράσταση στο Αρχαίο Θέατρο της Αργολίδας την Παρασκευή και το Σάββατο. Προσμονή, συναίσθημα, περιέργεια. Περιμένουμε την έκπληξη, το κάτι άλλο. Περιμένουμε όμως να δούμε και τη συνεργασία μάνας και κόρης, μετά από 15 χρόνια από το πρώτο τους σμίξιμο στη σκηνή.


Νόνικα Γαληνέα και Αμαλία Μουτούση, δύο ηθοποιοί, δύο γενιές, δύο διαφορετικοί θεατρικοί κόσμοι. Αλλες νοοτροπίες, άλλες συνήθειες. Κοινές ρίζες, όμως, η Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Με μικρή ως τώρα εμπειρία στο είδος. Η Νόνικα Γαληνέα έκανε, το 1966, το ντεμπούτο της με τους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κουν ενώ το 1971 ήταν η Χρυσόθεμις στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, με την Αννα Συνοδινού στον επώνυμο ρόλο και σε σκηνοθεσία Θάνου Κωτσόπουλου. Για την Αμαλία Μουτούση έχει προηγηθεί η «Μήδεια», ως υλικό για μια πρωτοποριακή παράσταση. Στην ορχήστρα της Επιδαύρου όπου θα συναντηθούν ξανά η μάνα και η κόρη δεν θα λέγονται Νόνικα και Αμαλία αλλά Κλυταιμνήστρα και Ηλέκτρα. Η ζωή και η τέχνη θα συναντηθούν, όπως οι δυο τους συναντώνται κάθε βράδυ στις πρόβες. Οι συνεντεύξεις όμως που ακολουθούν δεν έγιναν από κοινού. Δεν το θέλησαν. Για τους δικούς τους λόγους. Πολλά όμως από τα ερωτήματα που είναι κοινά αποδεικνύουν ότι αυτή η συνάντηση 15 χρόνια μετά (από τη «Βεντάλια της Λαίδης Γουίδερμιρ» του Οσκαρ Γουάιλντ) έπρεπε να γίνει. Τώρα και υπ’ αυτές τις συνθήκες.


­ Η συνεργασία σας, κυρία Γαληνέα, με τον θίασο «Διπλούς Ερως» και τον Μιχαήλ Μαρμαρινό ήταν μια έκπληξη για μας. Πώς το αντιμετωπίσατε εσείς αυτό; Αντίθετα, για την Αμαλία Μουτούση ήταν μια αυτονόητη συνέχεια, έτσι δεν είναι;


Νόνικα Γαληνέα: «Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός είναι πράγματι ο πρώτος σκηνοθέτης με τον οποίο συνεργάζομαι ο οποίος εκφράζει μια διαφορετική νοοτροπία στο θέατρο. Αλλά επειδή ξέρει τι θέλει και τι ζητεί, είναι σαφής και αυτόματα αυτό σημαίνει ότι δεν με δυσκολεύει καθόλου. Στις πρόβες βλέπω εντελώς διαφορετικά πράγματα από αυτά που θα έβλεπε κανείς σε μια αναμενόμενη «Ηλέκτρα» και τίποτε από ό,τι βλέπω δεν μου είναι γνώριμο. Ωστόσο η διαδρομή του δικού μου ρόλου είναι τόσο ξεκάθαρη ώστε να μην αισθάνομαι κενά μέσα στην παράσταση. Η Κλυταιμνήστρα είναι το μόνο πρόσωπο μέσα στο έργο που είναι απομονωμένο. Είναι μία εναντίον όλων και όλοι εναντίον της. Αυτό και μόνον το γεγονός την απομονώνει. Σε τέτοιες πάντως περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετρά λιγότερο. Η διαδρομή έχει σημασία. Είναι μια κοπιαστική διαδρομή, όπου τίποτε δεν είναι μέσα από τις ευκολίες μας. Αλλά ειλικρινά δεν θα με ενδιέφερε καθόλου να μετέχω σε μια κλασική και χιλιοειπωμένη παράσταση της «Ηλέκτρας». Για μένα επίτευγμα θα ήταν, αν κατάφερνα, μετά από όλους αυτούς τους μήνες της πρόβας, να ερμηνεύσω ένα τραγικό πρόσωπο χωρίς να «παίξω» τραγωδία».


Αμαλία Μουτούση: «Μέσα από μια τέτοια εμπειρία και μέσα από την ίδια τη ζωή νομίζω ότι καταλαβαίνω τι θα πει να είμαι απολύτως μόνη εκεί όπου δεν γίνεται παρά να είμαι μόνη. Εκεί όμως όπου μπορώ να μην είμαι μόνη δεν είμαι καθόλου μόνη και αυτό το εξασφαλίζουν η ομάδα και ο σκηνοθέτης. Για μένα ο Μιχαήλ Μαρμαρινός και ο «Διπλούς Ερως» είναι η προϋπόθεση. Τον Μιχαήλ τον πιστεύω, είναι απλό. Τον πιστεύω και είναι ο Μαρμαρινός μαζί με την ομάδα που με κάνουν να θέλω να μιλήσω την αλήθεια. Την αλήθεια δεν μπορείς να την εκθέτεις σε μάτια που δεν μπορούν να την ακούσουν. Γιατί τότε τη μειώνεις και την εκθέτεις, δεν τη λες τελικά. Την αλήθεια είναι καλύτερα να την προστατεύουμε παρά να τη λέμε μερικές φορές. Νιώθω ότι μαζί με τον Μιχαήλ και τα άλλα παιδιά της παράστασης μου επιτρέπεται να πω την αλήθεια. Οχι για μένα, για την αλήθεια».


­ Κυρία Γαληνέα, τι ήταν αυτό που σας έκανε να σκεφθείτε ότι ήρθε η κατάλληλη στιγμή να παίξετε τραγωδία;


Ν.Γ.: «Ποτέ δεν επεδίωξα, μετά από 32 χρόνια στο θέατρο ­35, αν βάλεις και τη σχολή ­, να παίξω στην Επίδαυρο. Η τραγωδία δεν ήταν κάτι που με συγκινούσε. Μπορώ να σου πω ότι έχω τόσο πολύ ταλαιπωρηθεί βλέποντας παραστάσεις που μου δημιουργούσαν μια καταπιεσμένη οργή την οποία λόγω του χαρακτήρα μου δεν μπορούσα να διατυμπανίσω και να διαλαλήσω. Ομολογώ ότι πολλές στιγμές ένιωθα ευτυχής που δεν μετέχω. Τρεις είναι οι λόγοι που με φέρνουν στο συγκεκριμένο γεγονός: ο ένας είναι ασφαλώς συναισθηματικός και οφείλεται στη συνύπαρξη που θα έχω με την Αμαλία Μουτούση μετά από 15 χρόνια. Κατά δεύτερο και πολύ σημαντικό λόγο, είναι και ο χώρος της Επιδαύρου με αυτή την περίπτωση. Και, κατά τρίτον, ο ρόλος, η Κλυταιμνήστρα, που ένιωθα πια πως είναι ένας ρόλος που αντιμετωπίζεται. Δεν είναι πέρα από τις υποκριτικές μου, τολμώ να πω, δυνατότητες. Μέσα από μια άλλη μορφή έχω ξαναπαίξει την Κλυταιμνήστρα, με την τριλογία του Ευγένιου Ο’ Νιλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» με το Αμφι-θέατρο».


­ Τόλμημα η Επίδαυρος; Πώς το αντιμετωπίζετε;


Ν.Γ.: «Μια ζωή εκτίθεμαι και νομίζω ότι εκτίθεμαι πάντα μέσα από όρια απολύτως επιτρεπτά. Δεν μπορείς να είσαι δημόσιο πρόσωπο και να μην εκτίθεσαι. Και αυτό έχει και την ομορφιά του. Αλλά αυτομάτως ασκείς και μια αυτοκριτική, εκτός και αν είσαι ιδιαίτερα αφελής, που δεν νομίζω ότι είμαι… (γελάει) Δεν μπορώ να πω παραπάνω για την Επίδαυρο γιατί δεν έχω βιώσει αυτή την κρυάδα στην οποία όλοι αναφέρονται. Κουβαλάω όμως τον φόβο των συναδέλφων μου. Στο κάτω κάτω προτού γεννήσει μια μητέρα ακούει πολλά για τον τοκετό, χιλιάδες γυναίκες όμως γεννούν και η ζωή προχωράει. Πέρυσι άλλωστε δοκίμασα τη Μικρή Επίδαυρο, με κάτι τελείως διαφορετικό αλλά εξαιρετικά δύσκολο, τον Ρίτσο. Με ένα γυναικείο μονόλογο 18 σελίδων… Τώρα το μέγεθος του αγνώστου ευτυχώς θα το μάθω μετά».


Α.Μ.: «Ο χώρος φέρει ένα μύθο και είναι ο πιο κατάλληλος για να ειπωθεί ο τραγικός λόγος. Εχει όμως κακοποιηθεί και λυπάμαι που το λέω. Δεν ισχύει για όλους αυτό και σίγουρα φταίει και το γεγονός ότι η γενιά στην οποία ανήκω δεν πρόλαβε να δει τις παλιές μεγάλες δόξες της Επιδαύρου. Αυτή η κακοποίηση είναι ένας λόγος παραπάνω που με ευαισθητοποιεί σε σχέση με τον χώρο. Αλλά, ναι, φοβάμαι περισσότερο αυτή τη φορά. Αν και είμαι ένας άνθρωπος που φοβάται πολύ, αυτή τη φορά φοβάμαι ακόμη πιο πολύ. Νιώθω εντελώς αντιφατικά πράγματα: από τη μια νιώθω πολεμιστής ­ μάχη, αγώνας, αίματα, πλήθη, κραυγές, θάνατος ­ και από την άλλη γαλήνη. Είμαι καλά μόνο όταν αυτά τα δύο βρίσκονται σε ισορροπία».


­ Ποια είναι η Κλυταιμνήστρα;


Ν.Γ.: «Είναι καταπληκτικό το πόσο συμπυκνωμένος ρόλος είναι. Είναι ένα coup de theatre. Μέσα σε μία σκηνή αυτή η γυναίκα τα λέει όλα. Τώρα, αν δεν τα πει, αυτό δεν θα είναι πρόβλημα της Κλυταιμνήστρας».


­ Και η Ηλέκτρα;


Α.Μ.: «Η Ηλέκτρα είναι ένας ρόλος που δεν παίζεται. Είναι ένας ρόλος που μπορείς να τον σκέφτεσαι, να τον νιώθεις. Μπορείς να αγαπάς την Ηλέκτρα ή να τη μισείς. Μπορείς να τη σκέφτεσαι συνεχώς. Αλλά δεν μπορείς να την παίξεις. Και αυτό δεν είναι ούτε υποκειμενικό ούτε προσωπικό. Δεν είναι θέμα μετριοφροσύνης ­ κανένας μετριόφρων άλλωστε δεν επιχειρεί να παίξει την Ηλέκτρα. Αυτοί οι ρόλοι δεν παίζονται, όπως ξέρουμε ότι στη ζωή μερικά πράγματα δεν γίνονται. Ολοι ξέρουμε ότι δεν γίνεται να μην πεθάνουμε και ζούμε ξέροντας ότι θα πεθάνουμε. Τόσο αντικειμενικό είναι και αυτό που λέω για την Ηλέκτρα. Και το λέω αυτό γιατί οτιδήποτε άλλο πω σχετικά με τον ρόλο και τη σχέση μου μαζί του ξεκινά από τη σχέση αυτής της αλήθειας. Αυτή η αλήθεια και αυτή η συνειδητοποίηση είναι που μου επιτρέπει να παίξω την Ηλέκτρα. Είναι οξύμωρο αλλά σαφές, νομίζω. Στην προσπάθειά μου να αποδώσω αυτό το πρόσωπο είμαι αδύναμη, με μια αδυναμία ανελέητη, χωρίς έλεος, απόλυτη. Εκεί ακριβώς είναι που συναντώ τη δύναμή μου. Αυτό είναι που με κάνει να είμαι ανελέητα δυνατή. Και νομίζω ότι αυτό το πράγμα αποκλείεται να μην είναι στοιχείο αυτού του προσώπου. Και επειδή δεν ξέρουμε πώς είναι η Ηλέκτρα, ψάχνω βαθύτερα σε μένα για να είμαι αληθινή σε αυτόν τον ρόλο. Οποτε καταφέρνω και μιλάω τη δική μου αλήθεια, νομίζω ότι είμαι αρκετά κοντά σε αυτό το πρόσωπο».


­ Κυρία Μουτούση, τι συμβολίζει για σας ο θρήνος της Ηλέκτρας;


Α.Μ.: «Εχεις ακούσει ζώο όταν το σφάζουν; Νομίζω ότι, αν αυτός ο ήχος ήταν δίπλα μας, δεν θα καταφέρναμε να τον συνηθίσουμε ποτέ. Κάπως έτσι αισθάνομαι ότι πρέπει να είναι ο θρήνος της Ηλέκτρας. Πρέπει να είναι αδύνατον να τον συνηθίσουμε. Εχει ένα ποίημα ο Σεφέρης που μιλάει για έναν άνθρωπο που περιπλανιέται στους δρόμους κλαίγοντας και που επειδή κλαίει τα μάτια του έχουν γίνει μικρά σαν τις παπαρούνες της άνοιξης. Και λέει γι’ αυτόν ότι το συνηθίσαμε, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα. «Είναι σαν όλα αυτά τα πράγματα που έχετε συνηθίσει. Και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δεν βρίσκω τίποτα να σας πω που δεν έχετε συνηθίσει. Προσκυνώ». Οταν το διάβασα, είπα ότι θέλω να βρεθώ απέναντι σε ανθρώπους που δεν έχουν καταντήσει τα πάντα συνήθεια. Αυτό ένιωσα και αυτό έχει να κάνει με τον θρήνο, που δεν είναι καθόλου παθητικός. Θέλω να μη συνηθίζεται. Ο θρήνος είναι το υπόστρωμα, πάντα και για πάντα. Θα μας βοηθήσει αν πούμε ότι η Ηλέκτρα δεν θρηνεί, είναι ο θρήνος. Οπότε, αν προσωποποιήσουμε τον θρήνο, μας είναι εύκολο να φαντασθούμε την Ηλέκτρα να χαίρεται, να λυπάται».


­ Πόσο μάνα είναι η Κλυταιμνήστρα και από την πλευρά της η Ηλέκτρα είναι κόρη ή/και αδελφή;


Ν.Γ.: «Η Κλυταιμνήστρα είναι μάνα του παιδιού που έχασε. Ολη η δύναμη της μητρότητας έχει εντοπισθεί σε αυτή την τραγική αδικία που έγινε στο παιδί της, στην Ιφιγένεια. Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Και για μένα, ως μάνα, αυτό είναι απολύτως κατανοητό. Οσο και να σε βασανίζουν τα παιδιά σου, δεν νιώθεις μίσος για ό,τι γέννησες. Από την άλλη, όμως, υπάρχουν περιτπώσεις μανάδων που μισήθηκαν από τα παιδιά τους ­ καλώς ή κακώς ­ και η αγάπη έχει γίνει μίσος. Ολα είναι μέσα στη ζωή. Πόσο μάλλον που ο Ορέστης μαζί με την Ηλέκτρα δεν έχουν άλλο σκοπό ζωής από τον θάνατό της. Και αυτό είναι κατανοητό. Εχασε την κόρη της και δεν τολμάει να μιλήσει και δεν μπορεί να βρει το δίκιο της. Και αυτό δεν είναι κατανοητό; Ο Αίγισθος είναι το αποκούμπι της. Η γυναίκα είναι θηλυκό. Μέσα στην ψυχοσύνθεση της Κλυταιμνήστρας η παρουσία του άνδρα είναι απολύτως απαραίτητη. Πόσο μάλλον που πρόκειται για μια γυναίκα που προδόθηκε από τον άνδρα της σφάζοντας το παιδί της, με την Κασσάνδρα, και όχι μόνον. Ο Αγαμέμνων δεν υπήρξε ποτέ σύζυγος για την Κλυταιμνήστρα. Την καταλαβαίνω γιατί υπάρχουν και οι στοιχειώδεις εμπειρίες. Ετυχε να έχω προδοθεί στη ζωή μου. Πιστεύω ότι έχει πολλά δίκια η Κλυταιμνήστρα. Ατυχη γυναίκα τελικά…».


Α.Μ.:«Το αν είναι περισσότερο ή λιγότερο κόρη ή αδελφή η Ηλέκτρα για μένα είναι περισσότερο επιφανειακό, όχι με την έννοια όμως του μη ουσιώδους. Για μένα η Ηλέκτρα ως πρόσωπο είναι πιο πριν από τον τραγικό ήρωα. Ο τραγικός ήρωας έχει αποκολληθεί από την Ηλέκτρα και έχει βρεθεί αντιμέτωπος με τους ανθρώπους και την ιστορία, όπως απέναντι στη μοίρα και στο θείο. Η Ηλέκτρα είναι πιο πρωτογενές υλικό. Με αυτή την έννοια οι όροι κόρη και αδελφή αποτελούν ένα χαρακτηριστικό μέσα από ψυχολογία. Μόνον όμως μέσα από υπαρξιακά στοιχεία, από πιο πρωτογενή στοιχεία μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτό το πρόσωπο. Στο θέμα κόρη νιώθω ότι είναι αθεράπευτα τραυματισμένη ενώ στο θέμα αδελφή δεν έχει τέτοιου είδους τραύμα αλλά μια ελπίδα γιατί τον περιμένει, έστω κι αν υπάρχει ένα τραύμα, αφού τον έχασε και τον περιμένει. Ωστόσο η λύτρωσή της θα έρθει μόνο μέσα από τη μητροκτονία. Και αυτό είναι ιδιαίτερο γιατί θυσιάζοντας τη μάνα θυσιάζει και το φύλο της και το να γίνει άνθρωπος. Και για μια γυναίκα αυτό είναι πιο δύσκολο από ό,τι για έναν άνδρα».


­ Νιώθετε ανταγωνισμό όταν βρίσκεστε μαζί πάνω στη σκηνή κατά τη διάρκεια του δευτέρου επεισοδίου;


Ν.Γ.: (γελάει ηχηρά): «Ούτε κατά διάνοια. Εγώ δεν θέλω, ούτε για μία στιγμή, να είμαι η καλύτερη. Ούτε πιστεύω ότι είναι ποτέ δυνατόν να είμαι καλύτερη. Πιστεύω ότι η Αμαλία είναι αυτή που είναι και δεν θα πω εγώ ποια είναι η Αμαλία. Το έργο είναι δικό της. Ηδη αυτό που εισπράττω εγώ είναι πάρα πολύ. Και από τον ρόλο και από τη συνύπαρξη».


Α.Μ.: «Ανεξάρτητα από τη Νόνικα, εγώ ποτέ δεν νιώθω ανταγωνισμό. Ποτέ και με κανέναν. Μάλλον θυμώνω με τους ηθοποιούς που δεν είναι καλοί γιατί δεν με βοηθούν να πετάξω, δεν με ερεθίζουν, δεν με σπρώχνουν. Εχω ανάγκη να είναι πάρα πολύ καλή, να μη με λυπηθεί καθόλου. Να είναι ανελέητη ώστε να μπορέσω κι εγώ να απαντήσω».


­ Και αν το χειροκρότημα είναι περισσότερο για τη μία ή την άλλη;


Ν.Γ.: «Αν είναι περισσότερο για μένα θα σημαίνει πολύ απλά ότι ο κόσμος χειροκροτά την ηλικία που έχω στο θέατρο. Θα είναι μια ένδειξη αναγνώρισης που καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με το πόσο καλή, μέτρια, σπουδαία μπορεί να είναι η Αμαλία στον ρόλο της. Ποια θα ήταν η πιο δυστυχισμένη στιγμή μου; Αν, ο μη γένοιτο, η Αμαλία δεν ήταν καλή. Νομίζω ότι είναι πολύ πιο ευάλωτη από μένα, έχει πιο πολλή ανάγκη ­ κατά τη δική μου άποψη ­ το να μπορέσει να είναι καλή σε αυτόν τον ρόλο από ό,τι εγώ. Δεν μπορείς να πάψεις να είσαι μάνα. Δεν γίνεται. Αγωνιώ για την Αμαλία συνεχώς».


Α.Μ.: «Εγώ θέλω να είναι πολύ καλή η Νόνικα γιατί θέλω να ευχαριστηθεί που δούλεψε μαζί μας. Και ξέρω ότι αν δεν είναι καλή δεν θα ευχαριστηθεί. Είναι αυτό που έχουμε με τη μαμά μας και όταν έρχεται σπίτι μας και θέλουμε να την περιποιηθούμε. Θέλω να είναι καλή όχι τόσο για τον κόσμο… αλλά για ένα πολύ προσωπικό επίπεδο. Για να χαρεί».


­ Πώς προέκυψε η συνεργασία και πόσο ήταν τελικά έκπληξη;


Ν.Γ.: «Η πρόταση ήταν της Αμαλίας και δεν με εξέπληξε. Ηρθε φυσιολογικά. Το είχαμε συζητήσει άλλωστε. Κάποτε της είχα προτείνει ένα έργο του Στρίντμπεργκ να παίξουμε μαζί. Θέλαμε να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή. Χωρίς να πιέσει η μία την άλλη. Και ήρθε μέσα από την ομάδα «Διπλούς Ερως». Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς γιατί το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο αν η πρωτοβουλία ήταν δική μου. Μην ξεχνάς ότι η καταπιεστική σχέση ξεκινά από τη μάνα προς την κόρη. Τουλάχιστον αυτό είναι το φυσιολογικό. Υπάρχουν και εξαιρέσεις πάντως. Ιδίως όταν η μάνα έχει ήδη μια συγκεκριμένη πορεία στο θέατρο, πράγμα που δυσκολεύει πάντα την αυτονομία του παιδιού της.


Α.Μ.: «Η πρόταση ήταν δική μας. Ξέρεις, υπάρχουν δύο τρόποι που μπορεί να λειτουργήσει ένας θίασος σαν τον δικό μας. Ο ένας είναι όλοι οι ρόλοι να βγαίνουν μέσα από την ομάδα. Ο άλλος είναι οι ρόλοι να βγαίνουν μέσα από πρόσωπα. Οπως συνέβη και τον χειμώνα με τη Ρένη Πιττακή στον ρόλο της Γερτρούδης στον «Αμλετ». Γιατί σκεφτήκαμε τη Νόνικα; Νομίζω ότι η Νόνικα ­ προσπαθώ να αποστασιοποιηθώ όσο μπορώ από τη μάνα μου ­ διαθέτει μια μοναδικότητα. Είναι μια μοναδική σε όλα της γυναίκα. Είναι ένα πρόσωπο που εκπέμπει αυτό που είναι. Και ακόμη διότι μου φαίνεται να μοιάζει πολύ για βασίλισσα. Δεν είναι μια γυναίκα που θα μπορούσε κανονικότατα να είναι βασίλισσα; Μου αρέσει η ιδέα της Κλυταιμνήστρας glamorous. Και ακόμη μπορεί να βοηθήσει την Ηλέκτρα να έχει έναν αντίπαλο. Η σκέψη μας ήρθε απλά. Ξεκίνησε από το έργο. Οταν φθάσαμε στην Κλυταιμνήστρα, είπαμε «λες…». Και η απάντηση ήταν: «Ναι, κι όμως ναι». Πιστεύω ότι είναι μια εξαιρετική ηθοποιός η Νόνικα που δικαιούται να της δοθεί αυτή η ευκαιρία. Δεν είμαι εγώ αυτή που καθορίζει τα πράγματα. Αλλά έτσι νιώθω. Οι άνθρωποι τόσο εύκολα προσβάλλουν και τους χώρους και τα πράγματα κι εγώ νιώθω την ανάγκη να επαινέσω κάποια άλλα. Διότι ορισμένοι μπορούν με άνεση να μπαινοβγαίνουν και σε έργα και σε χώρους και κάποιοι άλλοι όχι».


­ Στις πρόβες ξεχνάτε τις πραγματικές σας σχέσεις και προτάσσετε την ηθοποιό αντί της μάνας και της κόρης;


Ν.Γ.: «Εκείνη μπορεί να το κάνει, εγώ δεν το καταλαβαίνω καθόλου. Δεν ξέρω ποιες είναι οι δικές της λειτουργίες γιατί πραγματικά στην πρόβα πολλές φορές ημέρες ολόκληρες δεν μιλάμε. Καθεμιά μας είναι δοσμένη σε αυτό που κάνει. Μπορεί να της πω κάτι, να ανταλλάξουμε μια κουβέντα, αλλά τίποτε άλλο και σαφώς όχι πάνω στη δουλειά της. Δεν της λέω τη γνώμη μου με τίποτα. Αφήνω τη διαδρομή να την περάσει μόνη της, όπως γίνεται από την αρχή. Το μόνο που της έχω πει κάποια στιγμή από την αρχή των προβών είναι «εσύ ξέρεις»».


Α.Μ.: «Είναι λίγο μπερδεμένα. Είναι τόσο δυνατός ο ρόλος της μάνας ώστε να μπορώ να πω ότι βρίσκομαι μαζί της και αυτό δεν υπάρχει. Δεν γίνεται. Ακόμη και αν πάνω στη σκηνή κάποια στιγμή μπορεί να μην το καταλαβαίνω και να τη βλέπω σαν μια ηθοποιό, είναι μέσα μου. Είναι. Και το αφήνω να είναι. Δεν εμποδίζει σε τίποτε. Της λέω τη γνώμη μου, μιλάμε στις πρόβες. Πάντα, όμως, και όταν δεν παίζουμε μαζί, της λέω και μου λέει».


­ Πώς είναι να συνεργάζεστε ξανά, μάνα και κόρη, 15 χρόνια μετά;


Ν.Γ.: «Μοιάζει σαν να είναι η πρώτη φορά. Τότε ήταν ένα ξεκίνημα για εκείνη. Δεν ήξερε πού ακριβώς βάδιζε και εγώ δεν ήξερα τι ήταν καλό να κάνω. Πολλές φορές προσπαθώντας να κάνεις το καλό μπορεί να κάνεις και κακό. Αφού όμως βρήκε τον δρόμο της, αυτό έχει σημασία. Τώρα όμως η στιγμή είναι η κατάλληλη».


Α.Μ.: «Τότε, το 1983, ήμασταν στο ίδιο καμαρίνι. Εκείνη με έβαφε, με χτένιζε, εκείνη τα έκανε όλα. Εγώ δεν ήξερα να κάνω τίποτε, ούτε τα υποτυπώδη. Αν μια μέρα δεν με χτένιζε, δεν θα ήξερα πώς να χτενιστώ. Ηταν ωραίο να μην ξέρεις τίποτε. Τότε δεν είχα βούληση γενικά. Ισως αυτή η παράσταση μου έδωσε την ασφάλεια και τη σιγουριά ότι «μάλλον τα καταφέρνω» και μετά μου έδωσε την ώθηση να πω «για να δούμε τι μπορώ να κάνω μόνη μου». Επιτάχυνε την ανάγκη μου για έναν προσωπικό δρόμο. Τώρα, την ώρα της παράστασης, τη βλέπω να έρχεται προς τη σκηνή και να πλησιάζει και μέσα σε ένα-δύο δευτερόλεπτα ξέρω ότι θα παιχθεί η σκηνή μας, η σκηνή της απόλυτης ρήξης Ηλέκτρας – Κλυταιμνήστρας. Και τη βλέπω να έρχεται. Είναι πολύ όμορφη, σαν βασίλισσα. Και ενώ τη βλέπω να πλησιάζει και ενώ αρχίζει σχεδόν η σκηνή μας, λέω μέσα μου: «Η μαμά μου. Η μάνα μου. Εχω τη μάνα μου. Γιατί να φοβάμαι; Δεν πρέπει να φοβάμαι». Αυτό. Και μετά γίνεται η σκηνή».