Κυνοφοβίες
Το σώμα άυλο: το φάντασμα του δολοφονημένου Πολύδωρου, τελευταίου γιου της Εκάβης, όπως εμφανίζεται στον πρόλογο.
Το σώμα καταπονημένο: ταλαιπωρημένο, κυρτό, αδύναμο, το σώμα της σκλαβωμένης βασίλισσας της Τροίας.
Το σώμα γαντζωμένο: η Πολυξένη στην αγκαλιά της μητέρας της προτού την πάρουν οι Ελληνες για να τη θυσιάσουν στον τάφο του Αχιλλέα.
Το σώμα σε ικεσία: η Εκάβη εκλιπαρούσα τον Οδυσσέα να θυσιάσει την ίδια στη θέση της κόρης της.
Το σώμα ανυπότακτο, ερωτικό: η Πολυξένη, γυμνώνοντας το στήθος της, το προτάσσει στο σπαθί του εκτελεστή.
Το σώμα διάτρητο, αιμόφυρτο: ο σφαγμένος γιος της Εκάβης, τα μαχαιρωμένα παιδιά του Πολυμήστορα.
Το σώμα σε πένθος: η Εκάβη και οι γυναίκες του Χορού παραδομένες στον θρήνο.
Το σώμα βυθισμένο στο σκοτάδι: ο τυφλωμένος Πολυμήστορας αλλά και η Εκάβη, όταν χάνει και το τελευταίο παιδί της.
Το σώμα εκδικητικό: η Εκάβη και οι Τρωαδίτισσες, «Βάκχες από τον Αδη», την ώρα που σκοτώνουν με τρόπο βάναυσο τα παιδιά του Πολυμήστορα.
Το σώμα μεταμορφωμένο: η Εκάβη σκύλα με πύρινα μάτια.
Δύσκολα θα κατονόμαζε κανείς άλλο έργο με τέτοια εμμονή σε αυτό που η αμερικανίδα φιλόλογος Φρόμα Ζάιτλιν αποκαλεί «σωματική των ανθρώπινων σχέσεων» («the somatics of human relations»). Στην ευριπίδεια αυτή τραγωδία το δράμα έρχεται στην επιφάνεια παίρνει κυριολεκτικά σάρκα και οστά μέσα από τις αλλεπάλληλες συσπάσεις και παραμορφώσεις του σώματος.
Η μοναδική έντονη στιγμή της παράστασης που σκηνοθέτησε ο Θανάσης Παπαγεωργίου είναι εκείνη που αποδεικνύει τη δύναμη της σωματοποίησης των συναισθημάτων: η Εκάβη, συντετριμμένη από τη θέα του νεκρού γιου της, γυμνώνει το στήθος της, παίρνει το σώμα του αγκαλιά και αρχίζει με πάθος να το θηλάζει για να το φέρει στη ζωή.
Η σκηνή αυτή είναι η ακριβή εξαίρεση όμως: η παράσταση στο σύνολό της δεν μετουσιώνει τον αισθησιασμό της τραγωδίας σε θεατρική πράξη. Κινούμενοι μέσα στο αποστειρωμένο, αφαιρετικό σκηνικό της Λίλης Πεζανού οι ηθοποιοί μοιάζουν παγιδευμένοι στην καθαρότητα ενός χώρου που τους απαγορεύει κάθε ακραία χρήση του σώματος και κάθε βιαιοπραγία. Τα δρώμενα εκτυλίσσονται μέσα σε κλίμα αδιόρατης ευπρέπειας θα νόμιζε κανείς ότι είναι όλοι συνεννοημένοι να μη μας ταράξουν: η επίθεση των Μαινάδων περνάει σχεδόν απαρατήρητη, ο τυφλωμένος βασιλιάς εμφανίζεται με πλαστική ταινία στους άρτι εξορυγμένους οφθαλμούς του και ένα απλοϊκό, αστείο εύρημα μια μάσκα με δύο λαμπάκια στις κόγχες των ματιών επωμίζεται το πλέον δύσκολο έργο, να μετατρέψει την πρώην βασίλισσα σε σκύλα με φλογοβόλο βλέμμα.
Δεν είναι όμως μόνο η αίσθηση του «αποστειρωμένου» που ενοχλεί. Είναι συγχρόνως και τα σημάδια μιας άγαρμπης, επιφανειακής προσπάθειας εκσυγχρονισμού που προκαλούν παρόμοια συναισθήματα μιας προσπάθειας μάταιης, όπως αποδεικνύεται, εφόσον ο σκηνοθέτης δεν την πίστεψε και δεν την υποστήριξε πραγματικά. Περιέβαλε την «Εκάβη» με «μοντέρνο» περιτύλιγμα, δεν προχώρησε όμως σε κανενός είδους ανανέωση επί της ουσίας μένοντας πιστός στους κώδικες των γνώριμων, τετριμμένων και ασφαλών προσεγγίσεων του αρχαίου δράματος.
Τελικά ούτε η σκηνοθεσία ούτε η δήθεν σύγχρονη όψη της παράστασης έχουν να προτείνουν κάτι ιδιαίτερο, ενώ τις παρακολουθούμε να κινούνται προς διαφορετικές, ασύνδετες, κατευθύνσεις: Πού τέλος πάντων συναντώνται σημειολογικά η ρεντινγκότα του Αγαμέμνονα, τα μαύρα ζιβάγκο των φρουρών και οι στολές σε στυλ «τρόφιμος ιδρύματος» του Χορού; Και σε τι εξυπηρετούν τα ημιδιάφανα, συρόμενα πανό-κουρτίνες που ανοιγοκλείνουν με θόρυβο εκνευριστικό ενοχλώντας ανελέητα την ακοή μας;
Ελάχιστα πράγματα στο θέατρο είναι πιο θλιβερά από την προσπάθεια που πασχίζει απεγνωσμένα αλλά αδυνατεί να κρύψει τα ίχνη της. Μου έρχονται στο μυαλό οι ηλικιωμένοι κύριοι που βάφουν τα μαλλιά τους επιδιώκοντας να φαίνονται νεότεροι και, έτσι αφελώς, νομίζουν ότι ξεγελούν τον κόσμο.
Η Λήδα Πρωτοψάλτη στον ρόλο της Εκάβης αναδύεται ως το σημαντικότερο αν όχι το μοναδικό προσόν της παράστασης: η ερμηνεία της μεστή, συμπυκνωμένη, απέριττη, αποτελεί το πιο σταθερό σημείο αναφοράς. Δεν απογειώνεται όμως. Μένει τελικά ανολοκλήρωτη λυγίζοντας μοιραία κάτω από το βάρος της σκηνοθετικής σύγχυσης.