κινηματογραφος Απ΄ τις ντομάτες στις πατάτες

gzoump@dolnet.gr Οταν πριν από περίπου 12 χρόνια, στην «Ενταση», ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο και ο Αλ Πατσίνο μοιράστηκαν για πρώτη φορά σκηνικό χρόνο στον κινηματογράφο- μόλις τρεις σκηνές για την ακρίβεια-, η συνάντησή τους θεωρήθηκε ιστορική. Δικαίως. Επιτέλους, κάποιος αξιοποιούσε στην ίδια ταινία δύο από τις πιο χαρισματικές προσωπικότητες της αμερικανικής υποκριτικής των τελευταίων 30 χρόνων. Δύο μαθητών του Αctors Studio οι οποίοι στη δεκαετία του ΄70 υπήρξαν θεμελιωτές ενός νέου στυλ ηθοποιίας που επηρέασε- και εξακολουθεί να επηρεάζει- γενιές ολόκληρες ηθοποιών.

gzoump@dolnet.gr Οταν πριν από περίπου 12 χρόνια, στην «Ενταση», ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο και ο Αλ Πατσίνο μοιράστηκαν για πρώτη φορά σκηνικό χρόνο στον κινηματογράφο- μόλις τρεις σκηνές για την ακρίβεια-, η συνάντησή τους θεωρήθηκε ιστορική. Δικαίως. Επιτέλους, κάποιος αξιοποιούσε στην ίδια ταινία δύο από τις πιο χαρισματικές προσωπικότητες της αμερικανικής υποκριτικής των τελευταίων 30 χρόνων. Δύο μαθητών του Αctors Studio οι οποίοι στη δεκαετία του ΄70 υπήρξαν θεμελιωτές ενός νέου στυλ ηθοποιίας που επηρέασε- και εξακολουθεί να επηρεάζει- γενιές ολόκληρες ηθοποιών.

Ξεφεύγοντας από το επίπεδο της απλής αστυνομικής περιπέτειας, η «Ενταση» μετατράπηκε σε σπουδαίο έργο χαρακτήρων, όπου ο κακοποιός Ντε Νίρο και ο αστυνομικός Πατσίνο έπαιξαν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Ηταν όμως και μεγαλόπνοος κινηματογράφος, με τον φακό του βιρτουόζου Μάικλ Μαν να αξιοποιεί κάθε χιλιοστό ενός νυχτερινού- κυρίως- Λος Αντζελες στο πρώτο ίσως αμερικανικό φιλμ νουάρ που κινούνταν πάνω στους κώδικες του γουέστερν.

Και να που σήμερα ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο στα 65 του και ο Αλ Πατσίνο στα 68 του επιστρέφουν μαζί σε ταινία, κρατώντας για μία ακόμη φορά πιστόλια. Στο «Ου φονεύσεις» υποδύονται δύο βετεράνους αστυνομικούς της Νέας Υόρκης οι οποίοι αναζητούν έναν κατά συρροήν δολοφόνο που πιθανότατα να είναι επίσης αστυνομικός αφού τα θύματά του είναι εγκληματίες που έχουν ξεφύγει από τα πλοκάμια της Δικαιοσύνης και κυκλοφορούν ελεύθεροι.

Κατ΄ αρχάς, προκειμένου να κρύψει καλά τη μεγάλη έκπληξη του τέλους, το «Ου φονεύσεις» πέφτει στην παγίδα του ασυνάρτητου μοντάζ που δεν σου επιτρέπει να έχεις ξεκάθαρη εικόνα για το πού και το πότε, στοιχειώδη ερωτήματα σε μια- ουσιαστικά- αστυνομική ιστορία. Δεύτερον, σκηνοθέτης δεν υπάρχει. Η καριέρα του Τζον Αβνετ- που έχει ξανασκηνοθετήσει τον Πατσίνο στα «88 λεπτά», Παναγία μου!- άρχισε και… τελείωσε στις «Πράσινες τηγανητές ντομάτες» (1991). Τρίτον, ο χρόνος γεμίζει από μια ακατάσχετη φλυαρία. Και, τέταρτον, υπεύθυνοι της φλυαρίας είναι δύο ήρωες που «έχουν δει πολλά» αλλά που αποδίδονται από δύο ηθοποιούς διατεθειμένους να προσφέρουν όσο το δυνατόν λιγότερα. Ο Ντε Νίρο, ο σκληρός της παρέας, δεν έχει ούτε μια σκηνή χωρίς να μορφάζει- του αξίζει Οσκαρ μούτας!- την ώρα που ο Πατσίνο, ο πιο ψύχραιμος, νιώθεις ότι σέρνεται από την κούραση της επανάληψης, βαριεστημένος από έναν ρόλο που ξέρει- μέχρι αηδίας- απ΄ έξω και ανακατωτά.

Οταν δε τα πιστόλια βγαίνουν από τις θήκες, δεν ξέρεις αν η αντίδρασή σου θα πρέπει να είναι το γέλιο ή η θλίψη. Ειλικρινά, θα πρέπει διά νόμου να τους απαγορεύεται πλέον να κρατούν όπλα σε ταινίες. Είναι ανυπόφοροι.

Εν τέλει μόλις το «Ου φονεύσεις» έλαβε τέλος, ένιωσα να έχει καταστραφεί μέσα μου κάθε όμορφη ανάμνηση που μου είχε αφήσει η «Ενταση», σχεδόν ντρεπόμουν για λογαριασμό δύο ταλέντων όχι μόνον της υποκριτικής αλλά απ΄ ό,τι φαίνεται και του ξεπουλήματος.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.