Υπάρχουν πρατήρια που πωλούν ακόμη και 1,22 ευρώ το λίτρο
Νέα αύξηση σημείωσε η τιμή της αμόλυβδης, που πωλείται πλέον με «καπέλο» από εκατοντάδες πρατήρια, ενώ στο κύκλωμα των καυσίμων ο ένας επιρρίπτει την ευθύνη στον άλλον για την ακρίβεια.
Η μέση τιμή της αμόλυβδης, σύμφωνα με πανελλαδικές μετρήσεις τιμών σε 2.300 πρατήρια, διαμορφώθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου στα 1,165 ευρώ ανά λίτρο, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,6% σε σχέση με τη μέση τιμή της αμόλυβδης που ήταν 1,158 στις 19 Σεπτεμβρίου.
Υπάρχουν πρατήρια και μέσα στην Αττική αλλά κυρίως στην επαρχία που πωλούν ακόμη και 1,22 ευρώ το λίτρο, με πιο συνηθισμένες τιμές το 1,13- 1,14 αλλά και αρκετά πρατήρια σε σαφώς χαμηλότερες τιμές. Κύκλοι της αγοράς τονίζουν ότι «όλοι οι πρατηριούχοι μπορούν να πουλήσουν 5 λεπτά φθηνότερα τη βενζίνη και να βγάζουν καλό κέρδος, αλλά αφού δεν ελέγχονται γιατί να στριμωχτούν οι ίδιοι;». Στο Κιλκίς και στο Ρέθυμνο η διαφορά πώλησης της αμόλυβδης ήταν χθες 22 λεπτά το λίτρο, άρα κάποιος στην Κρήτη κερδοσκοπεί εμφανώς.
Από τις αρχές του 2004 η τιμή της αμόλυβδης στην Ελλάδα έχει συνολικά αυξηθεί κατά 59,37%, ενώ από την αρχή του έτους έχει αυξηθεί κατά 6,2%.
Οι βενζινοπώλες κατηγορούν τις εταιρείες για τις «τσιμπημένες» τιμές, αυτές με τη σειρά τους τα διυλιστήρια τα οποία παραθέτουν τις τιμές πώλησης των βενζινών και αιτιώνται αρκετές εταιρείες αλλά και τους πρατηριούχους για το «καπέλο».
Από τις 7 Ιουλίου ως τις 8 Σεπτεμβρίου οι μεν τιμές αμόλυβδης Ανατολικής Μεσογείου (το λεγόμενο Ρlatts της Ανατολικής Μεσογείου, που είναι ο μηχανισμός διαμόρφωσης των τιμών καυσίμων και στη χώρα μας) εμφάνισαν μείωση κατά 14,2%. Την ίδια περίοδο τα ελληνικά διυλιστήρια μείωσαν αντιστοίχως τις τιμές πώλησης από τα διυλιστήρια (ex factory) προς τις εταιρείες εμπορίας κατά 12,8%. Οι εταιρείες και κυρίως οι πρατηριούχοι στο ίδιο διάστημα αύξησαν το μεικτό περιθώριο κέρδους τους κατά 14,3%. Το 45% των λιανικών τιμών αποτελείται από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που είναι σταθερός και η διεθνής τιμή του αργού μεταβάλλεται στο σύνολό της, ενώ η τιμή αντλίας αποτελείται από ένα μεταβαλλόμενο κομμάτι, αυτό που εξαρτάται από τις διεθνείς τιμές, και από ένα σταθερό, τους φόρους.