ΜΟΝΑΧΟ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ.
O Γκέγκορ Γκίζι ήταν στις φόρμες του. Μιλώντας μπροστά σε μερικές εκατοντάδες περαστικούς στην πλατεία Μαρίενπλατς του Μονάχου, ο δεύτερος δίπλα στον Οσκαρ Λαφοντέν «αστέρας» του Κόμματος της Αριστεράς εξαπέλυε μύδρους εναντίον όλων των « κατεργάρηδων » αυτού του κόσμου: Τις « ύαινες » του διεθνών χρηματαγορών, τον « τυχοδιώκτη » πρόεδρο της Γεωργίας Σαακασβίλι, τον « πολεμοχαρή » αμερικανό πρόεδρο Μπους. Το μόνο που παρέλειπε ήταν το καθαυτό θέμα του: Οι βουλευτικές εκλογές στη Βαυαρία στις 28 Σεπτεμβρίου. Εως ότου, ύστερα από 50 λεπτά ομιλίας, ένας από τους συνοδούς του στήθηκε απέναντί του και ύψωσε ένα πλακάτ με τη λέξη «Βαυαρία». Αυτοστιγμεί ο κ. Γκίζι άλλαξε θέμα. Στο επίκεντρο μπήκαν τώρα τοπικά θέματα, σχολεία, περιβάλλον, μισθοί. Αλλά πριν από όλα, η «σταυροφορία» εναντίον της Αριστεράς που διεξάγει- σύμφωνα με τα λεγόμενά του- ο πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος Χριστιανοκοινωνική Ενωση (CSU, Χριστιανοδημοκράτες) Ερβιν Χούμπερ. « Ακόμη και η εκκλησία, που εφηύρε
τις σταυροφορίες,έχει ζητήσει ενδιάμεσα συγγνώμη για αυτές » είπε. « Μόνο ο Χούμπερ ξαναγυρίζει σε πρακτικές του Μεσαίωνα ». Το ακροατήριο έδειχνε να το διασκεδάζει.
Ωστόσο και οι καλύτερες προεκλογικές εμφανίσεις δεν αποτελούν εχέγγυο επιτυχίας. Η τελευταία δημοσκόπηση δίνει στην Αριστερά το 4% των ψήφων, δηλαδή μία μονάδα λιγότερη από το απαιτούμενο εκλογικό όριο. Και αυτό αντιτίθεται πλήρως στο γενικότερο τρεντ, όχι μόνο σε ομοσπονδιακό επίπεδο, όπου η Αριστερά συγκεντρώνει το 12-14%, αλλά και στα δυτικογερμανικά κρατίδια όπως το Σάαρλαντ, όπου φτάνει το 24% ξεπερνώντας για πρώτη φορά στη Δύση τους Σοσιαλδημοκράτες (22%). Ο λόγος για αυτό, σύμφωνα με τους εκλογολόγους, είναι ότι, παρά τις τεράστιες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στη Βαυαρία τις δυο τελευταίες δεκαετίες (από αγροτική περιοχή μετεξελίχθηκε σε σπουδαίο τεχνολογικό και βιομηχανικό κέντρο), η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού παραμένει βαθιά συντηρητική- περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλο «καθολικό» γερμανικό κρατίδιο. Μια ξαφνική στροφή προς τα αριστερά θα αποτελούσε έτσι μικρή «επανάσταση». « Οταν μπαίνουμε στα δυτικογερμανικά κοινοβούλια,αλλάζουμε τη Γερμανία » συμπέρανε, όχι άδικα, στο Μόναχο ο κ. Γκίζι. « Αν μπούμε όμως στη βαυαρική Βουλή,θα αλλάξουμε τον κόσμο όλο ».
Αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο να μείνει έξω από τη Βουλή η Αριστερά είναι και η σανίδα σωτηρίας για τους Χριστιανοδημοκράτες. Το κόμμα τους διέρχεται μια βαθιά κρίση εδώ και καιρό. Η ίδια δημοσκόπηση του δίνει το 47%, ήτοι ποσοστό κατά 13% χαμηλότερο από το αποτέλεσμα των προηγούμενων εκλογών. Οι εκλογολόγοι μιλούν έτσι για διάλυση του «μύθου» της CSU- μύθος που συνίστατο στο «50% και πλέον», το οποίο έπαιρνε από τη δεκαετία του ΄50. Αλλά και με «μόνο» 47%, οι Χριστιανοδημοκράτες κερδίζουν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, δεδομένου ότι (χωρίς την Αριστερά στη Βουλή) τα κόμματα της αντιπολίτευσης συγκεντρώνουν μαζί το 45%: Οι Σοσιαλδημοκράτες 21%, οι Πράσινοι 9%, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες 8% και η λίστα Ελεύθεροι Ψηφοφόροι 7%. Επικεφαλής της τελευταίας είναι το πρώην μέλος των Χριστιανοδημοκρατών Γκαμπριέλε Πάουλι , η «μοιραία γυναίκα» που εξανάγκασε προ διετίας σε παραίτηση τον τότε πρωθυπουργό Εντμουντ Στόιμπερ και έγινε στη συνέχεια η «αγαπημένη» των μέσων ενημέρωσης- πότε με «τολμηρές» φωτογραφίες (φορώντας γάντια λατέξ) σε αντρικά περιοδικά και πότε με ρηξικέλευθες ιδέες, όπως την αυτόματη διάλυση των γάμων έπειτα από εφτά χρόνια διάρκειας και την ανανέωσή τους μόνο μετά από νέο συζυγικό σύμφωνο. Χάρη στη συμμετοχή της, οι Ελεύθεροι Ψηφοφόροι έγιναν ξαφνικά υπολογίσιμη δύναμη.
Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται βέβαια στους δύο βασικούς μονομάχους, τον χριστιανοδημοκράτη πρωθυπουργό Γκούντερ Μπέκσταϊν και τον σοσιαλδημοκράτη Φραντς Μάγκετ. Ο τελευταίος θεωρείται «χλωμός» και ο στόχος του να ξεπεράσει το 25% κρίνεται ανέφικτος. Και έτι χειρότερα, « μέσα σε λίγες ημέρεςο Μάγκετ κατάφερε να εξανεμίσει την άνοδο των Σοσιαλδημοκρατών, στην οποία συντέλεσε η επιλογή του Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ ως υποψήφιου καγκελάριού τους » έγραψε εφημερίδα. Ο κ. Μπέκσταϊν αποδεικνύεται με τη σειρά του γκαφατζής ολκής. Παράδειγμα, η δήλωσή του ότι το να πιει κανείς δύο λίτρα μπίρα δεν αποτελεί λόγο για να μην κάτσει αμέσως μετά στο τιμόνι. « Θα τα είχε τσούξειπροτού κάνει τη δήλωση » σημείωσε το ίδιο δημοσίευμα. Την περασμένη Πέμπτη το ντιμπέιτ των δύο ανδρών έληξε, κατά γενική εκτίμηση, με ισοπαλία. Ολα δείχνουν λοιπόν ότι στις εκλογές της ερχόμενης Κυριακής οι Χριστιανοδημοκράτες θα εισπράξουν την « προαναγγελθείσα σφαλιάρα » (σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα «S ddeutsche Ζeitung»), χωρίς όμως οι Σοσιαλδημοκράτες να επωφεληθούν ιδιαίτερα από αυτό.