Η Μονή Γοργοεπηκόου στην Αρκαδία διεκδικεί έκταση 2.200 στρεμμάτων, με πηγές από τις οποίες αρδεύεται σχεδόν όλη η επαρχία Μαντινείας
Α πό τα Δωδεκάνησα ως τον Ολυμπο και από τη Θεσσαλονίκη ως την Αρκαδία, δεκάδες υπήρξαν κατά την τελευταία δεκαπενταετία οι περιπτώσεις όπου μονές είτε απαίτησαν την επιστροφή κτημάτων και μετοχιών τους είτε προχώρησαν σε μονομερή επανακαθορισμό των χρήσεων γης σε εκτάσεις προστατευόμενες από την εσωτερική και ευρωπαϊκή νομοθεσία. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η νησίδα της Κυρα-Παναγιάς, κοντά στην Αλόννησο. Η νησίδα ανήκει στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Ορους, εντάσσεται όμως στο Εθνικό Πάρκο Σποράδων και διέπεται από αυστηρό καθεστώς χρήσεων γης, με προκαθορισμένα όρια για τον αριθμό αιγοπροβάτων και τις εκτάσεις προς βόσκηση. Η μονή όμως, ζητώντας επιμόνως τα τελευταία χρόνια τον αποχαρακτηρισμό του νησιού, το οποίο προστατεύεται και ως αρχαιολογικός χώρος, έχει αυξήσει τα κοπάδια ζώων προκειμένου να λαμβάνει υψηλότερες επιδοτήσεις από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ ταυτόχρονα έχει εγκαταστήσει κατά καιρούς εργοτάξια για τη διάνοιξη δρόμων. Σύμφωνα με καταγγελίες φορέων του νησιωτικού συμπλέγματος, απώτερος στόχος της Μονής είναι η τοποθέτηση ανεμογεννητριών και η δημιουργία αιολικού πάρκου στην προστατευόμενη νησίδα.
Στην Αρκαδία οι κάτοικοι της Νεστάνης, κοντά στο Αρτεμίσιο, ξεσηκώνονται το τελευταίο διάστημα κατά της Μονής Γοργοεπηκόου. Η Μονή διεκδικεί έκταση 2.200 στρεμμάτων, με πηγές κοντά στο χωριό, από τις οποίες αρδεύεται σχεδόν όλη η επαρχία Μαντινείας. Οπως καταγγέλλουν οι κάτοικοι, έχουν γίνει απόπειρες δολιοφθοράς στο δίκτυο άρδευσης, ενώ φθορές έχουν παρατηρηθεί και στο υδραγωγείο του δήμου. Οι μοναχοί επικαλούνται «φιρμάνια» των βοεβόδων της Τριπολιτσάς, κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με τα οποία της έχει παραχωρηθεί η συγκεκριμένη έκταση από τα μέσα του 13ου αιώνα. Τον περασμένο Ιούνιο το Ειρηνοδικείο Τρίπολης αναγνώρισε δικαιώματα νομής της έκτασης στο μοναστήρι, με αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζουν οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι της Νεστάνης, να ανοίγει ο ασκός του Αιόλου για το μέλλον της εκμετάλλευσης των πηγών.
Η Μονή Διονυσίου στον Ολυμπο βρίσκεται σε διαρκή δικαστική διελκυστίνδα με τον Δήμο Λιτοχώρου για περισσότερα από 50.000 στρέμματα στους ανατολικούς πρόποδες του βουνού. Οι δημοτικές αρχές καταγγέλλουν τη Μονή για σφετερισμό δημόσιας γης αλλά και εκτάσεων που ανήκουν σε τοπικούς συνεταιρισμούς και ιδιώτες, ενώ η Μονή από την πλευρά της επικαλείται πληθώρα τίτλων, πράξεων παραχώρησης και κληροδοτημάτων. Πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις δικαίωσαν τον Δήμο Λιτοχώρου και προσφεύγοντες πολίτες για περίπου 6.000
στρέμματα, ενώ απομένει να αποσαφηνιστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς, σε πρώτη φάση, για ακόμη 15.000 διακατεχόμενα στρέμματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η περιοχή θεωρείται αναπτυσσόμενη τουριστικά, καθώς διαρκώς οικοδομούνται και δημιουργούνται εγκαταστάσεις περιηγητικού τουρισμού, ορειβατικού τουρισμού, πρότυπα καταλύματα και ξενοδοχεία τόσο στο βουνό όσο και στην όμορη παραλιακή ζώνη.
Αίσθηση είχε προκαλέσει πριν από μερικά χρόνια η αξίωση της Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο να της αναγνωριστούν δικαιώματα κυριότητας στα νησιά Αρκοί, τα οποία, όπως υποστήριζαν οι μοναχοί, ανήκαν από ιδρύσεως της Μονής σε αυτήν. Μέγιστο όπλο στην επιχειρηματολογία των μοναχών ήταν το χρυσόβουλλο, «ιδρυτική πράξη» του μοναστηριού, του 1088, με συντάκτη τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, το οποίο φυλάσσεται στα αρχεία της Μονής. Σε αυτό το έγγραφο ορίζονταν οι κτήσεις σε ολόκληρη την Πάτμο και στα γειτονικά νησιά Αρκοί και Λειψοί, καθώς και σε τμήμα της Λέρου, ενώ αναφερόταν έναντι ποίων αξιωματούχων, στρατιωτικών, ακόμη και ξένων ηγεμόνων ίσχυε η αυτοκρατορική απόφαση και βούληση.
Στους Αρκούς ζουν 20 οικογένειες κτηνοτρόφων και αλιέων, οι οποίες δεν κατέχουν τη γη στην οποία έχουν χτίσει, καθώς δεν έχουν συνταχθεί πράξεις παραχώρησης από το ελληνικό Δημόσιο. Πέρυσι η προσπάθεια διάνοιξης δρόμου σε συγκρότημα κατοικιών που είχε ανεγείρει επιχειρηματικός όμιλος επανέφερε το φλέγον ζήτημα, καθώς ξέσπασε διαμάχη ανάμεσα στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, στον Δήμο Πάτμου και στον ιδιώτη ο οποίος επικαλούνταν ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης με τη Μονή, ενώ η Κτηματική Εταιρεία αναγνώριζε καθεστώς δημόσιας γης σύμφωνα με τις συμπληρωματικές διατάξεις της Συνθήκης Ειρήνης με την Ιταλία του 1947, η οποία ενέτασσε τα Δωδεκάνησα στον εθνικό κορμό. Η Μονή πάντως επιμένει στην επίκληση των δικαιωμάτων κυριότητας με την αυτοκρατορική βούλα, γεγονός που συντηρεί την αβεβαιότητα των κατοίκων. Διεκδικήσεις με αφορμή τις ασάφειες στο καθεστώς απαλλοτριώσεων γης είχε προβάλει τη δεκαετία του 1930 και το Σταυροπηγιακό Μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης. Οι εκτάσεις αυτές, οι οποίες ουσιαστικά αποτελούν ολόκληρη την περιοχή όπου αναπτύχθηκε ο σημερινός οικισμός των Βασιλικών, είχαν παραχωρηθεί στο πλαίσιο αποκατάστασης των προσφύγων.
Από διαφορετική νομική οδό, η Μονή Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα διεκδικεί, χωρίς όμως άμεσες αναφορές, εδώ και δύο δεκαετίες το δάσος της Στροφιλιάς στα σύνορα των νομών Αχαΐας και Ηλείας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το μοναστήρι είχε προσφύγει, μαζί με άλλες έξι μονές, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επικαλούμενο παραβιάσεις ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του από τη θέσπιση της νομοθεσίας για την εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία. Ομορες προς το δάσος της Στροφιλιάς είναι και οι παραλίμνιες εκτάσεις στο Κοτύχι, οι οποίες προστατεύονται από τη Συνθήκη Ραμσάρ και δεν αποτελούν, σύμφωνα με αυτήν, εκμεταλλεύσιμη γη. Ωστόσο, σύμφωνα με τα σουλτανικά φιρμάνια που επικαλείται η Μονή, περιλαμβάνεται σε αυτά και η συγκεκριμένη περιοχή. Προς επανεξέταση οδηγείται και η υπόθεση των 1.028 στρεμμάτων στο λεγόμενο Κτήμα Βεργή, στην Πετρούπολη, έκταση που διεκδικείται από τη Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλειστών. Το 2004 το Δημόσιο είχε παραιτηθεί των δικαιωμάτων του ξεσηκώνοντας σάλο στην τοπική κοινωνία, καθώς άνοιγε ο δρόμος για την κατοχύρωση της έκτασης αλλά και των υπόλοιπων διεκδικήσεων της Μονής στο Ποικίλο Ορος, οι οποίες ξεπερνούν τα 20.000 στρέμματα, δηλαδή σχεδόν ολόκληρο το βουνό. Η Μονή επικαλείται τίτλους από κληροδοσίες και σουλτανικές παραχωρήσεις, ακόμη και μέσα στον οικιστικό ιστό της Πετρούπολης και του Περιστερίου.