Oυπερτριακονταετής ελληνικός μεταπολιτευτικός κύκλος κλείνει κατά τα φαινόμενα σε περιβάλλον μεγάλης εσωτερικής και διεθνούς αμφισβήτησης. Συμπίπτει η εγχώρια πολιτική κρίση με εκείνη του διεθνούς οικονομικού συστήματος, σε σημείο μάλιστα που και οι δυο να ορίζονται από το αυτό χαρακτηριστικό: από την έλλειψη εμπιστοσύνης.
Καθένα από τα εγχώρια πολιτικά κόμματα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπο με διαφορετικά μεν προβλήματα, αλλά κοινή είναι η βάση τους. Απαντα αντιμετωπίζονται με δυσπιστία, η πλειονότητα των πολιτών παρακολουθεί τον πολιτικό λόγο από απόσταση, δεν εμπιστεύεται τα κόμματα, τα πρόσωπα, ούτε το σύστημα διακυβέρνησης. Οπως οι έρευνες των διαθέσεων της κοινής γνώμης καταδεικνύουν, τα ιστορικά κόμματα εξουσίας ισορροπούν στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα και τα μικρότερα, ακόμη και τα ανερχόμενα, στέλνουν ασθενή μηνύματα, δεν μοιάζουν ικανά να συγκροτήσουν πλειοψηφικά ρεύματα που θα συνεγείρουν την κοινωνία και θα συνεπάρουν τους πολίτες. Ειδικά τα μεγάλα κόμματα εξουσίας δείχνουν εξουθενωμένα, μοιάζουν με φαντάσματα του παρελθόντος, καθώς κλόνισαν με τις συμπεριφορές των στελεχών τους τη σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες. Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα η καραμανλική «νέα διακυβέρνηση», που πνίγεται σήμερα σε βούρκο ανυποληψίας, χάνει τα όποια αποθέματα αξιοπιστίας, δεν δύναται να ξεπεράσει τα βάρη του νεοπλουτισμού, της διαφθοράς και της αναποτελεσματικότητας.
Αντίστοιχη κρίση εμπιστοσύνης φαίνεται να αντιμετωπίζει και το διεθνές οικονομικό σύστημα. Οι οδηγοί του, οι κυρίαρχοι εκφραστές του, οι τράπεζες, οι μεγάλοι ιστορικοί επενδυτικοί οίκοι, που όλα τα προηγούμενα χρόνια «μάτωσαν» για την ελευθέρωση των αγορών, «πέφτουν» σήμερα επειδή υπερεξάντλησαν διά της ασυδοσίας τις δυνατότητες των αγορών και καταχράστηκαν την ελευθερία τους. Ξόδεψαν όλα τα προηγούμενα χρόνια τα όποια αποθέματα εμπιστοσύνης, επέβαλαν τελικώς καθεστώς γενικευμένης καχυποψίας και έτσι σήμερα αδυνατούν να εξέλθουν της κρίσης, εξαρτώνται από τη βοήθεια και τη στήριξη του κράτους, που ως χθες λιθοβολούσαν.
Οπως όλα δείχνουν, η κρίση θα διατηρηθεί ισχυρή, παρά τα σοσιαλιστικά διασωστικά μέτρα της νεοφιλελεύθερης διοίκησης Μπους. Η συγκρότηση οργανισμού ανασυγκρότησης τραπεζών, κατά τα πρότυπα του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων που εμπνεύστηκε το 1983 ο Γεράσιμος Αρσένης για τις ελληνικές προβληματικές, μπορεί να σώζει για την ώρα και να ενθουσιάζει τα χρηματιστήρια παντού στον κόσμο, αλλά επί της ουσίας φανερώνει το μέγεθος της κρίσης· το βάθος, τη διάρκεια και τις συνέπειές της, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές. Οι οποίες χωρίς αμφιβολία θα διαχυθούν παντού στον κόσμο και θα επηρεάσουν αναπόφευκτα το σύνολο των οικονομιών.
Οσο και αν επισήμως οι εγχώριοι τραπεζίτες δηλώνουν ότι δεν μας αγγίζει η κρίση, τρέμει το φυλλοκάρδι τους.
Το κόστος του χρήματος αναγκαστικά θα ανέλθει, η χορήγηση δανείων θα γίνει πιο αυστηρή, ο πιστωτικός κίνδυνος θα αξιολογείται διπλά και η οικονομία θα εισέλθει σε φάση υποχρηματοδότησης
Είναι γνωστό σε όλους ότι η υπερανάπτυξη των τελευταίων ετών στηρίχθηκε στα λεγόμενα πιστωτικά αγαθά. Είναι δε επίσης γνωστό σε όλους ότι όλη αυτή η έκρηξη στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων τα προηγούμενα χρόνια δεν στηρίχθηκε σε καθαρά αποταμιευτικούς πόρους, αλλά σε μοντέρνα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και εργαλεία, όπως οι τιτλοποιήσεις δανείων και οι εκδόσεις ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης. Λόγω της διεθνούς πιστωτικής κρίσης και της γενικευμένης καχυποψίας η συγκεκριμένη αγορά έχει παγώσει. Με συνέπεια όλο το πιστωτικό σύστημα να τελεί υπό πίεση και να οδηγείται σε αναθεωρήσεις. Το κόστος του χρήματος αναγκαστικά θα ανέλθει, η χορήγηση δανείων θα γίνει πιο αυστηρή, ο πιστωτικός κίνδυνος θα αξιολογείται διπλά και η οικονομία θα εισέλθει σε φάση υποχρηματοδότησης. Αυτό θα έχει ως συνέπεια την κάμψη της δραστηριότητας, οι δυνατότητες ανάπτυξης διά των πιστωτικών αγαθών θα περιορισθούν και γενικώς όλο το πιστωτικό σύστημα θα υποχρεωθεί να λειτουργήσει σε καθεστώς αυστηρότερων και πιεστικότερων κανόνων. Διατηρείται μάλιστα πάντα ο κίνδυνος σε τέτοιο περιβάλλον κάποια πιστωτικά ιδρύματα, τα πιο μικρά και πιο ασθενή, να μην αντέξουν. Και άλλα μεγαλύτερα ίσως να υποχρεωθούν να εκποιήσουν στοιχεία του ενεργητικού τους ή ακόμη και να οδηγηθούν σε αναγκαστικές λύσεις συγχωνεύσεων, σαν αυτές που τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε στις ΗΠΑ και στη Βρετανία.
Τα μεγαλύτερα και υγιέστερα τραπεζικά ιδρύματα στη χώρα περιμένουν και ίσως να προετοιμάζονται για τέτοιες ευκαιρίες. Σε ανύποπτο χρόνο άλλωστε έχει διατυπωθεί η γνώμη από τον πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας κ. Τ.Αράπογλου ότι «το ιδεώδες είναι να εξέλθουμε από αυτή την κρίση με μια μεγαλύτερη Τράπεζα», υπονοώντας προφανώς τη δική του στόχευση για την περαιτέρω μεγέθυνση της πρώτης σε μέγεθος ελληνικής εμπορικής Τράπεζας. Ανεξαρτήτως πάντως των στοχεύσεων του κ. Αράπογλου, η διεθνής κρίση θα ασκήσει έντονη την επίδρασή της στη χώρα μας, θα θέσει σε δοκιμασία το ήδη κλονιζόμενο για τους δικούς του λόγους πολιτικό σύστημα, καθώς θα απαιτήσει σοβαρές αναθεωρήσεις στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, θαρραλέες αποφάσεις και άμεση δράση. Σε άλλη περίπτωση θα εξελιχθούν οικονομικά και κοινωνικά δράματα, τα οποία μπορεί να βλέπουμε στις ΗΠΑ και αλλού, αλλά εδώ ούτε την έντασή τους γνωρίζουμε ούτε μπορούμε ως κοινωνία να αντέξουμε.
Με άλλα λόγια, η εγχώρια πολιτική κρίση, η βύθιση της κυβέρνησης και η διατηρούμενη αδυναμία- παρά τη σημειούμενη τελευταίως δημοσκοπική ανάταξη- της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα επηρεασθούν βαθύτατα από τις νέες συνθήκες, αλλά και από τις απαιτήσεις που η διεθνής οικονομική κρίση θα διαμορφώσει. Κατά τα φαινόμενα η διαχείριση της συνθετότητας των συνθηκών που η διεθνής κρίση διαμορφώνει θα ορίσει στον μέγιστο βαθμό τις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις. Κόμματα σε κρίση, πολιτικές ηγεσίες ασθενείς και αμφισβητούμενες προφανώς δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες που έρχονται.
Επαγωγικά το περίπλοκο και απαιτητικό νέο οικονομικό περιβάλλον δεν θα αντέχει αδύναμες κυβερνήσεις. Εκ των πραγμάτων θα απαιτήσει ισχυρά ανανεωμένα σχήματα και θα επιβάλει νέες ανθεκτικές πολιτικές συνθέσεις…