Οι διατάξεις που ισχύουν
στη φορολογία εισοδήματος και αναφέρονται στην καταχώριση των δηλώσεων, στην έκδοση πράξεων επιβολής του φόρου, στην επίδοση των προσκλήσεων, των πράξεων και των λοιπών εγγράφων, στην εξώδικη λύση των διαφορών, στο απόρρητο των φορολογικών στοιχείων και γενικά στη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου εφαρμόζονται αναλόγως και στη φορολογία ακίνητης περιουσίας.


Για την έκπτωση του Δημοσίου από το δικαίωμά του να κοινοποιήσει πράξη επιβολής του φόρου και προστίμου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 102 του Ν. 2961/2001 «Κύρωση του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία».


Σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω άρθρου, το Δημόσιο εκπίπτει του δικαιώματος για την κοινοποίηση πράξης επιβολής φόρου και προστίμου προκειμένου:


* Για ανακριβή δήλωση μετά την πάροδο δεκαετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο υποβλήθηκε η δήλωση.


* Για παράλειψη δήλωσης ολόκληρης ή μέρους της περιουσίας που αποκτήθηκε ή για εικονικότητα του συμβολαίου ύστερα από δεκαπενταετία από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο έληξε η προθεσμία για υποβολή της δήλωσης ή έχει συνταχθεί το προσβαλλόμενο για εικονικότητα συμβόλαιο.


* Για επιβολή προστίμου ύστερα από δεκαετία από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο έχει συντελεσθεί η παράβαση.


Επιτρέπεται η κοινοποίηση πράξης του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και μετά τη λήξη της δεκαετούς ή δεκαπενταετούς προθεσμίας στις εξής περιπτώσεις:


* Αν η πράξη της φορολογικής αρχής που κοινοποιήθηκε εμπρόθεσμα ακυρωθεί για οποιονδήποτε μη ουσιαστικό λόγο. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα του Δημοσίου διατηρείται ακόμη και αν από αυτή την ακύρωση προκύψει φορολογική υποχρέωση τρίτου προσώπου που δεν έχει υπαχθεί σε φορολογία.


* Αν η βεβαίωση του φόρου ή του προστίμου ακυρωθεί με δικαστική απόφαση για τυπικό ελάττωμα του τίτλου στον οποίο αυτή στηρίχθηκε.


* Αν έχει υποβληθεί δήλωση του υποχρέου κατά το τελευταίο έτος της δεκαετούς ή δεκαπενταετούς προθεσμίας ή αν η φορολογική υποχρέωση προκύπτει από απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου που εκδόθηκε μέσα στο ίδιο έτος.


* Αν ο υπάλληλος που έκανε τον έλεγχο ή ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας με βάση την έκθεση του οποίου καταρτίστηκε η αρχική πράξη τιμωρήθηκε πειθαρχικά με αμετάκλητη απόφαση του αρμοδίου οργάνου για βαριά αμέλεια ή δόλο κατά τον έλεγχο αυτόν.


Στις περιπτώσεις α’, β’ και γ’ η κοινοποίηση πράξης του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να γίνει μέσα σε ένα έτος από την ακύρωση της προγενέστερης πράξης ή από την έκδοση της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου ή από την υποβολή της δήλωσης του υποχρέου, ενώ στην περίπτωση δ’ μέσα σε ένα έτος από την αμετάκλητη σχετική απόφαση.


Το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή και είσπραξη των φόρων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος σε υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε ως και τις 31.12.1984 έχει παραγραφεί. Στις υποθέσεις αυτές δεν απαιτείται το πιστοποιητικό του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Αντί γι’ αυτό μπορεί να προσκομίζεται:


* Για τις κτήσεις αιτία θανάτου, ληξιαρχική πράξη θανάτου, από την οποία να προκύπτει ότι ο θάνατος του κληρονομουμένου ή δωρητή αιτία θανάτου επήλθε ως και τις 31.12.1984, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του υποχρέου ότι δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.


* Για τις δωρεές εν ζωή, γονικές παροχές και προίκες, αντίγραφο του οικείου συμβολαίου που συντάχθηκε ως και τις 31.12.1984 με βεβαίωση του συμβολαιογράφου που συνέταξε το συμβόλαιο ότι τούτο συντάχθηκε ως και τις 31.12.1984 και δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.


Σε περίπτωση απαγγελίας με τελεσίδικη δικαστική απόφαση της ακυρότητας ατομικής ειδοποίησης ή πράξης διοικητικής εκτέλεσης, για λόγους που ανάγονται στον νόμιμο τίτλο, το δικαίωμα του Δημοσίου για έκδοση νέας πράξης προσδιορισμού της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης σε καμία περίπτωση δεν θεωρείται ότι αποσβέστηκε λόγω παραγραφής πριν από την παρέλευση έτους από την κοινοποίηση με δικαστικό επιμελητή στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία της πιο πάνω τελεσίδικης απόφασης. Βεβαιωμένα έσοδα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες τα οποία αφορά η άνω ακυρότητα διαγράφονται από την αρχή που τα βεβαίωσε με βάση την τελεσίδικη απόφαση που περιέρχεται σε αυτήν με οποιονδήποτε τρόπο. Η ίδια αρχή προβαίνει στις νόμιμες ενέργειες για την απόκτηση νόμιμου τίτλου.


Ο φόρος που αναλογεί στην αξία της ακίνητης περιουσίας καταβάλλεται σε τρεις ίσες άτοκες διμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης, οι δε υπόλοιπες την τελευταία εργάσιμη ημέρα των διμήνων που ακολουθούν.


Ο κύριος φόρος που οφείλεται με βάση οποιονδήποτε άλλον τίτλο (π.χ., δικαστική απόφαση, οριστική πράξη επειδή δεν ασκήθηκε προσφυγή κτλ.), ο πρόσθετος φόρος και το πρόστιμο καταβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις φορολογίας εισοδήματος που εφαρμόζονται αναλόγως.


Σε περίπτωση που ο υπόχρεος σε φόρο καταβάλλει εφάπαξ όλα τα ποσά (κύριο φόρο και πρόσθετο) που βεβαιώθηκαν εις βάρος του μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης έχει έκπτωση 2,5%.


Αν ασκηθεί προσφυγή κατά της πράξης επιβολής του φόρου ακίνητης περιουσίας, βεβαιώνεται αμέσως ποσοστό 25% του αμφισβητούμενου με την πράξη κύριου και πρόσθετου φόρου. Το ποσό αυτό που βεβαιώνεται εισπράττεται εφάπαξ μέσα στον επόμενο από τη βεβαίωση μήνα και συμψηφίζεται με τον φόρο που θα προκύψει με βάση την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου. Το επιπλέον ποσό του 25% που τυχόν βεβαιώθηκε εκπίπτει ή επιστρέφεται κατά περίπτωση.